Οι νταλίκες από την Ιταλία

Ma  Μαζί με όλους αυτούς που έβλεπαν ότι εγώ δεν πήγα εκεί για να παίξω ως εργαζόμενος, αλλά να δείξω ότι μπορούσα να κάνω πολλά και χρήσιμα για όλους, ήταν και ο υπέργηρος εργοδότης μου, όπως και ο υπάλληλος του βέβαια.

 Επειδή όμως δεν με ήθελε δίπλα του ο δεύτερος, με αποπροσανατόλιζε συνεχώς, γι’ αυτό και ανέλαβαν με την προτροπή του μια πολύ μεγάλη δουλειά, η οποία όντως και ήταν πολύ έξω από τα νερά τους.

 Αυτήν την δουλειά, την ανέλαβαν προκειμένου να απασχολήσουν εμένα, αφού όπως το έβλεπε αυτό ο υπάλληλος, όποια δουλειά και αν μου ανέθετε να κάνω, την τελείωνα γρήγορα, γι’ αυτό και συνεχώς βρισκόμουν στο γραφείο και δίπλα του, προκειμένου να μάθω έστω και στα κλεφτά, αυτά που ο έχων λόγους υπάλληλος, δεν ήθελε να μου τα δείξει.

 Ήταν βέβαια πρωτοποριακή η νέα δουλειά που ανέλαβαν για την εποχή που αναφέρομαι και όταν μου την παρουσίασαν, είδα ότι ήταν μια δουλειά που αφορούσε την μεταφορά εμπορευμάτων με νταλίκες, οι οποίες και θα ερχόταν οδικώς από την Ιταλία.

 Αυτός ο τρόπος μεταφοράς εμπορευμάτων ήταν νέος ακόμη τότε για τα Ελληνικά δεδομένα και μόλις που είχε αρχίσει να μπαίνει στην αγορά μας, δεδομένου ότι ο κύριος όγκος των εμπορευμάτων, μεταφερόταν μέχρι τότε μόνον με το τρένο ή με το καράβι.

 Ο νέος τρόπος λοιπόν επέβαλε τις νταλίκες, οι οποίες και μπορούσαν να μετακινηθούν μόνον μέσου της τότε Γιουγκοσλαβίας, δεδομένου ότι ήταν η μόνη είσοδος και έξοδος μας από και προς την Ευρώπη.

 Ήταν έξω από τα νερά τους όμως αυτή η δουλειά, γιατί εκείνοι οι δύο ηλικιωμένοι συνεργάτες, ήταν ναυτιλιακοί πράκτορες και όχι γραφεία διεθνών μεταφορών.

 Τα γραφεία διεθνών μεταφορών αναλάμβαναν τέτοιου είδους μεταφορές τότε, αφού αυτά ήταν κατάλληλα εξοπλισμένα και επανδρωμένα, αλλά και διέθεταν την σχετική εμπειρία προκειμένου να τις διαχειριστούν.

  Χωρίς να έχουν καμιά υποδομή λοιπόν τα ηλικιωμένα αφεντικά μου, ανέλαβαν να κάνουν μια δουλειά που δεν ήξερε ούτε το υπέργηρο αφεντικό μας, αφού αυτός από εικοσιπενταετίας πια ήταν έξω από κάθε ενεργό δράση.

 Αλλά ούτε και ο ηλικιωμένος υπάλληλος του ήξερε να μου πει κάτι γι’ αυτήν, ο οποίος συν τοις άλλοις, ήταν απασχολημένος με τα καράβια του και έτσι δεν είχε καθόλου χρόνο στην διάθεση του, ώστε ν’ ασχοληθεί με το τι και το πώς να κάνω εγώ την δουλειά, που αυτός την ανάλαβε χωρίς να την γνωρίζει.

 Αφού λοιπόν κανείς τους δεν ήξερε να μου πει τίποτε για το πως θα διεκπεραίωνα την δουλειά που μου την ανέθεσαν τελικά, έπρεπε να τα κάνω, όπως και να τα μάθω όλα συγχρόνως και μόνος μου, έστω και αν αυτή ήταν η πρώτη επαφή που θα είχα με τον τελωνειακό χώρο του λιμένος.

 Αυτό δε που είχα να κάνω καθημερινά ως υπεύθυνος αυτής της δουλειάς, ήταν να παραλαμβάνω είκοσι νταλίκες την ημέρα φορτωμένες με διάφορα εμπορεύματα, από τις οποίες, τις δέκα εκφόρτωνα εδώ και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης αυθημερόν και τις άλλες δέκα τις έστελνα φορτωμένες στην Αθήνα.

 Είκοσι αυτοκίνητα καθημερινά σήμαινε, ότι είχα να αντιμετωπίσω είκοσι ιδιαιτερότητες και η κάθε μία από αυτές ήθελε ειδική μεταχείριση τόσο από τους τελωνειακούς, όσο και από τους λιμενικούς, αλλά και από τους λιμενεργάτες των αποθηκών που συμμετείχαν.

  Αυτοί δε, τίποτε δεν έκαναν αν δεν έπεφτε πρώτα το ‘’μούχτι’’ όπως το ονόμαζαν, πράγμα που εγώ δεν τους το έδινα αφού δεν ήξερα την ύπαρξη του, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να κάνω την δουλειά μου εύκολα.

 Όταν πάλι έμαθα την αξία του και ζητούσα από το γραφείο να μου το αναγνωρίσουν, ο υπάλληλος δεν μου το δικαιολογούσε, με αποτέλεσμα να τρέχω συνεχώς και να μη φτάνω, αφού κανείς από τους παράγοντες δεν ήθελε να με συμπαρασταθεί δωρεάν στις ανάγκες μου.

 Αφού μου έβγαζαν το λάδι, περιμένοντας να τελειώσουν πρώτα με τις δουλειές των όσων τους κατέβαλαν το μούχτι, βαρυγκωμώντας μετά, ερχόταν να εξυπηρετήσουν κι μένα.

  Οι υπογραφές δε που έπρεπε να ζητήσω, προκειμένου να μπουν αυτές στα έγγραφα που συνόδευαν τις νταλίκες, ήταν εικοσιδύο τον αριθμό για κάθε νταλίκα χωριστά και ήταν όλες με την σειρά, η μία πίσω από την άλλη και αυτές πάλι έμπαιναν σε διαφορετικούς χρόνους και χώρους και για διαφορετικούς λόγους.

 Όλα αυτά γινόταν μέσα σε ένα χώρο έκτασης τριών χιλιομέτρων, σε είκοσι πέντε αποθήκες και για την κάθε φάση που περνούσε το αυτοκίνητο και για το κάθε πρόβλημα που αυτό έβγαζε, εγώ έπρεπε να είμαι παρών για να δώσω λύση.

 Αν έλειπα για κάποιο λόγο την δεδομένη στιγμή, έχανα την σειρά μου που με τόσα παρακάλια και υπομονή κατάφερνα να έχω και έτσι πάλι από την αρχή εκλιπαρούσα, την χωρίς το καθιερωμένο μούχτι εξυπηρέτηση μου.

 Έβλεπαν όμως οι άνθρωποι που έκαναν και αυτοί παρόμοιες δουλειές με μένα στο λιμάνι, να τρέχω φιλότιμα και με υπομονή να ανταπεξέλθω των υποχρεώσεών μου, γι’ αυτό και με παραχωρούσαν και την σειρά τους ακόμη όταν χρειαζόταν, ή με βοηθούσαν με τα έγραφα που διαχειριζόμουν ώστε να τελειώσω γρηγορότερα απ’ όπου και αν έμπλεκα από άγνοια.

 Έχοντας ανάγκη τις συμβουλές τους, όπως και την βοήθεια τους, κανέναν απ’ αυτούς δεν άφηνα ήσυχο, γι’ αυτό και έκανα πολλούς φίλους μέσα σε αυτό το άγνωστο όσο και δύσκολο για όλους περιβάλλον.

 Με τις υποδείξεις τους όμως, κατάφερα σε μια εβδομάδα να γίνω ξεφτέρι και έγινα τέτοιο ξεφτέρι μάλιστα, που μετά εμένα ρωτούσαν όλοι για το τι έπρεπε να κάνουν σε παρόμοιες περιπτώσεις που εγώ καθημερινά και πολλαπλώς διευθετούσα, αφού κανένας άλλος δεν είχε τόσο μεγάλο πεδίο δράσης και μάλιστα με τόσες ιδιαιτερότητες ανά περίπτωση, ώστε να ξέρει να τους δώσει έγκυρες λύσεις.

  Μαζί μ’ όλα αυτά και όταν πια τελείωνα από τις εργασίες μου στο λιμάνι, πήγαινα στο γραφείο και εκεί διευθετούσα τις δουλειές που αυτό με υποχρέωνε να έχω, αλλά και για κανένα λόγο δεν ήθελα να αποχωριστώ.

 Και όχι μόνον αυτό έκανα, αλλά ζητούσα από τον γηραιό υπάλληλο να μου δώσει και κάποια δουλειά από τις δικές του να διευθετήσω, αλλά δυστυχώς για μένα, αυτός δεν μου επέτρεπε να κάνω τίποτε.

 Τα λίγα Αγγλικά του σχολείου και η τρίμηνη εξάσκηση μου στον στρατό με τους Αμερικάνους, μπορεί να μην ήταν αρκετά ώστε να λέω πως ήξερα την γλώσσα, εκεί όμως μου φάνηκαν πολύ χρήσιμα, αφού έκανα και τον διερμηνέα με επιτυχία.

 Εκπαιδευόμουν καθημερινά και στο πως να μεταφέρω απόψεις από τον ένα στον άλλον στα Αγγλικά και αυτό το έκανα για κάθε διαφορά ή πρόβλημα που προέκυπτε ανάμεσα στους ναυτικούς, στους οδηγούς, στο γραφείο με τον υπάλληλο που καμιά γλώσσα δεν ήξερε, αλλά και ανάμεσα στις διάφορες υπηρεσίες που ζητούσαν εξηγήσεις για τα θέματα που αφορούσαν τους εμπλεκόμενους στις μεταξύ τους διαφορές.

  Οι οδηγοί δε, ήταν από μια Γιουγκοσλάβικη εταιρεία και μιλούσαν μόνον την γλώσσα τους και λίγα Ιταλικά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το να μάθω και αρκετά από την Ιταλική γλώσσα και έτσι όταν είχαν προβλήματα με τον εργοδότη τους αυτοί, από το τηλέφωνο εγώ, τους τα τακτοποιούσα.

 Χόρταινα από δράση κι από ενδιαφέροντα λοιπόν κι αφού έβλεπα ότι είχα πολλά περιθώρια αντοχής ακόμη, ζητούσα να κάνω περισσότερα από όσα ήδη τους έκανα.

 Αν όμως μου επέτρεπαν όλα αυτά να τα κάνω, όπως από πείρας πια ήξερα το πώς έπρεπε να γίνονται, τότε όλα αυτά θα απασχολούσαν το ένα τρίτο όχι μόνον του δυναμικού μου, αλλά και του χρόνου που διέθετα κι αυτό θα εξασφάλιζε καλύτερα γι’ αυτούς αποτελέσματα.

  Όπως γίνεται πάντα όμως, όσοι κρατούν στα χέρια τους μια θέση και για κάποιο λόγο δεν θέλουν να την χάσουν όπως έκανε και ο ηλικιωμένος υπάλληλος, τότε δεν δέχονται άλλη εκδοχή αποτελέσματος στις ενέργειες τους, από αυτήν που μόνον οι ίδιοι ξέρουν. Και δεν την δέχονται τότε μάλιστα, όταν αυτή προέρχεται από αυτόν που θα μπορούσε να είναι και ο επίδοξος διεκδικητής της θέσης τους.

  Εν τω μεταξύ και στο ίδιο χρονικό διάστημα που εδώ αναφέρομαι, με πλησίασε και πάλι εκείνος ο φίλος μου, αυτός που προ αρκετού καιρού με παρουσίασε στους προϊσταμένους του, προκειμένου να με κάνουν όπως τους το πρότεινε συνεργάτη τους, οι οποίοι και δε με δέχτηκαν τότε.

 Εργαζόταν κι αυτός για τα συμφέροντα της εταιρείας που τον διέθετε στο λιμάνι και έκανε την ίδια δουλειά με μένα, μόνο που αυτό που έκανε αυτός εκεί, ήταν σε μικρογραφία σε σχέση με την δική μου δουλειά.

 Με την συμμετοχή δηλαδή τριών εκ των συναδέλφων του, δεχόταν μόνον μια νταλίκα την εβδομάδα, για τους ίδιους λόγους που εγώ δεχόμουν είκοσι την ημέρα, γι’ αυτό και πελάγωνε όταν με έβλεπε να κρατώ μια αγκαλιά χαρτιά και να τρέχω πάνω κάτω τις σκάλες του τελωνίου για τις απαραίτητες υπογραφές κι αυτό όπως ήταν επόμενο, τον έκανε μου λέει.

  – Πότε ρε συ θα τελειώσεις με όλες αυτές τις νταλίκες;

 Προφανώς το έκανε θέμα αυτό που έβλεπε στην εταιρεία που εργαζόταν, γι’ αυτό και κατέβηκε στο λιμάνι εκείνη την ημέρα μαζί με τον προϊστάμενο του, προκειμένου να μου κάνουν πρόταση μεταπήδησης από το ναυτιλιακό γραφείο που εργαζόμουν στην δική τους εταιρία, ως βοηθός του φίλου μου.

 Μου πρότεινε δηλαδή να προσφέρω γι’ αυτούς στο εξής τις υπηρεσίες μου και ως αντάλλαγμα για την προσφορά μου στην θέση του βοηθού, να παίρνω τρία χιλιάρικα τον μήνα και ένσημα από την πρώτη ώρα της ένταξης μου στην ομάδα του προσωπικού που διέθετε η εταιρεία τους.

 Άκουσα με προσοχή την πρόταση τους και όντως, αυτή ήταν οικονομικά πολύ καλύτερη από αυτήν που ήδη είχα από το ναυτιλιακό γραφείο, αφού από εκεί έπαιρνα μόνον δύο χιλιάρικα, αλλά και χωρίς ένσημα.

 Κι όσον αφορά την ενασχόληση μου στο λιμάνι, μια φορά την εβδομάδα ως βοηθός του φίλου μου;  Αυτό πια, ήταν τίποτε για μένα.

  Όντως και δεν ήταν τίποτε αυτή μπροστά στον φόρτο των δικών μου δραστηριοτήτων κι όμως, δεν δέχτηκα την προσφορά τους. Και δεν την δέχτηκα, γιατί με κακοφάνηκε τότε που για έναν βλακώδη λόγο που με παρουσίασαν ως αιτία, με απέρριψαν και δεν με έκαναν συνεργάτη τους.

 Αλλά και γι’ αυτή την ελάχιστη ενασχόληση που θα είχα κοντά τους, τους το αρνήθηκα, αφού εγώ ήμουν πολύ ευχαριστημένος με όσα έκανα στο ναυτιλιακό γραφείο, δεδομένου ότι αυτά ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο εργαζόμουν για το γραφείο τους.

 Η οικονομική διαφορά που προέκυπτε βέβαια, ήταν όντως υπολογίσιμη, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν με απασχολούσε και τόσο, αφού όπως είπα και στα παραπάνω δεν απέβλεπα σε μια συμβατική οικονομική λύση.

 Ζητούσα και ήθελα για μένα κάτι πιο σύνθετο ως εργαζόμενος. Ήθελα δηλαδή μια δουλειά με πολλές δραστηριότητες αφού μπορούσα να ανταποκριθώ και με τα ανάλογα έσοδα βεβαίως, όπως θα μπορούσα για παράδειγμα να έχω και την δουλειά του γραφείο που ήδη εργαζόμουν.

 Αυτό όμως, μέρα με την μέρα διαπίστωνα, ότι ήταν όνειρο θερινής νυκτός και ότι άδικα έτρεχα να αποδείξω σ’ όλους αυτούς που μπορούσαν να επηρεάσουν καταστάσεις και πράγματα, ότι βεβαίως και μπορούσα να ανταπεξέλθω των υποχρεώσεων εκείνου του ναυτιλιακού γραφείου, όπως και αν αυτές μου παρουσιαζόταν και ας ήμουν μόνον εικοσιδύο ετών.

 Η αλήθεια είναι, ότι αυτούς τους έπεισα, δεδομένου ότι προσπαθούσαν να με συγκρατήσουν στην θέση μου. Αυτοί πάλι δεν ήταν άλλοι, από τους υπευθύνους των εφοπλιστικών γραφείων που συνεργαζόταν μαζί μου, γι’ αυτό άλλωστε και μου έλεγαν να κάνω υπομονή και ότι θα βοηθήσουν και αυτοί ώστε να ρυθμιστεί το θέμα που με απασχολούσε.

 Δεν ήταν και λίγες οι φορές, που τους άκουγα να λένε κι από τηλεφώνου, τόσο στο υπέργηρο αφεντικό μου, όσο και στον γηραιό υπάλληλο του, τα σχετικά με το δικό μου θέμα.

 – Προσέξτε τον νεαρό, γιατί θα μας φύγει και θα τον ψάχνουμε.

 Άκουγαν τις παρεμβάσεις τους αυτοί και το μόνο που έκαναν γι’ αυτό το θέμα, ήταν το να τους λένε ναι, ναι συνεχώς, αλλά πέραν αυτού τίποτε άλλο. Αφού δεν είχα άμεσο αποτέλεσμα λοιπόν, έκανα υπομονή όπως μου το ζητούσαν, ελπίζοντας βέβαια ότι κάτι καλό θα μου γίνει στο τέλος.

 Όταν τελείωσε ο πρώτος μήνας όμως και πληρώθηκα, αυτά τα δύο χιλιάρικα τα έδωσα στον πατέρα μου που τα κρατούσε στον λογαριασμό μου, γιατί όπως και το είπα, ήμουν και συνεταίρος στο μαγαζί του και όφειλα να τον στηρίζω.

 Έκανα όμως ένα κουστούμι μ’ αυτά τα χρήματα, γιατί είχα μεν πρόχειρα ρούχα, αλλά δεν είχα να φορέσω κάτι καλό για τις πιο επίσημες εμφανίσεις μου.

  Άλλαξε και το σώμα μου βλέπετε αφότου απολύθηκα από τον στρατό και έτσι, δεν με χωρούσαν τα ρούχα που είχα πριν την στράτευση μου. Πήγα λοιπόν σε κάποιον γνωστό μου ράφτη να μου πάρει τα μέτρα και όταν αυτός μου το ετοίμασε, μου ζήτησε ένα χιλιάρικο για τα ραφτικά του και αυτό έκανε έξαλλο τον πατέρα μου.

  – Εύκολα τα βγάζετε, εύκολα τα ξοδεύετε. Ήταν ανάγκη να δώσεις μόνον για ραφτικά ένα χιλιάρικο, την στιγμή που τα μαγαζιά πουλούν τα κουστούμια αίτημα μόνον με τριακόσιες δραχμές;

 – Δεν πειράζει του είπα. Αφού έχουμε πληρώνουμε. Αν δεν είχα; Θα μπορούσα να το πληρώσω; Άλλωστε, εκεί που εργάζομαι, άρχισα να βγαίνω έξω με παράγοντες τα βράδια και δεν είναι σωστό να βγαίνω μαζί τους σαν φτωχός συγγενής.

 Ήταν αλήθεια αυτό, γιατί όταν ερχόταν αυτοί, δεν μπορούσαν να βγουν έξω, ούτε με το υπέργηρο αφεντικό μου, αλλά ούτε και με τον γηραλέο υπάλληλο.

 Οι πλοίαρχοι, οι συνεργάτες και οι πελάτες, ζητούσαν να βγαίνω μαζί τους έξω, αφενός μεν γιατί δεν ήξεραν και κανέναν άλλον στην πόλη μας, αφετέρου δε, γιατί κουβέντιαζαν μαζί μου πολλά από τα επαγγελματικά τους θέματα.

 Συμμετέχοντας λοιπόν στα δικά τους επαγγελματικά ενδιαφέροντα, όπως ήταν επόμενο, εκτός από γνωριμίες, αποκτούσα και πείρα διερμηνέα. Ήμουν δε μέσα σ’ όλες τις δουλειές που αυτοί είχαν στα σκαριά και αυτό μου έδινε το δικαίωμα να ελπίζω, ότι σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα θα αποκαθιστούσα τον εαυτό μου επαγγελματικά και μάλιστα καλύτερα από ότι το υπολόγιζα.

  Όποιος λοιπόν ερχόταν στο γραφείο μας να βρει λύση στο πρόβλημά του, εγώ ήμουν εκεί πρόθυμος να του την δώσω, αν και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ερχόταν και τα προβλήματα τους ήταν πολλά και διάφορα.

 Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, το να παρασύρομαι κι εγώ από αυτές τις δραστηριότητες, γι’ αυτό και συνεχώς σκεπτόμουν το πως θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ τις γνώσεις μου, τις δυνατότητες μου, τις γνωριμίες που έκανα και την εμπιστοσύνη που τους ενέπνεα, ώστε να μην υπάρχω ανάμεσά τους μόνον φιλανθρωπικά, αλλά και επαγγελματικά.

  Πάλευα όμως και με το κρυφό μέρος της συνείδησης μου, το οποίο  προσπαθούσε να μου θυμίσει, ότι το ζητούμενο αυτής της ζωής δεν είναι τα χρήματα και ότι σίγουρα δεν είναι αυτά το στήριγμά μας.

  Αντιδρούσα βέβαια εγώ σ’ αυτόν τον λόγο που γινόταν μέσα μου, γι’ αυτό και του απαντούσα.

 – Αν δεν κάνω προσπάθεια να αποκτήσω εγώ που μπορώ και έχω την δυνατότητα, τότε ποιος θα το κάνει;

 – Ναι αλλά μου ανταπαντούσε. Μη ξεχνάς, ότι έτσι θα στηρίζεσαι σ’ αυτά που θα αποκτήσεις και στις δυνατότητες που έχεις. Δυστυχώς όμως, αυτά και τα δύο είναι σάπια σανίδια και θα σε προδώσουν τότε που εσύ όντως θα τα χρειάζεσαι.

 Όταν βέβαια θα διαπιστώσεις την αδυναμία τους, τότε θα μετανιώσεις για τους λόγους που στηρίχθηκες σ’ αυτά και Ο πράγματι πανταχού παρών, δεν θα είναι εκεί να σε γλυτώσει και αυτό γιατί, θα Τον έχεις απορρίψει πρώτος εσύ. Και τότε; Θα ντρέπεσαι να του ζητήσεις βοήθεια. Και αβοήθητος; Θα κινδυνεύεις πάντα να χαθείς.

  Με αποστόμωνε λοιπόν με όλα αυτά κι ενώ εγώ στεκόμουν περίλυπος, νομίζοντας ότι αν δεν επιδίωκα να αποκαταστήσω με τις δυνατότητες μου τον εαυτό μου, θα ήταν σαν να τον καταργούσα. Με στήριζε όμως ο λόγος και όντως επέμενε να λέει.

 – Αν Ο πανταχού παρών ήθελε να αποκτήσεις χρήματα, θα μπορούσε να το κάνει ανά πάσα στιγμή. Επειδή όμως αυτό δεν είναι το ζητούμενο στην ζωή σου και επειδή σε αγαπά και το ξέρεις αυτό, θα σε εμποδίζει όταν εσύ θα προσπαθείς να το πετύχεις.

  Με στεναχωρούσε το γεγονός, ότι μπορούσα μεν να είμαι πολύ χρήσιμος για όλους, αλλά λόγω των εμποδίων που μου έβαζε η φωνή της συνείδησης μου, δεν μπορούσα να είμαι οικονομικά, τόσο χρήσιμος και για μένα.

 Επειδή όμως δεν μπορούσα να αρνηθώ το ότι είχα πράγματι και πάντοτε την προστασία Του και μάλιστα πολύ πριν την χρειαστώ, παράβλεπα το γεγονός, όσο και αν αυτό με στεναχωρούσε.

 Άλλωστε, δεν έχανα και πολλά πράγματα, αφού ούτως η άλλως, ζούσα κοντά Του τόσα πολλά, που πολλοί θα ήθελαν να τα ζήσουν, αλλά δεν το μπορούσαν, με όσα χρήματα και αν διέθεταν γι’ αυτό τον σκοπό.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *