Ο Κατακλυσμός

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ανάμεσα σ’ αυτούς τους σώφρονες λοιπόν εκείνης της εποχής, αλλά και για την συνέχιση της ιστορίας μας βέβαια, υπήρξε κι ένας άνθρωπος που είχε το όνομα Νοε. Ως σώφρων αυτός, από πολύ μικρός έμαθε να σέβεται τον Θεό και πατέρα του, όπως έμαθε και το να ζει την ζωή του με Θεϊκό σκοπό. Κι όπως ήταν λογικό, ζούσε πλέον όπως ο καλός Θεός θέλει να ζουν οι άνθρωποι.

Όχι μόνον ήξερε δηλαδή γιατί ζούσε, αλλά και βεβαιωμένα ήθελε να ζει, όπως ακριβώς το όριζε ο πατέρας και δημιουργός του. Προκειμένου να γίνει αρεστός μάλιστα σ’ Αυτόν, με τον τρόπο που ζούσε το εξασφάλισε κι όχι με τις θεωρίες που κι αυτός είχε την δυνατότητα ως άνθρωπος να εκφράσει.

Στην δική του εποχή όμως, όλη οι κοινωνία των ανθρώπων που ζούσαν συγχρόνως μαζί του, ξέφυγε εντελώς από τον δρόμο της και όπως έκαναν οι προγενέστεροι από αυτούς, έκαναν κι αυτοί το ίδιο. Ακολουθούσαν τις πλάνες του δαίμονα δηλαδή.

Εκτός από τον εγωισμό τους, τίποτε και κανέναν άλλον δεν αναγνώριζαν. Ούτε Θεό δηλαδή, ούτε ψυχή, ούτε σκοπό, ούτε και Θεϊκό προορισμό, γι’ αυτό και ρίχτηκαν με μανία θα λέγαμε κατά του εαυτού τους, όπως και κατά της ψυχής τους βέβαια.

Από εκεί και μετά λοιπόν, το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν το πώς θα περνούσαν καλά στην πρόσκαιρη ζωή τους, πως θα την ζήσουν περισσότερο σεξουαλικά σαν να ήταν τρελοί και μάλιστα, να το κάνουν αυτό με οποιονδήποτε ανώμαλο τρόπο κι όπως ο πονηρός βέβαια τους έπειθε να τον υπηρετούν.

φροντίζοντας δε, να επιβάλουν και σε όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, τον δικό τους ανώμαλο τρόπο ζωής και ύπαρξης, σκέφτηκαν κι αυτοί επιστημονικά τότε να καταργήσουν τον Θεό από την ζωή τους και με το θολωμένο τους μυαλό, έκαναν ανενόχλητοι και χωρίς Αυτόν, όσα ο δαίμονας τους οδηγούσε να ακολουθούν.

Βλέποντας όμως κι ο Θεός την κατάντια τους, αποφάσισε να τους αφήσει στην διάθεση των επιλογών τους, αφού έτσι κι αλλιώς, ήταν από μόνοι τους καταδικασμένοι και στην απόλυτη και αμετάβλητη διάθεση του διαβόλου, μια και κατάφεραν να γίνουν απόλυτα πιόνια του.

Αυτό το ενδεχόμενο λοιπόν μελετώντας μια μέρα ο Θεός κάλεσε τον Νοε, τον δικό του άνθρωπο δηλαδή και του ανακοίνωσε ότι πήρε την απόφαση να αφανίσει το αχάριστο γένος των συνανθρώπων του αφού η κατάντια τους ήταν πλέον μη ανατρέψιμη.

Για να σωθείς εσύ όμως με την οικογένειά σου του είπε, θα σου υποδείξω πώς και με ποιόν τρόπο να κατασκευάσεις ένα ξύλινο σκάφος, μέσα στο οποίο θα μπείτε εσείς και μαζί μ’ εσάς θα σου στείλω να βάλεις και ολόκληρο το ζωικό βασίλειο στο καράβι σου.

Όταν ετοιμάσεις το σκάφος σου δηλαδή, θα σου στέλνω δύο, δύο τα ζώα ανά ζευγάρι κι εσύ θα τα βάζεις στις θέσεις που θα κάνεις, μαζί με τις τροφές που θα χρειαστούν αυτά βέβαια και μάλιστα για αρκετό καιρό.

Μετά από αυτά κι όταν εγώ θα σου πω, θα μπεις κι εσύ με την οικογένειά σου μέσα και θα κλείσεις την πόρτα του σκάφους πίσω σου. Όσο θα ετοιμάζεις το καράβι σου όμως, δεν θέλω να πεις σε κανέναν τίποτε από αυτά που τώρα σου λέω.

Αφού ξέχασαν οι άνθρωποι για ποιόν λόγο υπάρχουν κι εντελώς πλανεμένοι πια, ζουν μόνον για τον αφανισμό τους, θα τους ξεχάσω κι εγώ και θα τους αφήσω στα χέρια του πονηρού για να δουν επιτέλους και αυτοί, ότι εγώ είμαι η ζωή.

Αυτά λοιπόν είπε στον Νοε ο Θεός τότε και δεν τον άφησε αβοήθητο για την κατασκευή που του ανέθεσε να κάνει. Κάθε μέρα και με κάθε λεπτομέρεια του έλεγε τι και πως να κάνει για να γίνουν σωστά όλα αυτά που του ζήτησε να ετοιμάσει.

Υπάκουσε λοιπόν ο Νοε κι όπως έπρεπε, ακολουθούσε κατά γράμμα τις εντολές του Θεού και αμίλητος όπως έπρεπε, αμέσως άρχισε να κατασκευάζει το μεγάλο σκάφος του. Ούτε και στους δικούς του δηλαδή έλεγε τί κάνει και για ποιόν λόγο.

Όσοι από τους συνανθρώπους του έβλεπαν να εργάζεται εκεί αμίλητος κι αφοσιωμένο στον σκοπό του, γελούσαν μαζί του κι όχι μόνον, γιατί και τον χλεύαζαν συγχρόνως, αλλά και κανενός το μυαλό δεν μπορούσε να υπολογίσει το κακό που τους περίμενε.

Ότι κι αν έβλεπαν να γίνεται εκεί δηλαδή, τους φαινόταν μεν πολύ παράξενο, αλλά και αδύνατο να δικαιολογηθεί λογικά η ανάγκη κατασκευής ενός καραβιού με τις δικές του διαστάσεις αλλά και η πνευματική τους κατάντια ήταν τέτοια, που δεν τους επέτρεπε να υποψιαστούν έστω, κάτι από αυτά που είχαν ήδη δρομολογηθεί κι από μέρα σε μέρα θα τα έβλεπαν να ξεσπούν επάνω τους.

Όταν λοιπόν είχε ετοιμαστεί το μεγάλο σκάφος και άρχισαν να έρχονται μόνα τους τα ζώα δύο, δύο ως ζευγάρια και να μπαίνουν μέσα στο σκάφος, οι συνάνθρωποί του πάλι γελούσαν με τον Νοε και τα καμώματά του, όπως και τον χλεύαζαν και για τον λόγο που έβαζε και ζώα μέσα στο καράβι του.

Ήρθε όμως η ώρα και η μέρα όπου όλα πια μπήκαν στο καράβι κι αφού τακτοποιήθηκαν με τάξη στις προετοιμασμένες θέσεις τους, επέτρεψε κι ο Θεός να εφαρμοστεί τελικά και το δικό Του σχέδιο, οπότε, ξέσπασε ξαφνικά πολύ δυνατή βροχή.

Βλέποντας κι ο Νοε να παίρνουν σάρκα και οστά πια αυτά που του είπε ο Θεός ότι θα γίνουν, έβαλε μέσα στο καράβι την οικογένειά του και σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε, έκλεισε την πόρτα του σκάφους πίσω του, περιμένοντας αμίλητος να δει εκεί, αλλά και να ζήσει αυτά που ο Θεός σκόπευε να επιτρέψει.

Έβρεχε πολύ δυνατά λοιπόν κι όπως έδειχνε το πράγμα, δεν μπορούσε η γη να απορροφήσει όλα εκείνα τα νερά της βροχής τα οποία πολύ γρήγορα σχημάτιζαν ποτάμια θα λέγαμε, γύρο από το μεγάλο σκάφος.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες όμως, ανέβαινε και η στάθμη των υδάτων αρκετά και μάλιστα πολύ ανησυχαστικά. Βλέποντας οι άνθρωποι τις κακές προθέσεις της βροχής, κυριευθήκαν από φόβους όπως ήταν πολύ λογικό, γι’ αυτό και εκείνη την ώρα θυμήθηκαν τον Θεό που είχαν καταργήσει και με δυνατή φωνή του ζητούσαν βοήθεια.

Επηρεασμένοι από ανεξέλεγκτους φόβους βέβαια έφτασαν στο σημείο να τον επικαλούνται κι επειδή δεν είχαν αποτέλεσμα  οι φωνές τους, άρχισαν να βλέπουν και το καράβι του Νοε με πολλές απορίες εκείνη την ώρα, αν και δεν υποψιαζόταν ακόμη τον λόγο που το έκανε.

Βλέποντας στην συνέχεια, ότι ούτε και η βροχή είχε διάθεση να κοπάσει, αλλά και για μέρες να συνεχίζει με τον ίδιο ρυθμό τότε κι από τον Νοε άρχισαν να ζητούν βοήθεια με δυνατές φωνές.

Ήταν κλειστή όμως η πόρτα του, αλλά κι ο θόρυβος που έκανε η βροχή, δεν επέτρεπαν στον Νοε να ακούσει τις φωνές τους. Αυτός πάλι και να ήθελε να τους βοηθήσει δεν μπορούσε να το κάνει, αφού οι οδηγίες που είχε, δεν του επέτρεπαν να ανοίξει τις πόρτες του καραβιού για κανένα λόγο.

Οι φοβισμένοι συνάνθρωποι όμως δεν είχαν άλλη υπομονή, γι’ αυτό κι άρχισαν να γαντζώνονται από τα ξύλα του καραβιού προκειμένου να ανέβουν επάνω του, στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν όπως το έβλεπαν καθαρά πια, από τον επερχόμενο πνιγμό τους.

Γλιστρούσαν όμως και πάλι έπεφτα, οπότε, τους κατάπιναν τα νερά πέφτοντας κι έτσι όλοι τους βρέθηκαν στην διάθεση του υγρού στοιχείου και μάλιστα χωρίς την βοήθεια του Θεού, με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι τους.

Μόλις ανέβηκε και η στάθμη των υδάτων όμως αρκετά, άρχισε και το σκάφος να κινείτε πλέον, το οποίο, ούτε τιμόνι είχε, ούτε προορισμό είχε, αλλά και καπετάνιος δεν ήταν ο Νοε, ώστε να το οδηγήσει κάπου.

Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες έβρεχε με τον ίδιο ρυθμό όπως είναι γραμμένο, οπότε, σκεπάστηκαν τα πάντα επί της γης από τα νερά της βροχής κι όπως ήταν ακυβέρνητο το καράβι, το πήγαινε ο Θεός όπου ήθελε.

Ούτε και στον Νοε δηλαδή έδινε εξηγήσεις, για το που έβαλε στον νου Του να το κατευθύνει, οπότε κι αυτός άρχισε πλέον να ανησυχεί, για τον λόγο ότι πουθενά δεν έβλεπε γήινο ορίζοντα μια και τα πάντα σκεπάστηκαν από τα νερά.

Μαζί με τα πάντα όμως, σκεπάστηκαν από τα νερά και όλοι εκείνοι οι επιστήμονες της συγκεκριμένης εποχής, που μάλλον σκέφτηκαν να καταργήσουν τον Θεό, για να φαίνεται μόνον ο δικός τους εγωισμός, υιοθετώντας και ακολουθώντας κι αυτοί πιθανόν ανόητες εκδοχές.

Πήραν στον λαιμό τους βέβαια κι όλους τους υπόλοιπους που ζούσαν μαζί τους τότε και τόσο πρόχειρα αμφισβητούσαν και αυτοί την ύπαρξη του Θεού, ασφαλώς πολύ μεθυσμένοι θα λέγαμε από ανοησία.

Προφανώς θα έλεγαν κι εκείνοι τότε, τα ίδια με τους δικούς μας επιστήμονες δηλαδή, ότι κατά τύχη δήθεν βρεθήκαμε στην γη, ή ότι κάποια κοσμική σκόνη μας έπλασε ως ανθρώπους οπότε, πλανεμένοι από τον ίδιο πονηρό, οδηγήθηκαν κι εκείνοι στον γνωστό λογισμό, ότι μάλλον δεν υπάρχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί την ύπαρξη κάποιου Θεού.

Πνιγμένοι όμως, σίγουρα είδαν τον Θεό μπροστά τους και μάλλον τον παρακαλούσαν να τους σώσει, επιτρέποντάς τους να μπουν στον χώρο Του, αλλά όσο κι αν το ήθελε κι Αυτός τίποτε δεν μπορούσε να κάνει, γιατί με την θέλησή τους έμειναν απροετοίμαστοι και στην διάθεση του πονηρού, ο οποίος βέβαια πολύ χαιρόταν που τους έβλεπε στην αγκαλιά του.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *