Οι γέροντες της αγοράς του Σοχού

   sochos_0001112Λίγο ή πολύ, σε όλα τα χωριά της ευρύτερης περιοχής, το ίδιο με τα προαναφερόμενα γινόταν τότε στα καφενεία τους. Στη γενέτειρα μας όμως τον Σοχό, διέφερε κάπως το πράγμα, γιατί εκεί είχε απομείνει λίγο από το άρωμα της αρχαίας αγοράς, όπου οι άνθρωποι είχαν την τάση και την διάθεση να συναντούν και να συμβουλεύονται τους γέροντες, αφού αυτοί είχαν πιο μελετημένη άποψη και πιο σοφή στάση, για πολλά θέματα.

   Για τους ίδιους λόγους λοιπόν, έψαχναν οι άνθρωποι και τους δικούς τους γέροντες στα καφενεία της αγοράς του Σοχού, είτε για να ακούσουν κάτι καλό από αυτούς, όταν έδιναν τις συμβουλές τους σε όποιον τους το ζητούσε, είτε για να εκθέσουν σ’ αυτούς και τους δικούς τους συλλογισμούς και αυτό πάλι, το έκαναν ελεύθερα και μάλιστα μπροστά σε όλους και για πολλά θέματα.

   Όπως ήταν και λογικό αυτό, αφού εξέθεταν αυτοί τους συλλογισμούς τους ελεύθερα στους γέροντες, περίμεναν μετά να ακούσουν και την απάντησή τους, την οποία με πολύ σεβασμό άκουγαν και πάντοτε σχεδόν, την αποδεχόταν.

   Ένας απ’ αυτούς τους γέροντες της αγοράς, ήταν και ο παππούς μου. Αυτός έχαιρε της εκτιμήσεως και του σεβασμού των συγχωριανών του, εξαιτίας των σοφών συμβουλών που τους έδινε. Η γιαγιά μου πάλι, ήταν το πρακτορείο Ρόιτερ της γειτονιάς τους, αφού αυτή είχε πάντοτε έγκυρες ειδήσεις από την αγορά, για όσα γίνονταν μέσα και έξω από το χωριό τους. Όταν όμως τις έλειπαν τα νέα, τότε παρότρυνε τον παππού να πάει καμιά βόλτα στην αγορά.

 – Άντε, μπρε Αναστάς. Πήγαινε καμιά βόλτα στην αγουρά, όλου ιδώ κάθισει.

   Καταλάβαινε εκείνος τον λόγο και βαριά βαριά όπως ήταν και το βήμα του, πήγαινε στην αγορά. Αν αργούσε να επιστρέψει από εκεί, έστελνε η γιαγιά μου κάποιο από τα παιδιά της γειτονιάς τους να τον φωνάξει, όχι γιατί τον χρειαζόταν, αλλά για να μάθει τα νέα του χωριού, όταν αυτός θα της τα έφερνε επιστρέφοντας από την αγορά.

  Όταν τύχαινε να βρίσκομαι εγώ στο σπίτι τους, έστελνε εμένα η γιαγιά να φωνάξω τον παππού από το καφενείο. Εξαιτίας αυτού λοιπόν, γνώρισα κι εγώ αυτά που προανέφερα.

   Μια φορά που και πάλι έκανα το ίδιο, με κράτησε ο παππούς μου όπως πάντα κοντά του και μέχρι να πιει αυτός το ούζο του παρέα με τους φίλους του, τσιμπολογούσα εγώ τα μεζεδάκια από τα πιάτα τους, αλλά και άκουγα αυτά που αναφερόταν.

   Εκεί που συζητούσαν αυτοί διάφορα θέματα στο τραπέζι τους, άκουσα κάποιον από το διπλανό τραπέζι να ζητάει την άποψη του παππού μου και απευθυνόμενος σ’ αυτόν του έλεγε.

 – Μπάρμπα Αναστάς. Δεν ξέρου τι λες ισύ γι’ αυτό, αλλά δεν είνει σουστό να έχουν οι άντροις πουλλά πουλλά, μι τις γυναίκοις. Πρέπ να κρατούν μια απόστας απ’ αυτές. Άμα μπουρδοικλώνουντει οι άντροις μι τις γυναίκοις, σταματούν να αντρίζουν κι αρχίζουν να γηναικίζουν. Κι όταν γηναικίζουν οι άντροις, τότι, ποιος θα αντρίζ;

   Δεν πολυκατάλαβα εκείνο το ερώτημα, γι’ αυτό και περίμενα να ακούσω την απάντηση μήπως και έτσι την κατανοήσω πλήρως. Στην γωνία του καφενείου όμως, καθόταν μια άλλη παρέα και έπινε και αυτή ούζο στο δικό τους τραπέζι. Όταν άκουσαν τον λόγο που έγινε, γύρισε κάποιος από αυτούς και κάτι πήγε να πει, ότι συμφωνεί με το ερώτημα και ότι το βρίσκει σωστό αυτό, αλλά τον έκοψε αυτός που έκανε την ερώτηση.

 – Ίσύ μπουρείς να λες ότι θέλεις. Τον μπάρμπα Αναστάς όμως ρώτησα.

 Αφού σκέφτηκε για λίγο ακόμη το ερώτημα ο παππούς μου, του είπε.

 – Για όλα τα πράγματα υπάρχει μέτρο. Αυτό που είπες είναι σωστό. Αρκεί όμως, να μη μειώνουμε έτσι τις γυναίκες. Είναι αλήθεια όμως, ότι ο άντρας πρέπει να μένει σε κάποια απόσταση από τα φουστάνια της γυναίκας του, αν βέβαια θέλει να ελέγχει αντρικά το μυαλό του.

   Ήταν και ένας νεαρός όμως στο καφενείο και αυτός έπινε το ούζο μόνος του. Καθόταν στο παραδιπλανό τραπέζι και από την συμπεριφορά του φάνηκε ότι καθόλου δεν του άρεσε εκείνος ο λόγος, γι’ αυτό και παρατώντας στην μέση το ούζο του, σηκώθηκε από την καρέκλα του.

   Έριξε στην συνέχεια πάνω στο τραπέζι του ένα χιλιάρικο, που ακόμα είχε την αξία μιας δραχμής και φανερά ενοχλημένος, είπε βγαίνοντας από το καφενείο προς την παρέα του παππού μου.

 – Γέρικα μυαλά.

    Από όσα άκουσα στην συνέχεια εκεί, για κείνο τον νεαρό έγινε ο λόγος, ο οποίος ήταν νιόπαντρος τότε και πολύ ερωτευμένος με την γυναίκα του. Το κακό βέβαια δεν ήταν εκεί, αλλά στο ότι έπαψε αυτός να υπάρχει σκεπτόμενος και αφού για τους δύο τους σκεφτόταν μόνον η γυναίκα του, προκαλούσε χωρίς να το αντιλαμβάνεται πολλά και άλυτα προβλήματα στον περίγυρό του.

   Προβληματίστηκα μ’ εκείνο το περιστατικό, γι’ αυτό και όταν φύγαμε από το καφενείο ρώτησα τον παππού μου να μου πει, γιατί αντέδρασε έτσι εκείνος ο νεαρός και γιατί δεν του άρεσε ο λόγος.

 – Εσύ μάζευε αυτά που ακούς μου είπε και όταν μεγαλώσεις, θα ξέρεις από το αποτέλεσμα, γιατί δεν του άρεσε αυτός ο λόγος. Αν δεν δεις το τέλος μιας αρχής, δεν θα ξέρεις αν αυτή ήταν σωστή, ή λάθος. Γι’ αυτό λοιπόν, μάζευε τώρα εσύ και περίμενε να δεις το τέλος από αυτά που βλέπεις και ακούς να κάνουν σήμερα οι άνθρωποι και τότε μόνον θα ξέρεις σίγουρα, γιατί δεν άρεσε στο νεαρό αυτός ο λόγος.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *