Ο Αβραάμ

   Έκαψε λοιπόν ο Θεός τα Σόδομα και τα Γόμορρα και από εκεί και μετά, έψαχνε θα λέγαμε να βρει ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνης της εποχής, έναν άλλον συνετό και απόλυτα πιστό προς Αυτόν άνθρωπο, ώστε μέσω αυτού να επαναφέρει και πάλι καθώς έπρεπε, την αποκατάσταση της Θεϊκής τάξης στην ζωή των ανθρώπων.

Κι απ’ ότι φάνηκε εκ των υστέρων, πράγματι υπήρχε ένας τέτοιος ανάμεσά τους, ο οποίος και σώφρον ήταν και συνετός ήταν και όχι μόνον, γιατί και πολλά άλλα καλά διέθετε ως άνθρωπος εκ του Θεού προερχόμενος. Έφερε το όνομα Αβραάμ ο συγκεκριμένος και ασφαλώς τον γνώριζε ο Θεός και πολύ καλά μάλιστα.

Αυτόν ειδικά, Του χάρισε κι ένα παιδί καταργώντας την ατεκνία τους και τότε μάλιστα που τόσο αυτός, όσο και η γυναίκα του βρισκόταν σε μεγάλη ηλικία και με πολύ επιμονή Του το ζητούσε, προκειμένου να αφήσει απογόνους όπως ήθελε.

Και την ακλόνητη πίστη του Αβραάμ βέβαια γνώριζε ο Θεός όπως γνώριζε και την απόλυτη εμπιστοσύνη που έτρεφε αυτός προς το πρόσωπο Του. Παρ’ όλα αυτά όμως και για τους δικούς Του λόγους πάντα, θέλησε ο Θεός να υποβάλει σε δοκιμασία τα χαρίσματα του Αβραάμ.

Κι αυτό που αποφάσισε να του κάνει, το επιχείρησε πριν ακόμη τον χρησιμοποιήσει ως αναμεταδότη της δικής Του Θεϊκής προνοίας προς τους ανθρώπους, όχι γιατί δεν τον εμπιστευόταν όπως είπαμε, αλλά για να στείλει μάλλον κι ένα μήνυμα προς όλους τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, προς τις μεταγενέστερες από αυτούς γενιές, αλλά και προς εμάς τους εντελώς φευγάτους σημερινούς ανθρώπους βέβαια.

Μια και το αποφάσισε λοιπόν, πράγματι υπέβαλε τον Αβραάμ σε πολύ μεγάλη και σκληρή δοκίμασε θα λέγαμε, αφού ούτε λίγο ούτε πολύ, του ζήτησε να θυσιάσει στον όνομά Του, το μοναχοπαίδι του.

Πικράθηκε βέβαια ο Αβραάμ με αυτό που του ζήτησε ο Θεός αλλά και στιγμή δεν δίστασε να Του δείξει, τόσο τον σεβασμό του, όσο και την εμπιστοσύνη που έτρεφε προς την Θεϊκή Του μέριμνα.

Πήρε λοιπόν το παιδί του μια μέρα και πράγματι πήγε να το θυσιάσει. Την στιγμή που ετοιμαζόταν να το κάνει όμως, Άγγελο Κυρίου έστειλε ο Θεός να τον σταματήσει, δηλώνοντας κι Αυτός εκείνη την στιγμή, ότι έχει την δυνατότητα και να βλέπει και να ακούει και να συμμετέχει σε όλες τις ενέργειες των ανθρώπων.

Κι ασφαλώς μπορεί να το κάνει και μάλιστα προς όλους, καλώς και κακώς συμπεριφερόμενους, αλλά τότε μόνον, όταν κι αυτοί το θέλουν. Προς αυτούς που πράγματι Τον αγαπούν όμως, που ειλικρινά Τον σέβονται και Τον εμπιστεύονται απεριόριστα κι από μόνος Του πολλές φορές συμμετέχει στην ζωή τους, ως φιλόστοργος πατέρας τους.

Έτσι λοιπόν κι ο Αβραάμ, δεν ήταν μόνον πιστός προς τον Θεό γιατί ήταν και σώφρων όπως είπαμε, οπότε, δεν φανταζόταν την σχέση του με τον Θεό, ούτε κι υπάκουε σε ανεξέλεγκτες φωνές σαν να ήταν ονειροπαρμένος.

Ζούσε με τον Θεό δηλαδή κι όπως έπρεπε για σώφρονα πιστό δεν έμενε στους τύπους, ούτε άναβε κεριά μόνον στις εκκλησίες σαν εμάς τους σημερινούς πιστούς, δηλώνοντας με αυτήν την φτηνή ενέργεια, ότι μόνον αυτό θέλουμε να αναγνωρίζουμε ως δική μας υποχρέωση προς τον θεό που φανταστήκαμε και ας μην έχει καμιά σχέση αυτός, με τον όντως Θεό και πατέρα μας.

Δεν ήταν μπερδεμένος λοιπόν ο Αβραάμ, όπως οι άνθρωποι της εποχής του, ή όπως και σ’ εμάς τους σημερινούς δήθεν πιστούς συμβαίνει, που απαιτούμε από τον Θεό να συμφωνεί Αυτός με τις δικές μας αδυναμίες, με τους δικούς μας λογισμούς, με τις δικές μας επιθυμίες, με τις δικές μας ανωμαλίες και προπαντός, με τους δικούς μας εγωισμούς και τις δικές μας προχειρότητες, ώστε Αυτός να υπακούει εμάς σαν να μας το χρωστάει αυτό, από την στιγμή που μας έπλασε ως ανθρώπους.

Ο Αβραάμ λοιπόν, δεν ήταν φαντασμένος, ούτε πρόχειρος ούτε κι ακολουθούσε προχειρότητες. Εφάρμοζε κατά γράμμα στην καθημερινότητά του, όσα ήταν ελεγχόμενα μόνον και προσδιορισμένα από τον Θεό και όντως πατέρα του και τίποτε άλλο πέραν αυτού.

Δεν ακολουθούσε δηλαδή θεωρίες του αέρα, αλλά ζούσε την ελεγχόμενη Θεϊκή πραγματικότητα. Τίποτε λοιπόν δεν έκανε που να προέρχεται από δική του επινόηση, ή από κάποιο δικό του εγωιστικό κατάλοιπό, ή και από κάποια δικά του φανταστικά προτεινόμενα.

Ότι κι αν έκανε λοιπόν στην καθημερινότητά του, συμφωνούσε απόλυτα μ’ εκείνα που γνώρισε από τους απογόνους του Νοε όπως και με αυτά που γεύτηκε από τον ίδιο τον Θεό κι ασφαλώς πληρούσαν όλες εκείνες τις ακλόνητες δικές Του προδιαγραφές.

Και όλα αυτά μάλιστα, ήταν έτσι προσφερόμενα από τον Αβραάμ και προς τους συνανθρώπους του, οπότε, ήξερε κι ο Θεός σε ποιόν θα ανέθετε την εντολή να παρουσιάσει στους συνανθρώπους του, την αληθινή πίστη.

Αυτήν δηλαδή που να εκφράζεται προς τους ανθρώπους πρώτα, με έργα προπαντός και όχι μόνον με λόγια, αλλά και προς τον αληθινό Θεό βέβαια, ώστε όλα να είναι απολύτως ελεγχόμενα από Αυτόν και αποδεδειγμένα δίκαια και σωστά.

Κατανοώντας βέβαια όλα αυτά ο Αβραάμ, όπως κι εκείνο που πολύ καθαρά λέει προς όλους μας, είδες τον αδελφό σου, είδες τον Θεό σου, όποιον άνθρωπο συναντούσε στον δρόμο του και στην καθημερινότητά του, δεν τον άφηνε να φύγει από κοντά του, αν δεν τον φιλοξενούσε πρώτα ως αδελφό στο σπίτι του.

Αυτός βέβαια, δεν έκανε μόνον αυτό συμπεριφερόμενος προς τους συνανθρώπους του όπως είπαμε, αλλά κι εξαιτίας αυτής ειδικά της συμπεριφοράς, αξιώθηκε πρέπει να πούμε μια μέρα, ώστε να φιλοξενήσει με τον ίδιο τρόπο και ζωντανά μάλιστα, τον ίδιο τον Θεό στο σπίτι του.

Κι όχι κάποιον απροσδιόριστο, ή φανταστικό θεό, αλλά αυτόν τον γνωστό δηλαδή και δικό μας Τριαδικό Θεό. Και Τον δέχθηκε στο σπίτι του εκείνη την εποχή και πολύ πριν γίνει και σ’ εμάς γνωστός από την άφιξη του Ιησού Χριστού στην ζωή μας. Τρείς τον επισκέφτηκαν δηλαδή και πότε ένας και πότε τρεις του παρουσιαζόταν κατά την διάρκεια της φιλοξενίας που τους έκανε.

Όπως αντιλαμβάνεστε κι εσείς λοιπόν, Βλέπει τα πάντα ο Θεός κι όπως πολλές φορές το είπαμε κι αυτό, ξέρει πολύ καλύτερα κι από εμάς τους ίδιους ακόμη, τί μαγειρεύουμε με το μυαλό μας τί κρατάμε από αυτά στις καρδιές μας, όπως και τί διώχνουμε από αυτές.

Όπως βλέπει και τον λόγο για τον οποίο επιχειρούμε κάποιο κακό, ή καλό προς τον εαυτό μας, ή προς τους συνανθρώπους μας, οπότε, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί λάθος στην δική Του κρίση.

Όποιος δηλαδή είναι όντως σωστά τοποθετημένος απέναντί Του και φέρεται δίκαια και ειλικρινά συμπεριφερόμενος προς τους συνανθρώπους του, εκτιμάται ανάλογα από τον Θεό, αλλά και βεβαίως δέχεται την συμπαράστασή Του, σε όσα επιχειρεί στην ζωή του.

Αυτοί που συνειδητά όμως αρνούνται την ύπαρξή του Θεού και κάνουν συμπεριφερόμενοι ό,τι τους πιπιλίζει ο γνωστός μας πια πονηρός, από μόνοι τους δηλώνουν ότι αυτό που θέλουν στην ζωή τους είναι, να υπάρχουν ως συνεργάτες του πονηρού και μόνον, έστω κι αν αυτό το ενδεχόμενο, καθόλου δεν το υπολογίζουν ως πιθανό.

Αυτοί βέβαια και την ύπαρξη του πονηρού αρνούνται από την πολύ τους εξυπνάδα, γι’ αυτό και τόσο εύκολα οδηγούνται προς την υποδούλωσή τους, στις επιθυμίες του εξουσιαστή εγωισμού τους δηλαδή, που δεν είναι άλλος, παρά ο ίδιος ο διάβολος.

Καθοδηγούμενοι από αυτόν όμως, μαθηματικά οδηγούνται και στην σκέψη, ότι κι από μόνοι τους μπορούν να ξέρουν τι είναι καλό και τί είναι κακό να κάνουν προς τον εαυτό τους, ή και προς τους συνανθρώπους τους.

Αυτό μάλιστα, τους δίνει και το δικαίωμα να λένε προς όλους μας, ότι δεν χρειάζονται την παρουσία του Θεού στον νου τους, ή στην ζωή τους, αφού όπως δηλώνουν, έχουν τόσο μυαλό, ώστε να ξέρουν τί και πως να κάνουν σε κάθε περίπτωση, όπως ξέρουν και τί είναι σωστό, ή λάθος, οπότε; Γιατί να χρειάζονται τον Θεό;

Αυτό βέβαια, το δικό τους σωστό δηλαδή, ασφαλώς και είναι άνευ αξίας, γιατί δεν πληρεί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για ανθρώπους εκ του Θεού προερχόμενους, αλλά και η εφαρμογή του στην πράξη, δεν εκδηλώνεται με προδιαγραφές όπως είπαμε, για τον λόγο ότι είναι αποτέλεσμα προσωπικών και μόνον αποφάσεων του καθενός τους.

Ως εκ τούτου λοιπόν και για τους ίδιους είναι επιζήμιο ένα τέτοιου είδους σωστό, όπως και για τους συνανθρώπους τους βέβαια, όσο κι αν αυτοί προσπαθούν να το επιβάλουν παντού εγωιστικά συμπεριφερόμενοι και δαιμονικά κατευθυνόμενοι.

Πρόσφατα μάλιστα, μας προέκυψε ένα κοινωνικό θέμα αυτής της κατηγορίας και ούτε λίγο ούτε πολύ, κάνουμε κι εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, ότι έκαναν οι προγενέστεροι από εμάς και ανάγκασαν τον Θεό και πατέρα τους να τους κάψει, δηλώνοντας κι Αυτός με αυτήν την ενέργεια, ότι απεχθάνεται την ανώμαλη συμπεριφορά των παιδιών Του.

Και στις μέρες λοιπόν, το ίδιο επαναλαμβάνεται μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια. Αδιαφορώντας μερικοί για το τί θέλει και τί δεν θέλει ο Θεός και πατέρας μας από τα παιδιά Του, επέλεξαν και πάλι παρασυρόμενοι από τον πονηρό να ζουν μέσα στην ανωμαλία.

Ασφαλώς κι έχουν το δικαίωμα και μάλιστα από τον ίδιο τον Θεό δοσμένο να κάνουν, ή και να επιβάλουν ό,τι και όσα θέλουν στον εαυτό τους, ακόμη και να απαρνηθούν την ανθρώπινη υπόστασή τους.

Οπότε, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τις ενέργειές τους, ή και να τις χλευάσει ακόμη, αφού δικός τους είναι ο λόγος ύπαρξής τους κι όπου και σε όποιον θέλουν τον διαθέτουν. Αν θέλουν να ζουν για τον διάβολο δηλαδή, κανείς δεν μπορεί να τους το απαγορεύσει να το κάνουν, ούτε κι ο Θεός δηλαδή.

Μέχρις εδώ όμως, γιατί αν αυτοί θέλουν όπως επιχειρούν, να περάσουν και στην κοινωνία μας την δική τους ανωμαλία ως να είναι κάτι φυσιολογικό, τότε είμαστε κι εμείς υποχρεωμένοι να τους αντιμετωπίσουμε, όχι μόνον ως ανώμαλους, αλλά κι ως επικινδύνους για την δημόσια υγεία όλων μας.

Αν θυμηθούμε μάλιστα κι εκείνα τα χριστά ήθη που μας ακολουθούσαν παντού τα προηγούμενα χρόνια και έδειχναν τί ήταν πρέπον και τί όχι, η συμπεριφορά αυτών που ωθούν την κοινωνία των ανθρώπων προς την ανωμαλία, έπρεπε να κινεί μαζί με τα άλλα όπως τότε και ποινική δίωξη.

Στις μέρες μας όμως, δεν υπάρχουν πλέον τα χριστά ήθη στην ζωή μας, γιατί τα κατήργησαν οι φορείς που έχουν λόγο να εξαφανίσουν κάθε ηθικό από αυτήν, προσφέροντας αμέριστη βοήθεια στον διάβολο που ήδη προσκυνούν και θέλουν κατά τις δικές του απαιτήσεις κι όλους εμάς να κάνουμε το ίδιο.

Εμείς όμως όπως είπαμε, έχουμε διδαχθεί από την ζωή των προγενέστερων από εμάς ανθρώπων, ότι ο στοργικός Θεός και πατέρας όλων μας, αναγκάστηκε τότε να τιμωρήσει και πολύ αυστηρά μάλιστα, όλους εκείνους που θέλησαν κατά καιρούς να ζουν ανώμαλα, αλλά και θέλησαν να διαιωνίσουν την ανωμαλία τους προς κάθε κατεύθυνση, προβάλλοντάς την μάλιστα ως δήθεν φυσιολογική.

Δεν είναι φυσιολογική όμως αυτή η συμπεριφορά, οπότε, ότι κι αν προσπαθούν να μας επιβάλουν οι και των ημερών μας ανώμαλοι, επιδιώκοντας να μας κάνουν ομοίους τους και στον γκρεμό κατευθυνόμενους, εμείς θα πρέπει να σταθούμε όρθιοι ως άνθρωποι εκ του Θεού προερχόμενοι και όλα αυτά που μας προβάλουν να τα θεωρήσουμε επικίνδυνα για όλους μας.

Ο Χριστός και Θεός μας μάλιστα, πριν από δυό χιλιάδες χρόνια ακόμη μας είπε, ότι και μόνον να κοιτάξει επιθυμητά κάποιος, ή κάποια, άντρα, η γυναίκα, είναι κατακριτέος. Από τους Αγίους μας πάλι μάθαμε, ότι η ηδονή που μας χάρισε ο Θεός, είναι μόνον για την χρήση της τεκνοποιίας και για κανέναν άλλον λόγο.

Οποιοσδήποτε άλλος λόγος λοιπόν, που μας σπρώχνει προς την σαρκική ηδονή και μάλιστα με ανώμαλη συμπεριφορά, δεν είναι μόνον κατακριτέος, αλλά και καταδικαστέος. Μόνον όταν γίνεται μεταξύ νόμιμων συζύγων είναι αποδεκτή η ηδονή κι αυτό πάλι, αν επιδιώκετε η τεκνοποιία όπως είπαμε. Αν όχι, τότε κι αυτό θεωρείτε αμάρτημα, γι’ αυτό και χρίζει εξομολόγησης η ενέργεια.

Αρσενοκοίτες λοιπό, όπως και λυπεί λάγνοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, είναι όντως ανώμαλοι κι ας μη το δέχονται. Και δεν το λέω εγώ τώρα αυτό, αφού από τους Αγίους μας το μάθαμε κι ο ίδιος ο Θεός τους προσδιόρισε με αυτό το επίθετο και μάλιστα από πολύ παλιά.

Οπότε, ας κάνουμε τον κόπο να μελετήσουμε και μάλιστα με πολύ προσοχή αυτά που μας πασάρουν οι ανώμαλοι, ως δήθεν σωστή συμπεριφορά για ανθρώπους, γιατί ο Θεός και οι Άγιοι είναι αυτοί που θα κρίνουν την συμπεριφορά του καθενός μας όταν έρθει η ώρα και με βάση αυτής όπως είπαμε θα μας περάσουμε, ή όχι, στην καλή πλευρά της αιώνιας ζωής, για την οποία συνεχώς ακούμε και στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων ακόμη ότι θα είναι ατελεύτητη.

Ακούστε τώρα κι αυτά που θα σας πω παρακάτω, για την προσπάθεια που κάνουν στις μέρες μας, αυτοί που με θράσος επιδιώκουν να μας πείσουν, ότι όλα είναι επιτρεπτά στους ανθρώπους, ότι τίποτε δεν είναι ανώμαλο κι ότι η αναζητούμενη ηδονή είναι θεμιτή, από όποιον τρόπο κι αν προέρχεται.

Προκειμένου μάλιστα, να υπακούσει σ’ αυτούς που πιθανόν τον κατευθύνουν, ή που από μόνος του θέλησε να υπερασπιστεί τους σημερινούς ανωμάλως συμπεριφερόμενος ανθρώπους ένας παρουσιαστής μεγάλου καναλιού, έφτασε στο σημείο να μας πει δημόσια ένα πρωινό, ότι όλα αυτά που μας άφησαν ως παρακαταθήκες σωστής συμπεριφοράς για ανθρώπους, οι Άγιοί μας δηλαδή και ο Χριστός και Θεός μας, είναι λόγια και νόμοι που πρέπει να ξεχαστούν πια, αφού όλοι αυτοί έχουν πεθάνει οπότε, δεν πρέπει και να ισχύουν οι νόμοι τους.

Εγώ βέβαια ακόμη απορώ μαζί του. Ξέρει άραγε ο άνθρωπος, τί λέει το στόμα του; Κατήργησε τον Θεό δηλαδή, προκειμένου να σταθεί συμπαραστάτης αυτών που θέλουν να ζουν ανώμαλα, άντρες με άντρες και γυναίκες με γυναίκες δηλαδή και δεν σκέφτεται καθόλου, τί θα πει όταν δει την ύστατη στιγμή μπροστά του, όλους αυτούς που τώρα θεωρεί πεθαμένους;

Να του θυμίσουμε λοιπόν κι εμείς καθώς έχουμε υποχρέωση ότι πεθαμένοι είμαστε μόνον όλοι εμείς που ζούμε πρόχειρα και χωρίς τον Θεό στην ζωή μας. Μαζί με εμάς βέβαια, είναι και όλοι αυτοί πεθαμένοι, που απαιτούν να θεωρούνται οικογένειες από το κράτος και να έχουν μάλιστα υπό την κηδεμονία τους παιδιά και μάλιστα όταν αυτά δεν είναι και δεν μπορεί να είναι δικά τους.

Όπως καταλάβατε παιδιά, μετά από όσα μεσολάβησαν από τα πολύ παλιά χρόνια και με όλα αυτά που μεσολαβούν και στις δικές μας μέρες, Αυτός που μας δημιούργησε ως ανθρώπους και συνεχώς μεριμνά για όλες μας τις ανάγκες, αντί να δέχεται ευχαριστίες και μόνον από τα παιδιά Του όπως θα έπρεπε, υπομονετικά ανέχεται μόνον προσβολές και ύβρεις από αυτά.

Και καθώς παραμένουμε συνεχώς αχάριστοι εμείς προς τον πατέρα μας, το μόνο που κάνουμε για την ανθρώπινη υπόστασή μας, είναι να αρνούμαστε την Θεϊκή μας καταγωγή. Κι όπως μας προκύπτει κι αυτό από αδιαφορία, ούτε και γι’ αυτήν θέλουν να ξέρουν κάτι, φανερά πια επηρεασμένοι από τις σαρκικές ηδονές που πλαισιώνουν την ζωή μας.

Μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια δηλαδή κι από την εμφάνιση των ανθρώπους επί της γης, Αυτός ο καλός και πάντα στοργικός πατέρας όλων μας, ακόμη προσπαθεί να μας πείσει, ότι πρέπει επιτέλους να απαλλαγούμε από την αιχμαλωσία τον ηδονών που έχουμε υποστεί, γιατί εξαιτίας τους, βάζουμε σε κίνδυνο την προσωπική μας μελλοντική ζωή.

Κι όχι μόνον αυτό προσπαθεί, γιατί και το να επιστρέψουμε στα συγκαλά μας περιμένει να δει, ώστε όλοι μαζί πλέον να ζούμε με τις δικές Του προδιαγραφές, αφού έτσι επιβάλλεται να ζουν τα ανθρώπινα όντα, που με τόση σοφία άλλωστε έπλασε Αυτός ο καλός Θεός κι όχι για να ζουν αυτά όπως βολεύει στον καθένα μας, σαν να είμαστε άλογα ζώα.

Και να αρχίσουμε να ενδιαφερόμαστε μάλιστα, από αυτήν την ζωή για την τύχη του υπόλοιπου της ζωής μας θέλει, αφού βεβαίως υπάρχει υπόλοιπο ζωής όπως είπαμε και κανείς από εμάς δεν ξέρει πότε θα φύγει από αυτήν που τώρα γνωρίζουμε προκειμένου να πάμε στην άλλη.

Κι όπως το ακούσαμε κι αυτό πολλές φορές, η προσωπική μας ελεγχόμενη, ή ανεξέλεγκτη συμπεριφορά προς τον Θεό και τους συνανθρώπους μας είναι αυτή, που θα ορίσει πού θα στείλουμε εμείς κι από μόνοι μας την ψυχή μας να κατοικίσει μελλοντικά.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *