Πάλι βρέθηκαν πλανεμένοι οι άνθρωποι

    Όπως καταλαβαίνετε παιδιά, είτε το θέλουν, είτε δεν το θέλουν αυτό και της δικής μας εποχής οι άθεοι, ο Θεός είναι Αυτός που ορίζει τα πάντα σ’ αυτήν την ζωή, όπως κι Αυτός μόνον είναι που ορίζει κι αυτά που συμβαίνουν στην άλλη ζωή, αυτήν δηλαδή που περιμένει να μας δει ερχόμενους, μετά βέβαια από την έξοδό μας από την ζωή που τώρα γνωρίζουμε.

Κι αυτό που μένει σ’ εμάς τους ανθρώπους να κάνουμε, είναι να κατανοήσουμε το συντομότερο δυνατόν αυτήν την μοναδική αλήθεια, όπως να γνωρίσουμε και τον λόγο που μας επιβάλει να το κάνουμε αυτό γρήγορα, γιατί από εδώ που βρισκόμαστε τώρα κι από αυτήν την ζωή οφείλουμε να ταυτιστούμε με τα δεδομένα που την προσδιορίζουν, αν κι εφόσον βέβαια θέλουμε να ζούμε για πάντα με τον Θεό και στον δικό Του χώρο.

Οι γενιές των ανθρώπων πάντως, που έζησαν πριν από τα χρόνια του Νοε, όπως κι αυτές που έζησαν μαζί με αυτόν και οι μετέπειτα από αυτούς, δεν κατάφεραν να ταυτιστούν με αυτήν την αλήθεια, οπότε, ήθελαν δεν ήθελαν, έπαθαν από απροσεξία και αδιαφορία στην ζωή τους, όσα ποτέ δεν υπολόγιζαν να δουν, ή και να ζήσουν βέβαια ως άνθρωποι και μάλιστα εκ του Θεού προερχόμενοι.

Καλό είναι λοιπόν, να προσέχουμε κι εμείς οι μεταγενέστεροι από αυτούς, γιατί κινδυνεύουμε να πάθουμε τα ίδια εξαιτίας της συμπεριφοράς μας, ακολουθώντας δηλαδή απρόσεκτα τις δικές τους συνήθειες και τα δικά τους λάθη.

Όσον αφορά τώρα την συνέχεια της ιστορίας του Νοε και σύμφωνα πάντα με αυτά που αναφέρονται στην παλιά διαθήκη γι’ αυτήν, δεν τον άφησε ό Θεός να περιφέρεται για πολύ καιρό ακόμη πάνω στην πλημμυρισμένη γη με το καράβι του, γιατί τον έστειλε μια μέρα να αράξει, στα πλάγια μιας βουνοκορφής που φάνηκε στον ορίζοντα.

Βλέποντας κι ο Νοε το ενδεχόμενο, να προσαράξει επιτέλους σε κάποια στεριά, ήρθε στα συγκαλά του πια θα λέγαμε, γιατί ταξιδεύοντας για πολύ καιρό στο πουθενά πάνω στα κύματα, που άλλοτε ήταν αγριεμένα κι άλλοτε ήρεμα, λίγο έλειψε από το να τρελαθεί, τόσο αυτός, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του.

Όταν έπιασαν ξηρά όμως, άνοιξε τις πόρτες του καραβιού κι όπως του ήταν πολύ επιθυμητό πλέων, βγήκε έξω από αυτό με την οικογένειά του και πίσω από αυτούς βγήκαν κι όλα εκείνα τα ζώα που υπήρχαν μέσα στα αμπάρια του, προκειμένου να δοκιμάσουν, το πως θα μπορούσαν να αρχίσουν πάλι να ζουν και μάλιστα από την αρχή.

Σιγά, σιγά όμως και πάντα με την συμμετοχή του Θεού σ’ αυτό βέβαια, τραβήχτηκαν επιτέλους όλα εκείνα τα νερά κι όπως το είχε στον νου Του Αυτός, πάλι σχηματίστηκαν Θάλασσες, λίμνες και ποτάμια, δάση και λιβάδια με χόρτα και θάμνους πάνω στην επιφάνια της γης, όπως και βουνά μαζί με αυτά βέβαια, αλλά και χρήσιμα πεδινά τοπία γύρο από αυτά.

Από την στιγμή που πήραν όμως όλα τον δρόμο τους κ έγινε με την πάροδο του χρόνου η γη μας πάλι κατοικήσιμη, ήρθε και η ώρα να σκορπίσουν πάνω σ’ αυτήν, τόσο οι άνθρωποι, όσο και τα ζώα, προκειμένου να ζήσουν άνετα μεν, αλλά κι όπως έπρεπε να διαιωνίσουν και το είδος τους, εκπληρώνοντας έτσι και τον δευτερεύοντα σκοπό της ύπαρξής τους επί της γης.

Κι ο Νοε με την οικογένειά του, το ίδιο έκανε βέβαια, ο οποίος πολύ κοπίασε πρέπει να πούμε, προκειμένου να βάλει σε τάξη την νέα του ζωή, αλλά κι όπως έπρεπε, ποτέ δεν ξέχασε τον Θεό και πατέρα του.

Όπως ήταν μαθημένος να κάνει από μικρός δηλαδή, δόξαζε λογικά και καθημερινά τον Θεό, όχι μόνον για όσα του επέτρεπε να ζει πριν από τον κατακλυσμό, αλλά και για όλα αυτά που του επέτρεπε να ζήσει μετά από αυτόν.

Κι αφού ήξερε τί να κάνει, ως με επίγνωση πιστός άνθρωπος είχε τον Θεό καθημερινά συμπαραστάτη στην ζωή του, αλλά και την λογική του πίστη, δεν την κράτησε μόνον για τον εαυτό του, ή μόνον για τα μέλη της οικογένειάς του.

Με κάθε σεβασμό προς τον Θεό και πατέρα του δηλαδή, την μετέδωσε στους συγχρόνους του, όπως και στους μετέπειτα από αυτούς κατοίκους της γης. Σε όσους από αυτούς ήθελαν βέβαια να την δεχθούν, γιατί από ανέκαθεν οι άνθρωποι το ίδιο κάνουν πάντα, δέχονται τον Θεό στην ζωή τους, όταν κι εφόσον δουν ότι τους χρειάζεται.

Θυμούνται δηλαδή τον Θεό τότε μόνον, όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ζωή τους. Μόλις όμως τακτοποιηθούν αυτές και δεν τους ενοχλούν πλέον, τότε Τον ξεχνούν πολύ πρόχειρα.

Κι όταν πια φτάσουν στο σημείο να ευημερούν στην ζωή τους τότε λένε με πολύ θράσος κι εγωισμό στον εαυτό τους, ότι μόνοι τους τα κατάφεραν, οπότε, καταλήγουν και στην σκέψη, ότι δεν υπάρχει ο Θεός, αφού πουθενά δεν Τον βλέπουν.

Όπως μάθαμε όμως και από την δική τους ιστορία, δεν κάθετε με σταυρωμένα χέρια ο πονηρός, γιατί καιροφυλακτεί και μόλις δει τους ανθρώπους σ’ αυτήν την κατάληξη, όπως και στην διάθεση του ψυχοφθόρου εγωισμού τους, στιγμή δεν τους αφήνει σε ησυχία.

Κι αφού ξέρει πως να βάζει την ουρά του θα λέγαμε στο πρόχειρο μυαλό των ανθρώπων, εύκολα τους στέλνει μετά και σιγά, σιγά για να μην το καταλάβουν, στα μονοπάτια της διαφθοράς, τα οποία βέβαια ο ίδιος κατευθύνει.

Όπως εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε λοιπόν, κανείς δεν γλιτώνει από τις δικές του πονηριές, όσο επιλέγει να ζει μόνος του, χωρίς τον Θεό στην ζωή του δηλαδή και προπαντός, χωρίς να προσέχει τί κάνει και τί ακολουθεί.

Η δουλειά του πονηρού όμως αυτή είναι όπως πολλές φορές το είπαμε, οπότε, όπως έκανε στους προγενέστερους, το ίδιο έκανε και στις γενιές των ανθρώπων που ζούσαν μετά από τον Νοε, οπότε, ούτε και αυτοί ξέφυγαν από τα νύχια του πονηρού.

Ενώ άρχισαν καλά θα λέγαμε, ζώντας με πολύ προσοχή, μετά από χρόνια και καιρούς, έφτασαν και αυτοί στο ίδιο ανεξέλεγκτο σημείο. Όποιος ήθελε δηλαδή δεχόταν τον Θεό στην ζωή του και πολύ λίγοι ήταν αυτοί που Τον δεχόταν και μάλιστα όπως τους Τον παρουσίασε ο Νοε μέσα από την δική του ζωή.

Όλοι οι υπόλοιποι όμως, ή που Τον έβγαλαν εντελώς πλέον από την ζωή τους ως άθεοι, ή που επέλεγαν να κάνουν για θεό τους, ότι έβαζε ο καθένας με το σκοτισμένο του μυαλό, ή έκαναν θεό ότι βόλευε στον καθένα ως τέτοιον, για να μην έχουν και πολλές υποχρεώσεις απέναντί του.

Έτσι συμπεριφερόμενοι βέβαια, δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τον εγωισμό που τους καπέλωσε, όπως και τις συνέπιες που τον ακολουθούν, οπότε, πάλι κατέληξαν μέσω αυτού να υπερτιμούν τον εαυτό τους κι όχι μόνον.

Διαχειρίζονταν και αυτοί δηλαδή τις σκέψεις τους κατά πως στον καθένα βόλευε, με αποτέλεσμα να βρεθούν και αυτοί έρμαια του πονηρού, μη δεχόμενοι κανέναν έλεγχο στις ενέργειές τους.

Αυτοί που δέχτηκαν να σέβονται τον Θεό του Νοε όμως και τον είχαν συμπαραστάτη στην ζωή τους, συνέχιζαν να ενεργούν συμπεριφερόμενοι όπως ακριβώς άρμοζε σε ανθρώπους που έμεναν ανεπηρέαστοι από εγωισμούς και υστεροβουλίες.

Πορευόταν κατά τα θεϊκά πρότυπα δηλαδή, αλλά και διάθεση είχαν αποκτήσει μιμούμενοι αυτόν, ώστε να μεταδίδουν τον τρόπο της ζωής τους και προς εκείνους τους ανθρώπους που ζούσαν γύρο τους και ήθελαν να τους μιμηθούν.

Κάπως έτσι πορευόμενοι όμως αυτοί, έδωσαν την ευκαιρία και στις μεταγενέστερες γενιές των ανθρώπων να γνωρίσουν τον Θεό και τα δεδομένα Του, όπως να γνωρίσουν και τις δικές τους υποχρεώσεις προς Αυτόν, οπότε, για πολλά χρόνια πήγαιναν όλα κατ’ ευχήν όπως λέμε στην δική τους ζωή τουλάχιστον.

Αυτοί που επέλεξαν να ζουν κατά πως τους βόλευε όμως, έπαθαν τα ίδια με τους προγενέστερους, αφού τους βρήκε ο πονηρός πρόθυμους να τον ακολουθήσουν, οπότε αυτοί ιδικά κατέληξαν να ζουν εχθρικά κατά του εαυτού τους στο εξής, όπως και κατά των συνανθρώπων τους βέβαια, μην έχοντας τον Θεό συμπαραστάτη στην ζωή τους.

Κι αφού ελεύθερα επέλεξαν να ζουν με αυτόν τον τρόπο, πάλι έγιναν αχάριστοι οι άνθρωποι προς τον Θεό και πατέρα τους εντελώς απρόσεκτοι στην ζωή τους, αποκαρδιωτικά αδιάφοροι για όσα έπρεπε να φροντίζουν για την μελλοντική ζωή τους κι ως εκ τού του, πάλι κατέληξαν να ζουν ως σεξουαλικά ανώμαλοι όπως μονίμως το απαιτεί αυτό ο διάβολος, από αυτούς που τον σέβονται και τυφλά τον ακολουθούν.

Ναι, αλλά και αυτή την νέα κατάντια των ανθρώπων, δεν ήταν δυνατόν να την ανεχθεί περισσότερο ο Θεός, οπότε πάλι έβαλε κι Αυτός κατά νου Του όπως ήταν απολύτως κατανοητό, να αφανίσει όλους αυτούς τους απροσάρμοστους ανθρώπους.

Άλλαξε όμως γνώμη για τους δικούς Του λόγους, οπότε, αποφάσισε τελικά, να χαλάσει μεν, αλλά μόνον την κοιτίδα του ξεπεσμού τους τουλάχιστον. Αυτήν δηλαδή που περιοριζόταν σε δύο μεγάλες πόλης εκείνης της εποχής.

Οι κάτοικοι αυτών των δύο πόλεων δηλαδή ήταν οι φορείς που διαιώνιζαν μεν, αλλά κι επέβαλαν την ψυχοφθόρα ακαταστασία τους, σε όλους εκείνους τους συγχρόνους τους, οι οποίοι βέβαια, ως υπνωτισμένα κι άβουλα θύματα ακολουθούσαν τις δικές τους συνήθειες.

Τα Σόδομα και τα Γόμορρα δηλαδή έβαλε κατά νου Του να αφανίσει, μαζί με τους κατοίκους τους όπως ήταν λογικό, γιατί και τότε όπως και στις δικές μας μέρες γίνεται, έπαψαν να δέχονται οι άνθρωποι μαζί με τα άλλα και σεξουαλικά όρια στις σχέσεις τους.

Και τότε δηλαδή συζούσαν άνδρες με άνδρες και γυναίκες με γυναίκες και όχι μόνον, γιατί προσπαθούσαν να πείσουν και τους υπόλοιπους ανθρώπους να ζουν με αυτήν την ανώμαλη συμπεριφορά, όπως ακριβώς γίνεται και στις μέρες μας, που προσπαθούν να δικαιολογήσουν στον εαυτό τους, όπως και σ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους, αυτό το ανθρώπινο αίσχος, ως δήθεν εντελώς φυσιολογική συμπεριφορά.

Δεν ήταν βέβαια, αλλά και δεν είναι φυσιολογικό αυτό, οπότε, δικαίως κι ο Θεός θέλησε να δώσει ένα τέλος και στην δική τους κατάντια. Το έκανε λοιπόν κι όπως το σκέφτηκε, έκαψε εκείνες τις δυο πόλεις μαζί με τους κατοίκους τους, στέλνοντας κατά πάνω τους, αμέτρητες μπάλες από λάβα και θειάφι κι έτσι τίποτε σ’ αυτές δεν έμεινε όρθιο να θυμίζει την κατάντια τους.

Μιχάλης Αλταλικης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *