Η ηρωίδα μάνα

Ma Ζούσε στην γειτονιά μας μια πολυμελής οικογένεια και αυτή διαβίωνε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, μέσα σε ένα ενοικιαζόμενο και πολύ μικρό χαμόσπιτο της εποχής του 1930, το οποίο ήταν εγκλωβισμένο ανάμεσα σε πολυκατοικίες και καταστήματα με παλιά ανταλλακτικά αυτοκινήτων.

 Στο εσωτερικό του σπιτιού τους δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα, αφού το βράδυ γέμιζε στρώματα το πάτωμα του, προκειμένου να κοιμηθούν τα οκτώ παιδιά τους, οι δύο σύζυγοι και οι δύο ηλικιωμένοι γονείς του άντρα της οικογένειας.

 Όλο και όλο ένα δωμάτιο δηλαδή ήταν το εσωτερικό του, μια μικρή κουζινούλα και ένα υποτυπώδες σαλονάκι, μέσα στο οποίο στριμώχνονταν όλοι προκειμένου να χωρέσουν, δεδομένου ότι το δωμάτιο τους το διέθεταν στους ηλικιωμένους γονείς του άντρα της οικογένειας όπως είπα.

 Αυτός όμως ήταν τέτοιος, που ζούσε σαν σκύλος. Χωρίς ίχνος μυαλού, ευθύνης, υποχρέωσης, σεβασμού και αξιοπρέπειας για τον εαυτό του και γι’ αυτό που θεωρητικά φαινόταν ότι ήταν η οικογένειά του .

  Κυριευμένος από ένα σωρό πάθη, ταλαιπωρούσε τον εαυτό του και τους οικείους του και κανένας δεν μπορούσε να βοηθήσει ούτε αυτόν, αλλά ούτε και την οικογένειά του, γιατί σε κανέναν από όσους τον γνώριζαν δεν έπεφτε λόγος, για το τι έκανε αυτός στο σπίτι του και πως συμπεριφέρονταν στην γυναίκα του, στα παιδιά του και στους γονείς του.

  Η γυναίκα του πάλι ήταν ένας ήρωας που μαχόταν να κρατήσει την θέση της στην ζωή, όπως και αν αυτή της ήρθε. Αμίλητη και υπομονετική μάνα για τα παιδιά της, κόρη για τους γονείς του άντρα της και με διάθεση να φροντίσει και εκείνον τον αχαΐρευτο, που ήταν ανήμπορος να σταθεί στο ύψος του άντρα, πράγμα βέβαια που είχε ανάγκη εκείνη η οικογένεια.

 Έκλαιγαν για την κατάντια του γιου τους οι ηλικιωμένοι γονείς του και ευγνωμονούσαν εκείνη την γυναίκα που είχε την δύναμη να παραβλέπει την αρρωστημένη και παθιασμένη κατάσταση του άντρα της και να φροντίζει τόσο αυτόν και τα παιδιά του, όσο και τους ηλικιωμένους γονείς του.

 Φρόντιζε δηλαδή δώδεκα ανθρώπους στο σπίτι της εκείνη η ηρωίδα γυναίκα και έπλενε τα ρούχα όλων με τα χέρια της, αφού πλυντήρια πολύ λίγοι είχαν τότε.

 Στο πίσω μέρος του σπιτιού τους είχε στημένη την μεταλλική σκάφη της και εκεί σκυμμένη, έτριβε τα ρούχα τους με μια ξεφτισμένη βούρτσα, αφού δεν ήταν δυνατόν να της περισσέψουν χρήματα ώστε να πάρει άλλη.

 Μαζί με την σκάφη της, είχε τοποθετημένη και μια φουφού σ’ εκείνον τον μικρό χώρο, πάνω στην οποία μαγείρευε τις περισσότερες φορές, κάτω από τον ίσκιο μιας λαμαρίνας.

 Και δεν έκανε μόνον αυτό, αλλά διάβαζε και τα παιδιά της προκειμένου να πάνε προετοιμασμένα στο σχολείο και σπούδαζε τόσο αυτά όσο κι εμάς, το τι θα πει ευθύνη και το τι θα πει λογική.

 – Πατέρα σας είναι και δεν πρέπει να το ξεχνάτε αυτό, έλεγε στα παιδιά της. Άρρωστος είναι ο άνθρωπος και σαν τέτοιο να τον βλέπετε και καθόλου να μη τον εχθρεύεστε για όσα άσχημα μου συμπεριφέρεται.

 Εσείς να κοιτάτε μόνον την πρόοδο σας στο σχολείο και τίποτε περισσότερο. Όταν θα μεγαλώσετε όμως, να θυμάστε ότι δεν πρέπει να  παθιάζεστε με τίποτε, γιατί βλέπετε που οδηγούν τον πατέρα σας τα πάθη, από την στιγμή που τα επέτρεψε να τον κυριεύσουν.

  Με τέτοια λόγια έδειχνε στα παιδιά της εκείνη η αμόρφωτη κατά τα άλλα γυναίκα, πως να μη μισήσουν τον πατέρα τους όταν αυτά θα θυμόταν αργότερα, το πόσα άσχημα πράγματα χωρίς να ντρέπεται έκανε αυτός στην μητέρα τους και μάλιστα, μπροστά στα παιδικά τους μάτια.

 Αυτή η ηρωίδα γυναίκα λοιπόν, εκτός του ότι είχε να φροντίσει τα πολλά μέλη της οικογένειας της, δούλευε και σε ένα καπνομάγαζο της εποχής και ήταν η μόνη που έφερνε εισόδημα στο σπίτι, αφού αυτός που από τον όρο <άντρας>, κράτησε για τον εαυτό του μόνον αυτό που τον εξομοίωνε με τον σκύλο, δεν εργαζόταν.

 Την περίμενε όμως στην γωνία του δρόμου όταν πληρωνόταν, όχι για να βοηθήσει την γυναίκα του επιστρέφοντας στο σπίτι, όπως θα έκανε κάθε λογικός άνθρωπος, αλλά για να της πάρει τα λίγα χρήματα που με τόσο κόπο έπαιρνε αυτή κάθε Σάββατο.

 Τριακόσιες δραχμές ήταν όλο κι όλο αυτά που έπαιρνε η γυναίκα μια φορά την εβδομάδα μετά από τόσο κόπο και αυτός ο άρρωστος της τα έπαιρνε δια της βίας. Μόλις τα έπαιρνε; Έτρεχε αμέσως στο καφενείο της γειτονιάς μας, όπου και γινόταν στουπί στο μεθύσι.

 Γύριζε μετά στο σπίτι του να κοιμηθεί και όταν ξυπνούσε πάλι, έδερνε την γυναίκα του που δεν του έδινε και τα υπόλοιπα λεφτά, αυτά που ήξερε ότι του τα κρύβει, προκειμένου να φροντίσει την οικογένειά της.

 Όταν δε του ερχόταν και η όρεξη, κυνηγούσε την γυναίκα του μέσα στο σπίτι και μη μπορώντας αυτή να του ξεφύγει, την βίαζε μπροστά σ’ όλη του την οικογένεια.

 Χωρίς την θέληση της λοιπόν έκανε εκείνα τα πολλά παιδιά και για να αποφύγει τα υπόλοιπα, πηδούσε από το παράθυρο προκειμένου να βγει έξω από το σπίτι. Και για να αποφύγει τον εξευτελισμό της, έτρεχε στον δρόμο ζητώντας βοήθεια από τους γείτονες.

  Κλείδωνε την πόρτα του σπιτιού τους αυτός για να μη του φύγει και όταν κατάφερνε η γυναίκα να το σκάσει από το παράθυρο, τότε την κυνηγούσε στον δρόμο και όπου την προλάβαινε την έριχνε κάτω και χωρίς ντροπή, μπροστά σε όλους τους περίοικους, επιχειρούσε να αποτελειώσει την αξιοπρέπεια εκείνης της ηρωίδας μάνας.

 Έβαζαν στοίχημα οι γύρω μαγαζάτορες όταν έβλεπαν εκείνον τον παθιασμένο άνθρωπο να κυνηγά την γυναίκα του, το σε ποια γωνιά θα την προλάβει ή όχι και γελούσαν με όσα συνέβαιναν, θεωρώντας αρκετά αστείο το επεισόδιο.

 Δεν άφηναν βέβαια να εξελιχθεί το πράγμα, γιατί ενδόμυχα και αυτοί ντρεπόταν μ’ όσα συνέβαιναν εκεί έξω, κι ας στοιχημάτιζαν επάνω τους γελώντας.

 Με όσα δεδομένα είχα εγώ τότε ως μαθητής γυμνασίου, στεναχωριόμουν και μάλωνα αυτούς που έβαζαν στοιχήματα ποντάροντας στον βασανισμό εκείνης της γυναίκας και ένα ήταν σίγουρο για μένα, ότι εγώ τουλάχιστον, δεν θα μπορούσα να ακολουθήσω στην ζωή μου ως παράδειγμα ζωής, όσα έβλεπα να γίνονται εις βάρος εκείνης της γυναίκας.

 Ωστόσο, έστω και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, έμαθε εκείνη η ηρωίδα γυναίκα στα παιδιά της το πως να πατούν στα πόδια τους κι αφού αυτά παραδειγματίστηκαν από την ασχήμια της συμπεριφοράς του πατέρα τους, όχι μόνον δεν τον έμοιασαν ζώντας την ζωή τους, αλλά κι όταν αργότερα μεγάλωσαν και έγιναν επιστήμονες, παντρεύτηκαν και έκαναν πολύ καλές και αξιόλογες οικογένειες.

 Τα επέτυχαν βέβαια όλα αυτά, στηριζόμενοι στις συμβουλές και στις πνευματικές παρακαταθήκες που τους άφησε εκείνη η ηρωίδα μάνα, που ήξερε όχι μόνον πως να μεγαλώσει τα παιδιά της κάτω από δύσκολες συνθήκες, αλλά και πώς να τα προετοιμάσει να αντιμετωπίσουν σωστά την ζωή που έμελλε να ζήσουν.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *