Όποιος σκάβει τον λάκκο του άλλου…;

hqdefaultΔεν ήταν και λίγα αυτά που τράβηξα όλη εκείνη την Πασχαλιάτικη μέρα δίπλα στην ξανθιά κοπέλα, όσο και αν μου φαινόταν ευχάριστα τότε αυτά, όσο και αν ζήλευαν την θέση μου οι άλλοι στρατιώτες, επιθυμώντας να ήταν αυτοί δίπλα της αντί για μένα.
Ωστόσο, ήταν μια περιστασιακή συμπεριφορά και κανένα κατάλοιπο δεν μου άφησε, γιατί στρατιώτης ήμουν τότε και είκοσι χρονών όπως το ανέφερα και το μόνο που μ’ απασχολούσε, ήταν το πως θα απολυόμουν από τον στρατό στην ώρα μου και χωρίς ανεπιθύμητες συνέπειες για μένα.
Όταν λοιπόν τελείωσε πια η Πασχαλινή μας γιορτή και βρέθηκα μόνος στον θάλαμο μου και χωρίς την παρουσία της ξανθιάς κοπέλας, ξάπλωσα στο στρατιωτικό μου κρεβάτι και περίμενα παράλυτος σχεδόν από την μέθη και την κόπωση, να με πάρει ο ύπνος.
Ήταν υπερβολικά μεγάλη η ποσότητα του κρασιού που κατανάλωσα μαζί της όλη εκείνη την ημέρα, το οποίο μπορεί να μη με μέθυσε τις ώρες που το έπινα αφού δεν το μπορούσε, με παρέλυσε όμως ολόκληρο λίγο αργότερα και αυτό δεν μπορούσα να το κρύψω.
Τα βλέφαρα των ματιών μου ήταν τα πρώτα που δέχτηκαν την επίδραση του αλκοόλ, γι’ αυτό και δεν χρειαζόταν να καλέσω τον ύπνο, ερχόταν από μόνος του.
Η τελευταία σκέψη που ενόχλησε το νυσταγμένο μου μυαλό μου, ήταν αυτή που μου θύμιζε ότι την επομένη το πρωί και στις πέντε, έπρεπε νηφάλιος πια να εκτελέσω τα καθήκοντα μου, παραλαμβάνοντας τους αξιωματικούς μας από το Κιλκίς.
Είχα δηλαδή δώδεκα ώρες χρόνο στην διάθεση μου μέχρι να έρθει το επόμενο πρωί και αυτός ήταν τόσος που μπορούσε να με ξεκουράσει όπως το υπολόγιζα, γι’ αυτό και αφέθηκα πια ελεύθερος στην γλυκιά αγκαλιά του ύπνου, επιτρέποντας τον να με ταξιδέψει όπου αυτός ήθελε.
Ο λοχαγός μας όμως, αυτός που όπως είπα ήταν αξιωματικός υπηρεσίας εκείνη την μέρα, είχε άλλα και μοχθηρά σχέδια στο μυαλό του για μένα όπως αποδείχτηκε. Αυτά βέβαια μονίμως τα επεξεργαζόταν, επιζητώντας την παραδειγματική μου τιμωρία, έστω και αν εγώ δεν του έδινα καμιά μα καμιά αφορμή.
Επιθυμώντας λοιπόν να ικανοποιήσει κάποτε την επιθυμία του, περίμενε διακαώς την ημέρα και την ώρα που θα του έδινα εγώ την ευκαιρία να με δει τιμωρημένο, γι’ αυτό και δεν ξέχασε τον μόνιμο στόχο του, ούτε εκείνη την Πασχαλιάτικη μέρα.
Παρακολουθούσε λεπτό προς λεπτό, όλες τις δικές μου μεθυσμένες νεανικές κινήσεις δίπλα από την ξανθιά κοπέλα, λες και ήμουν ο μοναδικός σκοπός της ζωής του. Και κάθε φορά που τυχαία έπεφταν τα δικά μου μάτια επάνω του, τον έβλεπα να μου κουνά απειλητικά το κεφάλι του.
Δεν έδινα και πολύ σημασία σ’ αυτό που έκανε, για τον λόγο ότι ήξερα την αρρώστια του, όπως και τις εμμονές που είχε εναντίον μου, αλλά και την διαταγή του διοικητού μας είχα πλάι μου να με στηρίζει.
Την διαταγή δηλαδή που υποχρεώθηκε παρουσία του στρατηγού και όλων των συμμετεχόντων στην γιορτή να ακούσει ως αξιωματικός υπηρεσίας, βάση της οποίας έπρεπε να δεχθεί όλες τις δικές μου μεθυσμένες νεανικές ενέργειες, ως άνωθεν διατεταγμένες, προκειμένου να κάνω ανενόχλητος εγώ ότι και όσα είχα ζητήσει από τον διοικητή μας.
Αυτός όμως, δεν μπορούσε να γλυτώσει από τις δικές του εμμονές, γι’ αυτό και έγινε χωρείς να το υπολογίζει θύμα τους και μετά από λίγο βασανιστής δικός μου. Ακολουθώντας μετά τις εμμονές του, ούτε μισή ώρα δεν με άφησε να κοιμηθώ αφότου ξάπλωσα στο κρεβάτι μου.
Φορτωμένος λοιπόν από μπόλικο παραλογισμό και λόγους που μόνος του επέτρεψε στον εαυτό του να τον κυριεύσουν, αποφάσισε τελικά να με τιμωρήσει. Και επειδή δεν μπορούσε να το κάνει αυτό μόνος του, θέλησε να δώσει στον διοικητή μας την δυνατότητα να το κάνει, παρουσιάζοντας τον έτοιμο το κατηγορητήριο που όλη εκείνη την ημέρα μαγείρευε μόνος του μέσα στο άρρωστο μυαλό του.
Και για να του δώσει ικανά αποδεικτικά στοιχεία για την δική μου απρεπή στρατιωτική συμπεριφορά, κάλεσε συγκέντρωση μοίρας το απόγευμα της ίδιας ημέρας, υπολογίζοντας βέβαια, ότι δεν θα μπορούσα να ανταποκριθώ στα καθήκοντα μου, εφόσον ήξερε αλλά και έβλεπε ότι ήμουν βαριά μεθυσμένος.
Για να κάνει όμως με γρήγορο τρόπο την συγκέντρωση που επιχειρούσε, χτύπησε συναγερμό με την σειρήνα κατά τις πέντε και μισή, έτσι όπως κάναμε δηλαδή, στις διατεταγμένες μας ασκήσεις.
Το βουητό εκείνης της σειρήνας ήταν τόσο εκκωφαντικό, που σήκωνε και πεθαμένους, όχι μόνον μεθυσμένους όπως ήμουν εγώ. Στο άκουσμα της λοιπόν, σηκώθηκαν όλοι οι στρατιώτες από τα κρεβάτια τους και όπως ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν, έβγαιναν τρέχοντας εκτός των θαλάμων τους, έχοντας στους ώμους τους την πλήρη τους στρατιωτική εξάρτιση, έτοιμοι να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, έστω και αν δεν ήξεραν τον λόγο που χτυπούσε Πασχαλιάτικα ο συναγερμός.
Δεν μπορώ να πω ότι έκανα κι εγώ το ίδιο στο άκουσμα εκείνης της σειρήνας, αφού όπως είπα, είχα παραδοθεί ολοσχερώς στα συμπτώματα της μέθης και αυτά, δεν μου επέτρεπαν να κάνω πολλά πράγματα.
Σηκώθηκα ωστόσο από το κρεβάτι μου και όπως όπως στάθηκα για λίγο όρθιος. Δεν μπορούσα να ισορροπήσω όπως το διαπίστωνα, γι’ αυτό και πιάστηκα από το κρεβάτι που ήταν πάνω από το δικό μου, προκειμένου να μη σωριαστώ στο τσιμεντένιο δάπεδο του θαλάμου μας.
Μετά από τόσο κρασί που ήπια εκείνη την ημέρα, είχα και πολύ μεγάλη ζαλάδα στο μυαλό μου όπως καταλαβαίνετε, γι’ αυτό και προσπαθούσα να θυμηθώ, τι μέρα ήταν, όπως και ποιες ήταν οι δικές μου υποχρεώσεις όταν χτυπούσε η σειρήνα και σύμφωνα μ’ αυτές, πού έπρεπε να πάω, αλλά και τι έπρεπε να κάνω εκεί που θα πήγαινα.
Έβλεπα τους άλλους να βγαίνουν τρέχοντας έξω από τον θάλαμο με τα όπλα και τις εξαρτήσεις τους κομπλέ και απορούσα μαζί τους, για το πώς ήξεραν αυτοί τι έπρεπε να κάνουν, ενώ εγώ ακόμη ψαχνόμουν.
Αν και με πολύ δυσκολία ομολογώ, μπόρεσα επιτέλους να κουνήσω κάπως το στόμα μου, αφού και αυτό ήταν μουδιασμένο και έτσι μουδιασμένα ρωτούσα κάποιον που ήταν ακόμη στον θάλαμο, να μου δώσει εξηγήσεις σ’ αυτό που σκεφτόμουν.
– Τι συμβαίνει ρε παιδιά;
– Ντύσου γρήγορα μου είπε αυτός. Βάρεσε συναγερμός. Δεν τον άκουσες; Δεν ξέρουμε τι έγινε και γιατί τον χτύπησαν Πασχαλιάτικα, αλλά μας είπαν να πάμε γρήγορα και με πλήρη εξάρτηση στην αναφορά της μοίρας.
Ενώ αυτός μου έλεγε αυτά που άκουσε, εγώ σκεπτόμουν την τιμωρία που θα δεχόμουν από τον λοχαγό μας, διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθώ κι εγώ στο κάλεσμα του.
Στηριζόμενος λοιπόν από το διπλό κρεβάτι μου, έμενα όρθιος εκεί, αλλά από φόβο μη πέσω, βήμα δεν έκανα. Δικαιολογούσα ωστόσο και την τιμωρία που θα δεχόμουν από τον λοχαγό την επομένη, αφού έβλεπα κι εγώ την αδυναμία μου να εκτελέσω τα καθήκοντα μου.
Αυτά σκεπτόμενος, έλεγα στον εαυτό μου. Ας με κάνουν ό,τι θέλουν. Έτσι όπως τα κατάφερα ας με τιμωρήσουν. Θα έχουν δίκαιο πάντως, ότι και αν αποφασίσουν εναντίων μου.
Όταν ήμουν νηφάλιος, στηριζόμουν στην διαταγή του διοικητού μας, γι’ αυτό και δεν ανησυχούσα για τίποτε. Έτσι όπως ήμουν όμως εκείνη την ώρα, κατηγορούσα τον εαυτό μου για την αδυναμία μου να ανταποκριθώ, αλλά και την τιμωρία που υπολόγιζα ότι έπρεπε να έχω δικαιολογούσα.
Παρόλα αυτά, δεν έμενα και εντελώς άπραγος. Έκανα πολλές προσπάθειες να ντυθώ αν και δεν τα κατάφερνα, αφού δεν με υπάκουε το σώμα μου.
Ενώ λοιπόν έφυγαν όλοι από τον θάλαμο, εγώ ήμουν ακόμη εκεί και έψαχνα να θυμηθώ τι έπρεπε να κάνω όταν θα τελείωνα με το ντύσιμο μου και επειδή αυτό μου φαινόταν πολύ δύσκολο, έδινα κουράγιο στον εαυτό μου.
– Ας μη κάνω έτσι. Ώσπου να ντυθώ, θα καταφέρω να θυμηθώ αυτό που κάνω όταν χτυπάει ο συναγερμός.
Προσπαθούσα να συμμαζέψω το μυαλό μου και τα πράγματά μου όπως καταλαβαίνετε και απορούσα για τον λόγο που δέχτηκα τόσο αργά την επήρεια της μέθης, αφού από το πρωί έπινα εκείνη την ημέρα.
Όταν επιτέλους κατάφερα μετά από πολύ προσπάθεια να θυμηθώ τι μέρα ήταν, όπως και τι έκανα όλη εκείνη την ημέρα, ήρθε ένας στρατιώτης στον θάλαμο και μου έλεγε.
– Κάνε γρήγορα ρε. Μαζευτήκαμε όλοι στην αναφορά της μοίρας και σε περιμένουμε. Τι κάνεις τόση ώρα;
Δεν όριζα τίποτε. Ούτε το μυαλό μου, ούτε το σώμα μου και φυσικά, στην κατάσταση που ήμουν ούτε και τον χρόνο ήταν δυνατόν να προσδιορίσω σωστά, γι’ αυτό και του έλεγα.
– Πήγαινε εσύ κι εγώ έρχομαι σε λίγο πίσω σου.
Δεν θυμάμαι πόσους στρατιώτες έστειλε ο λοχαγός μας προκειμένου να με καλέσουν στην αναφορά. Εκείνο όμως που θυμάμαι, είναι ότι σ’ όλους αυτούς έλεγα ότι έρχομαι, αλλά αργούσα να βγω από τον θάλαμο.
Θυμωμένος αυτός εξαιτίας της δικής μου αργοπορίας, έστελνε συνεχώς και άλλον στρατιώτη να με φωνάξει.
– Άντε ρε, μου έλεγαν. Τι κάνεις ; Εσένα περιμένουμε. Τελείωνε πια.
Αφού ήμουν μεθυσμένος όμως, μεθυσμένα απαντούσα σε όποιον ερχόταν να με βρει.
– Πάτε ρε σεις όπου είναι να πάτε και μετά θα έρθω κι εγώ να σας βρω. Αλλιώς; Περιμένετε και θα έρθω.
Όσο άκουγε ο λοχαγός μας τις μεθυσμένες μου απαντήσεις, άλλο τόσο θύμωνε μαζί μου και άλλο τόσο ταλαιπωρούσε στην αναφορά της μοίρας τους πεντακόσιους συγκεντρωμένους στρατιώτες.
Αφού κατάφερα επιτέλους να συμμαζέψω κάπως τον εαυτό μου και είδα ότι ούτε τα κορδόνια από τα άρβυλα μου μπορούσα να δέσω, τα άφησα λιτά. Ούτε και τις εξαρτήσεις μου όμως μπορούσα να φορέσω όπως έπρεπε, γι’ αυτό και τις φορτώθηκα στους ώμους μου, στην προσπάθεια μου να μην αργήσω περισσότερο.
Έριξα μετά πρόχειρα το κράνος στο κεφάλι μου και έτσι όπως ήμουν, πήρα το όπλο μου στα χέρια και βγήκα από τον θάλαμο κατευθυνόμενος προς την μεγάλη αλάνα, εκεί δηλαδή που ήταν όλοι τους συγκεντρωμένοι.
Από το σημείο που βρισκόμουν, μέχρι και το σημείο της συγκέντρωσης, ήταν μια απόσταση γύρω στα εκατό μέτρα. Για να πάω έως εκεί όμως, δεν ξέρω πόση ώρα έκανα, γιατί κάθε λίγο σταματούσα να πάρω ανάσα και νέα πορεία.
Λοξοδρομούσα συνεχώς, αφού αδυνατούσα να ισορροπήσω και από την πολύ εξάντληση, ούτε το όπλο μου μπορούσα να σηκώσω. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που το έσερνα, τραβώντας το από τον αορτήρα του.
Πήγαινα κοντά τους διαλυμένος λοιπόν και ενώ πήγαινα, σκεπτόμουν την ‘’χαρά’’ που θα είχε ο λοχαγός μας για όσα έβλεπε να κάνω, αφού από καιρό περίμενε να με βρει κάπου …πρόχειρο, όπως καθημερινά μου το έλεγε.
Και δεν με βρήκε μόνον πρόχειρο όπως το ήθελε, αλλά και μεθυσμένο με βρήκε εκείνη την ημέρα και επειδή είχε στα χέρια του σοβαρό πλέον λόγο κατηγορίας εναντίων μου όπως και το πίστευε, άνετα θα ζητούσε την παραδειγματική μου τιμωρία από τον διοικητή μας, γι’ αυτό και απολάμβανε το όνειρό που έβλεπε ξυπνητός, αλλά και αλλοπαρμένος.
Φορτωμένος λοιπόν από πολύ και ασυγκράτητη ανοησία, μόλις με είδε να σέρνομαι πλησιάζοντας τους, διέταξε τους συγκεντρωμένους στρατιώτες να κάνουν μεταβολή και να κοιτούν εμένα, ενώ τους έλεγε με στόμφο.
– Καμαρώστε ένα στρατιώτη που μέθυσε και εξευτέλισε τον εαυτό του. Την μονάδα που υπηρετεί. Τον διοικητή του. Και όλους εμάς που τόση ώρα τον περιμένουμε να έρθει στην αναφορά και αυτός μας πλησιάζει με το πάσο του, νομίζοντας ότι βρίσκεται στο χωριό του.
Απευθυνόμενος μετά σε μένα, έλεγε από μακριά.
– Ε, εσύ μεθυσμένε. Ετοιμάσου από απόψε, γιατί αύριο το πρωί θα είσαι ο μοναδικός αναφερόμενος. Για να δούμε τώρα; Πως θα γλυτώσεις από τις κατηγορίες που σε βαραίνουν;
Αφού είπε αυτά και άλλα πολλά, διέλυσε μετά την συγκέντρωση που έκανε, μόνο και μόνο για να έχει με την μαρτυρία όλων όπως αποδείχτηκε, αδιάσειστους λόγους κατηγορίας εναντίον μου, ώστε την επομένη όπως ήλπιζε και στην ώρα της πρωινής μας αναφοράς, να μη μπορεί ο διοικητής μας να με γλιτώσει από την κατάσταση που βρέθηκα.
Άκουγα εγώ αυτά που έλεγε, έστω και αν δεν έφτασα ποτέ κοντά στην θέση της αναφοράς. Αλλά και αν τα άκουγα τι; Στην κατάσταση που ήμουν, τίποτε δεν με ένοιαζε. Αδιαφορούσα ακόμη και για όλα όσα αυτός σχεδίαζε με το άρρωστο μυαλό του.
Εκείνο που μ’ απασχολούσε λοιπόν, δεν ήταν τίποτε άλλο, από το πως θα επέστρεφα και πάλι στο κρεβάτι μου. Αφού όμως δεν μπορούσα να ορίσω μόνος μου το ταλαιπωρημένο σώμα μου, αυτό φρόντισαν αντί για μένα να το κάνουν οι συνάδερφοί μου, οι οποίοι και με πήγαν σηκωτό έως εκεί.
Κοιμήθηκα καλά τις υπόλοιπες ώρες, γι’ αυτό και το πρωί που ξύπνησα στην ώρα μου, πήγα στην υπηρεσία μου σαν να μην είχα μεθύσει ποτέ. Έφερα τους αξιωματικούς μας στο στρατόπεδο και σ’ όλη την διαδρομή, δέχτηκα τα καλοπροαίρετα πειράγματα τους, τόσο για την ποσότητα του κρασιού που ήπια, όσο και για την ξανθιά κοπέλα που με συνόδευε την ημέρα της γιορτής μας, την οποίαν δεν έλεγαν να ξεχάσουν.
Μ’ όλα αυτά όμως, ξέχασα ότι ήμουν αναφερόμενος από τον λοχαγό μας, γι’ αυτό και δεν ενημέρωσα κανένα απ’ αυτούς για όλα όσα έγιναν εχθές το απόγευμα και μετά την γιορτή του Πάσχα.
Όταν λοιπόν βάρεσε η σάλπιγγα για την πρωινή μας συγκέντρωση στην αναφορά της μοίρας, αγνοώντας τα χθεσινά, πήγα και στάθηκα στην θέση μου, που ούτως ή άλλως και λόγο επιθέτου, ήταν στην πρώτη σειρά.
Όπως όμως ήταν υποχρεωμένος να κάνει ο αρχιλοχίας, δεν με έβαλα να σταθώ μπροστά απ’ όλους ως αναφερόμενος, γι’ αυτό και τον μάλωνε ο λοχαγός μας. Την ίδια στιγμή, έλεγε και σε μένα.
– Μπροστά εσύ και μη κάνεις το κορόιδο. Είσαι αναφερόμενος.
Έκανα εγώ αυτό που μου ζητούσε και περίμενα υπομονετικά την άφιξη του διοικητού μας, όπως και την πιθανή ενδεχομένως τιμωρία μου.
Με είδαν οι υπόλοιποι αξιωματικοί όταν στάθηκα εκεί και νομίζοντας ότι κάτι αιτούμαι, ρωτούσαν με νοήματα να τους πω το αίτημα μου. Πρόσεξε όμως ο λοχαγός μας τα νοήματα τους, γι’ αυτό και τους έλεγε χαιρέκακα αντί για μένα.
– Τώρα θα δείτε τι θέλει.
Όταν ήρθε στην θέση του και ο διοικητής μας, έκπληκτος που με έβλεπε αναφερόμενο, κοίταξε προς τον λοχαγό, που όπως είπαμε ήταν ακόμη αξιωματικός υπηρεσίας, γι’ αυτό και τον ρωτούσε.
– Γιατί είναι αυτός εδώ;
– Αυτός ο στρατιώτης κύριε διοικητά, είπε ο λοχαγός μας χλευαστικά. Εχθές και κατά την απογευματινή συγκέντρωση που ως αξιωματικός υπηρεσίας επέβαλα μετά σειρήνος, δια την επαναφορά των στρατιωτών εις την τάξιν, λόγω της αταξίας που επικράτησε κατά την διάρκεια της γιορτής, ευρέθη τύφλα στο μεθύσι.
Αδυνατών δε να προσέλθει ευπρεπώς ντυμένος στην αναφορά, καθώς είχε υποχρέωση, ενεφανίσθη ξεκούμπωτος. Είχε τα παντελόνια έξω από τας αρβύλας και έφερε το κράνος του ανάποδα. Κρατούσε δε το όπλο του από τον αορτήρα και το έσερνε στα χώματα, σαν να ήταν η βαλίτσα του. Εκτός αυτών, μας είχε όλους να τον περιμένουμε περί τα είκοσι λεπτά στην γραμμή και όταν επιτέλους ενεφανίσθη από μακριά τρικλίζων, έπεσε κάτω, σωριασθείς από την μέθη. Περιττό είναι βέβαια το να σας πω, ότι ποτέ δεν έφτασε στην συγκέντρωση μας. Γι’ αυτό λοιπόν και για όλους τούς παραπάνω λόγους, προτείνω την προς γνώση και συμμόρφωση παραδειγματική του τιμωρία.
Τρελάθηκε ο διοικητής μας με όσα άκουσε εκείνη την ώρα, γι’ αυτό και του έλεγε πολύ αυστηρά.
– Εσύ κύριε λοχαγέ είσαι διοικητής εδώ; Ή εγώ; Απάντησε μου, του έλεγε με δυνατή φωνή.
– Εσείς κύριε διοικητά, είπε ο λοχαγός σαστισμένος.
– Αφού λοιπόν διοικητής είμαι εγώ και όχι εσύ, σου θυμίζω ότι εχθές το πρωί, διέταξα τους στρατιώτες που δεν είχαν υπηρεσία, να πιούν όσο κρασί ήθελαν και απ’ αυτό μάλιστα που εγώ τους προσέφερα.
Αυτόν ειδικά τον στρατιώτη, τον διέταξα εγώ ο ίδιος, όχι μόνον να πιει όσο ήθελε, αλλά και να μεθύσει με την παρέα του. Υπακούοντας λοιπόν αυτός στην δική μου διαταγή, την έφερε αξίως εις πέρας, αφού μέθυσε τόσο πολύ, όσο ακριβώς εγώ τον διέταξα να κάνει.
Εσείς κύριε λοχαγέ; Με τίνος διαταγή κάνατε συγκέντρωση; Και με τίνος διαταγή χτυπήσατε συναγερμό; Αναστατώνοντας την μονάδα και την πέριξ περιοχή;
Αφού λοιπόν αυτός υπάκουσε στις διαταγές μου, είναι αθώος από κάθε κατηγορία. Εσείς όμως κύριε λοχαγέ, κρίνεστε κατακριτέος. Γιατί χωρίς την απαιτούμενη άδεια του προϊσταμένου σας, κάνατε χρήση επικίνδυνων πρωτοβουλιών, πράγμα βέβαια που θα γραφεί στην έκθεσή σας και θα σας συνοδεύει σ’ όλη την διάρκεια της καριέρας σας.
Τα έχασε ο φουκαράς απ’ όσα άκουσε να του λέει ο διοικητής μας, γιατί αυτό το ενδεχόμενο δεν το έβαλε στο μυαλό του. Άχνα δεν έβγαζε από το στόμα του και το μόνο που έκανε εκείνη την στιγμή, ήταν να κοιτά τους άλλους αξιωματικούς περίεργα, νομίζοντας μάλλον ότι όλοι συνωμότησαν εναντίον του.
Ωστόσο, έληξε αμέσως την συγκέντρωση ο διοικητής μας και αρκετά θυμωμένος μ’ εκείνο τον λοχαγό, κατευθύνθηκε αμίλητος προς το γραφείο του. Φύγαμε κι εμείς βέβαια, αλλά μετά από εκείνο το φιάσκο που από εγωισμό και από βλακεία κατάφερε μόνος του εναντίον του εαυτού του ο λοχαγός μας, απομονώθηκε από τους υπόλοιπους αξιωματικούς για όσα του συνέβησαν, θεωρώντας τους όλους υπεύθυνους.
Ήρθε όμως η κανονική του μετάθεση λίγο αργότερα, αυτήν που με πολύ αγωνία περίμενε όπως έλεγαν οι αξιωματικοί και έτσι, μας έφυγε μια μέρα. Έφυγε βέβαια αυτός, αλλά εμείς ποτέ δεν μάθαμε τον λόγο που είχε μια τόσο αρρωστημένη εμμονή εναντίον μου.
Έσκαβε βλακωδώς και μανιωδώς τον λάκκο ενός στρατιώτη και δεν έβλεπε ότι μαζί μ’ αυτόν έσκαβε και τον δικό του και μάλιστα τον έκανε τόσο βαθύ, που χώθηκε μέσα ολόκληρος και χάθηκε, προκαλώντας ανεπανόρθωτη ζημιά στον εαυτό του και στην υπηρεσία του και δεν ήταν πλέον δυνατόν να δεχθεί την βοήθεια κανενός εκ των συναδέλφων του.
Απέδειξε με λίγα λόγια, ότι όποιος δεν είναι ωφέλιμος προς τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους, είναι κατ’ ανάγκη πλέον επιζήμιος για τον εαυτό του πρώτα και μετά για το σύνολο των ανθρώπων.
Δεν ξέρω τι διδάχτηκε στην σχολή ως αξιωματικός του στρατού. Εκ της συμπεριφοράς του όμως, αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να φέρει κανέναν βαθμό αξιωματικού, αφού δεν μπορούσε να διοικήσει ούτε τον εαυτό του.
Μιας τέτοιας κατηγορίας άνθρωπος, μπορούσε ποτέ να καταλάβει, ότι για τον άνθρωπο υπάρχει αυτή η ζωή και ότι γι’ τον άνθρωπο ζούμε κι εμείς μαζί του;
Μπορούσε ενδεχομένως να καταλάβει εκείνος ο λοχαγός, ότι ζούμε κι εμείς ανάμεσα στους ανθρώπους, όχι για να πάρουμε απ’ αυτούς ό,τι και όσα μπορούμε, ούτε για να τους τιμωρούμε βλακωδώς, αλλά για να τους δώσουμε εμείς αυτά που χρειάζονται, προκειμένου να αντιμετωπίσουν με αξιοπρέπεια την ούτως ή άλλως δύσκολη ζωή τους;
Αφού δεν σπούδασε όμως κάτι τέτοιο, μπορούσε να καταλάβει τάχα, ότι μόνον όταν προσφέρουμε τα πάντα στον άνθρωπο, αποδεικνύουμε ότι κι εμείς σαν κι αυτόν είμαστε άνθρωποι και ότι αξίως υπάρχουμε σ’ αυτήν την ζωή μαζί του;
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, αν δεν ζούμε μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, μπορούμε ευκρινώς μεν να αποδείξουμε ότι ήμαστε ανθρωποειδή, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι ήμαστε άνθρωποι.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *