Ευλογημένη ταλαιπωρία

  Τον μπάρμπα Χαράλαμπο λοιπόν έψαχνα εκείνο το πρωινό και συνέχισα να κάνω το ίδιο πάνω από μια ώρα, ακόμη και μετά από την συνάντηση που είχα με την κόρη του την Ευδοξία. Παρόλα αυτά όμως, πουθενά δεν κατάφερα να τον συναντήσω.

Και τις επόμενες μέρες που επισταμένως προσπαθούσα να τον συναντήσω σε κάποιο από τα καταστήματα της αγοράς μας έστω, τίποτε δεν κατάφερα. Πουθενά δηλαδή δεν τον έβρισκα.

Την απουσία του μελετώντας πια, αφού για αρκετές μέρες ήταν εξαφανισμένος, υποχρεώθηκα να πω τελικά στον εαυτό μου, όπως και στους καταστηματάρχες που εμένα ρωτούσαν να τους πω αν τον είδα κάπου, ότι μάλλον κάτι απρόσμενο του έτυχε, γι’ αυτό και χάθηκε.

Πέρασαν δυο μήνες όμως από τότε που τον χάσαμε κι ακόμη δεν είχε φανεί, οπότε άρχισα να βάζω πολλά και διάφορα με το μυαλό μου. Κι άλλες φορές χανόταν αυτός βέβαια και για αρκετές μέρες μάλιστα, αλλά τόσο μεγάλο διάστημα ποτέ.

Το μεγάλο διάστημα της απουσίας του λοιπόν ήταν αυτό που με προβλημάτιζε κι αυτό θέλοντας να απαντήσω, πάλι έλεγα στον εαυτό μου, ότι και γυναίκα έχει ο άνθρωπος κα παιδιά έχει κι αν έπαθε κάτι με την υγεία του, αυτοί θα τον φροντίσουν.

Αυτό υιοθετώντας στο τέλος, αφέθηκα να περιμένω την εμφάνισή του, όποτε αυτός θα ήταν έτοιμος να μας την κάνει και δεν ήταν ανάγκη να τρέχω κι εγώ πίσω του. Άλλωστε, είχαν γραμμένο το τηλέφωνό μου στο σπίτι τους, οπότε, αν ήθελαν κάτι από εμένα προσωπικά, εύκολα θα μπορούσαν να με βρουν.

Μεσολάβησε το καλοκαίρι εν τω μεταξύ κι επειδή είχα να αντιμετωπίσω αρκετά δικά μου προβλήματα εκείνο το διάστημα και μάλιστα απανωτά όπως λέμε, ήθελα δεν ήθελα, ξέχασα εντελώς τον μπάρμπα Χαράλαμπο.

Για την ακρίβεια, το σπίτι μου στο χωριό ετοίμαζα εκείνο το διάστημα, αλλά και την μητέρα μου έτρεχα στα νοσοκομεία, λόγω ενός σπασίματος που της προέκυψε στο ισχίου της.

Μαζί με αυτά όμως και τα χαρτιά για την έκδοση της σύνταξης μου προσπαθούσα να συγκεντρώσω, μια και πλησίασε ο καιρός και για να μην πάρω ανάσα θαρρείς, πίσω από την γυναίκα μου έτρεχα πάλι με αρκετή αγονία, γιατί ένα πρόβλημα υγείας που την ταλαιπωρούσε από το 2005 μια η δυο φορές τον χρόνο, έγινε ξαφνικά πολύ σοβαρό για αυτήν αν και παθολογικά αίτια που να δικαιολογούν την εμφάνισή του, πουθενά δεν έβρισκαν οι γιατροί, όσο κι αν το έψαχναν.

Λειτουργικές εγκεφαλικές διαταραχές παρουσίαζε για την ακρίβεια κι επειδή είχε κάνει μια επέμβαση στο κεφάλι της από ανεύρυσμα πριν από δώδεκα χρόνια όπως σας το ανάφερα, επέμεναν οι γιατροί, ότι αυτό μάλλον ήταν το αίτιο του προβλήματός της κι αφού άλλο αίτιο δεν μπορούσαν να βρουν, της επέβαλαν μια αγωγή, σχετική με την προυπάρχουσα περίπτωση.

Ο χειρούργος που της έκανε την επέμβαση για το ανεύρυσμα, δεν συμφωνούσε με την διάγνωσή τους βέβαια, αλλά επειδή οι γιατροί που την παρακολουθούσαν εκείνο το διάστημα είχαν την δική τους άποψη, θέλοντας και μη, ακολουθούσαμε μια αγωγή που απευθυνόταν σε κάποιο θεωρητικό αίτιο, αφού πουθενά δεν μπορούσαν να εντοπίσου το πραγματικό στις συχνές εξετάσεις που της επέβαλαν.

Την άποψή τους ακολουθώντας λοιπόν, υποχρεώθηκε η γυναίκα μου να παίρνει χάπια, για μια πάθηση, που επί της ουσίας δεν είχε. Αν και τα έπαιρνε όμως, δεν γλύτωνε από τις σχετικές επιπτώσεις.

Με τέτοια προβλήματα στο κεφάλι μου λοιπόν, όχι μόνον τον μπάρμπα Χαράλαμπο ξέχασα εκείνο το διάστημα, αλλά και πολλά άλλα. Και στον χειμώνα που μπήκαμε στην συνέχεια τίποτε δεν μου θύμιζε την απουσία του, όπως δεν έλεγε να τελειώσει και το πρόβλημα υγείας της γυναίκας μου.

Και την μητέρα μου φροντίζοντας παράλληλα όμως, μας είπαν οι γιατροί ότι έπρεπε να την πάρουμε πια από το νοσοκομείο τους, αφού έκαναν κι αυτοί ότι καλύτερο μπορούσαν για το πόδι της.

Αυτό κάναμε τελικά, αλλά επειδή βλέπαμε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνη της την επανένταξή της στην καθημερινότητα, αποφασίσαμε να την πάρουμε μαζί μας και στο δικό μας σπίτι, ώστε εκεί να την συμπαρασταθούμε.

Σε άλλη περίπτωση, έπρεπε κάποιος από εμάς πάλι να μένει μαζί της και να την περιποιείται στο δικό της σπίτι, αφού μόνη της τίποτε δεν μπορούσε να κάνει. Ούτε καν να περπατήσει.

Από εκεί και μετά λοιπόν, η γυναίκα μου φρόντιζε την μητέρα μου όσο έλειπα εγώ απασχολημένος με τις εργασιακές μου υποχρεώσεις κι όταν επέστρεφα το απόγευμα πια, αμέσως αναλάμβανα υπηρεσία, γιατί και οι δύο είχαν ανάγκη της δικής μου προσοχής.

Και για να μη σας τα πολύ λέω, τα επόμενα τρία χρόνια κάπως έτσι τα περάσαμε. Η μητέρα μου ωστόσο, αποκαταστάθηκε εντελώς πια μετά από ένα εξάμηνο φροντίδας κι αφού επανήρθε στα φυσιολογικά, από μόνη της ζήτησε να επιστρέψει στο σπίτι της.

Η γυναίκα μου βέβαια δεν συμφωνούσε με την απόφασή της, γιατί φοβόταν μη πάθει κάτι και μόνη της καθώς έμενε, τίποτε δεν θα προλαβαίναμε να της κάνουμε, γιατί έμενε στο κέντρο της πόλης μας και αρκετά μακριά από το δικό μας σπίτι.

Αρκετά με φρόντισες της έλεγε η μητέρα μου ευχαριστώντας την, όπως ακριβώς έκανες άλλωστε και πριν από πέντε χρόνια, όταν άλλοι λόγοι υγείας με υποχρέωσαν να δεχθώ την φροντίδα σου.

Ας πάω λοιπόν τώρα στο σπίτι μου της έλεγε, ώστε κι εσύ να ξεκουραστείς, αλλά και γρήγορα να ξεπεράσεις την περιπέτεια που υποχρεώνεσαι να ζήσεις και δεν ξέρουμε πως θα τελειώσει.

Μια κι επέμενε λοιπόν, πήγα την μητέρα μου στο σπίτι της, αλλά και λεπτό δεν ησύχασα από εκεί και μετά, γιατί συνεχώς με καλούσε κοντά της, μα μέρα ήταν, μα νύχτα ήταν, λόγω της χρόνιας υπέρτασης που αντιμετώπιζε.

Μόλις έβλεπε την πίεσή της να ανεβαίνει στο είκοσι δύο δηλαδή, αμέσως με καλούσε στο τηλέφωνο όποια ώρα κι αν ήταν κι όπως ήταν αναγκαίο, από όπου κι αν βρισκόμουν, σε δέκα λεπτά ήμουν κοντά της.

Τα περισσότερα καλέσματά της βέβαια, εύκολα τα κάλυπτα, γιατί μου τα έκανε τα απογεύματα, ή λύγο πριν πέσει για ύπνο. Κι όπως καταλάβαινα, από φόβο της ανέβαινε η πίεση, μη τυχών και της έκαναν επίσκεψη οι κλέφτες, αυτοί δηλαδή που εκείνο το διάστημα χτυπούσαν τις ηλικιωμένες γυναίκες, προκειμένου να τις πάρουν τις οικονομίες τους, όπως της έβαλαν στο μυαλό να μελετά οι γειτόνισσές της.

Και τα νυχτερινά καλέσματά της τον ίδιο λόγο είχαν βέβαια, αλλά αυτά τα έκανα ποιο δύσκολα, γιατί φοβόμουν να αφήσω μόνη της την γυναίκα μου στο σπίτι. Ήταν ο γιος μου ο Αλέξανδρος εκεί βέβαια και με πολύ προθυμία κι αυτός συμμετείχε στα προβλήματά μας, αλλά εργαζόταν το παιδί, οπότε, έπρεπε και να κοιμάται σωστά.

Όταν έφευγα εγώ δηλαδή από το σπίτι και κατά τις τρεις τα ξημερώματα τις περισσότερες φορές, αυτός είχε τον νου του από εκεί και μετά στην μητέρα του, μη τυχόν και της παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα, κατά την διάρκεια του ύπνου της όπως πάντα.

Ένα χρόνο σχεδόν αντιμετωπίζαμε τα προβλήματά μας με τον ίδιο τρόπο και το καλοκαίρι του δεύτερου χρόνου πια κάναμε την σκέψη να το περάσουμε στο χωριό μας προκειμένου να αλλάξουμε περιβάλλον, αφού τελειώσαμε με την αποπεράτωση του σπιτιού μας.

Πήραμε και την μητέρα μου μαζί μας βέβαια για να την έχουμε κοντά μας και πριν καλά, καλά ησυχάσουμε εκεί, για τρίτη φορά έπεσε στα χέρια της γυναίκας μου και το έκανε από απανωτά εγκεφαλικά που της προέκειπταν.

Πρόλαβε ωστόσο και χάρηκε την παραμονή της στο χωριό μένοντας μαζί μας τους τρείς καλοκαιρινούς μήνες και στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2011 πια, μας εγκατέλειψε μια μέρα στα ογδόντα επτά της χρόνια, από εγκεφαλικό επεισόδιο όπως μας ανακοίνωσαν οι γιατροί του νοσοκομείου που την πήγαμε.

Έφυγε βέβαια η μητέρα μου από την επιτήρησή μας, αλλά η γυναίκα μου, συνέχισε να ταλαιπωρείτε από το δικό της πρόβλημα κι από φόβο πια μη μου πάθει κι αυτή κάτι κακό, όσο βρισκόμουν μακριά της, πουθενά αλλού δεν πήγαινα εκτός από την δουλειά μου.

Βγήκα στην σύνταξη εν τω μεταξύ κι όπως το υπολόγιζα, θα ξεκουραζόμουν πια, αλλά η γυναίκα μου δεν μου επέτρεπε να το κάνω. Επέμενε να μου τονίζει, ότι ήμουν υποχρεωμένος να εξυπηρετώ τους μοναχούς, γιατί και αυτοί το ίδιο έκαναν, όταν αυτή βρισκόταν στο χειρουργείο κι από πεθαμένη τότε βγήκε ζωντανή με τις προσευχές τους, γεγονός που σας ανάφερα βέβαια στα προηγούμενα.

Αυτήν την υποχρέωση ακολουθώντας λοιπόν, κάθε μέρα ήμουν απασχολημένος με τις ανάγκες των πατέρων. Από το απόγευμα και μετά όμως, στο σπίτι έμενα κλεισμένος, γιατί την νύχτα ιδικά έβγαζε τις λειτουργικές επιπλοκές ο εγκέφαλός της και στον ύπνο της συγκεκριμένα όπως σας είπα.

Ασφαλώς και δεν ήταν σωστή η διάγνωση των γιατρών, αλλά αφού το αποτέλεσμα ήταν αυτό που τους ωθούσε να βλέπουν από πείρας μια συγκεκριμένη πάθηση, ήθελαν δεν ήθελαν, αυτήν αντιμετώπιζαν, έστω κι αν δεν την έβρισκαν πουθενά στις σχετικές εξετάσεις τους.

Κι επειδή πολύ το μελετούσα κι εγώ στην προσπάθειά μου να βοηθήσω την γυναίκα μου, μόλις άκουσα έναν καθηγητή γιατρό να λέει μια μέρα σε κάποιο κανάλι, ότι οι λάμπες φθορίου προκαλούν πολύ σοβαρές επιπλοκές στον εγκέφαλο των ανθρώπων και ιδικά σ’ αυτούς που έχουν υποστεί κάποια επέμβαση στον συγκεκριμένο χώρο, αμέσως σηκώθηκα και πήγα να συναντήσω τον γιατρό που την παρακολουθούσε ως ποιο ιδικός πλέον επί του θέματος.

Αφού του ανάφερα αυτά που άκουσα, ευθαρσώς του ζήτησα μετά να μου επιτρέψει, αν η πείρα του βέβαια μου το συνιστούσε, ώστε να βγάλω αυτές τις λάμπες από το σπίτι μας, αφού μάλλον αυτές μπλόκαραν τον εγκέφαλο της γυναίκας μου.

Ειλικρινής όμως κι ο καθηγητής, το αυτονόητο μου έλεγε. Ιδέα δεν έχω επί του θέματος. Αλλά δεν έχεις να χάσεις και τίποτε αν τις βγάλεις. Αν δεις όμως κάποια διαφορά στην συμπεριφορά της γυναίκας σου, πολύ θα ήθελα να μου την αναφέρεις. Αυτό λοιπόν μου είπε ο γιατρό κι αυτό ακριβώς αποφάσισα να κάνω την επομένη το πρωί κιόλας.

Μας είχαν πείσει, ότι για λόγους οικονομίας, τέτοιες λάμπες έπρεπε να έχουμε στα σπίτια μας και δεν λέω ότι είχαν πρόθεση να μας προκαλέσουν προβλήματα. Μπορεί κι αυτοί που μας πιπίλιζαν το μυαλό τότε να τις βάλουμε, να μην ήξεραν ότι αυτές ιδικά οι λάμπες επηρεάζουν τόσο πολύ τους εγκεφάλους.

Αφού δέχτηκα ως λογική και την προτροπή του καθηγητού που ανάφερε το θέμα στο κανάλι που μιλούσε, πρωί, πρωί, πήγα και πήρα τριάντα λάμπες led πια και με το δίκαιό τους ρωτούσαν οι άνθρωποι να τους πω, που θα τις έβαζα, γιατί πολλές τους φάνηκαν.

Μετά από τις λάμπες όμως, πήγα από σύμπτωση σε κάποιο από τα καταστήματα που διαθέτει ηλεκτρονικό υλικό, για να πάρω από εκεί όπως είχα υποχρέωση, ένα ιδικό εξάρτημα που μου ζήτησαν οι πατέρες της μονής μας.

Την στιγμή που μπήκα στο κατάστημα όμως, ένας ηλικιωμένος κύριος και πελάτης τους όπως αποδείχτηκε ήταν μέσα και με αρκετά δυνατή φωνή έλεγε προς τον καταστηματάρχη ότι τον ξεγέλασε, γιατί του έδωσε με δική του επιλογή ένα ακριβό μεν ραδιόφωνο, αλλά όταν το δοκίμασε στο σπίτι του, άκουγε να βράζουν φασόλια μάσα κι όχι μουσική όπως αυτός θα ήθελε να ακούει.

Γέλασε ο καταστηματάρχης με την περιγραφή που του έκανε ο πελάτης του, αλλά και του πρότεινε να βγει έξω από το μαγαζί του κι εκεί στο πεζοδρόμιο να δοκιμάσει αν παίζει τραγούδια το ραδιόφωνό του ή όχι, ή αν ακόμη ακούει να βράζουν φασόλια.

Πράγματι πήγε ο άνθρωπος στο πεζοδρόμιο  κι όταν άνοιξε το ραδιόφωνό του, όχι μόνο τρόμαξε από την έντασή του, αλλά και λίγο έλειψε να του φύγει από τα χέρια. Μέχρι μέσα ακουγόταν τα τραγούδια του δηλαδή και μάλιστα πολύ δυνατά.

Μετά από αυτό, αμίλητος μπήκε στο κατάστημα κι όταν βγήκε από το σοκ, μόνον ένα γιατί μπόρεσε να εκφράσει. Ο καλός καταστηματάρχης όμως, χαμογελώντας και πάλι ρωτούσε να του πει ο πελάτης του, αν είχε στο σπίτι του λάμπες οικονομίας, σαν κι αυτές δηλαδή που είχε αναμμένες στο κατάστημά του κι όπως έπρεπε του τις έδειχνε.

Ασφαλώς κι έχω έλεγε ο άνθρωπος. Γεμάτο είναι το σπίτι μου από τέτοιες λάμπες, αφού μας είπαν ότι κάνουν οικονομία. Καλά σας είπαν έλεγε κι ο καταστηματάρχης, αλλά ξέχασαν να σας πουν, ότι αυτές ιδικά οι λάμπες, προκαλούν πολλές παρεμβολές.

Αυτός είναι κι ο λόγος που άκουγες να βράζουν φασόλια στο ραδιόφωνό σου όπως είπες. Αν όμως θέλεις να ακούς τραγούδια, τότε πήγαινε να τις βγάλεις όλες. Πριν πας στο σπίτι σου μάλιστα, πήγαινε απέναντι και στο κατάστημα που πουλάει λάμπες κι αν θυμάσαι πόσες θα χρειαστείς, ζήτησε να σου δώσουν από τις νέες, τις led να τους πεις.

Όταν θα τις αλλάξεις με αυτές που τώρα έχεις στο σπίτι σου, σίγουρα θα ακούς τραγούδια από το ραδιόφωνό σου, αλλά και θα σταματήσουν να ακούγονται τα φασόλια που βράζουν. Κατάλαβες τί πρέπει να κάνεις;

Κατάλαβα είπε ο άνθρωπος κι όπως τον έβλεπα, αμέσως πήγε στο κατάστημα με τις λάμπες. Αυτά ακούγοντας κι εγώ όμως, δεν χρειάστηκε να ρωτήσω περισσότερα στον καταστηματάρχη. Αφού πήρα αυτό που ήθελα, αμίλητος έφυγα κι όπως έπρεπε δεν άφησα καμιά από εκείνες τις λάμπες στη θέση τους.

Όλες τις άλλαξα κι όπως τις έβαλα στο κουτί, στον κάδο με την ανακύκλωση για τα ηλεκτρολογικά τις πήγα, ώστε να μη τις βρει κανείς και χωρίς να ξέρει, πάθει τα ίδια με την γυναίκα μου.

Μετά από αυτό βέβαια, άρχισα να παρατηρώ και με πολύ προσοχή μάλιστα την συμπεριφορά της γυναίκας μου, ώστε να είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα που υπολόγιζα να έχω.

Όπως έβλεπα όμως, είχε απόλυτο δίκαιο ο άγνωστος σ’ εμένα καθηγητής. Από τις πρώτες μέρες κιόλας άρχισε να βρίσκει ξανά τον εαυτό της η γυναίκα μου κι από μέρα σε μέρα όλο και προς το καλύτερο πήγαινε.

Βρήκα την λύση του προβλήματος έλεγα στον εαυτό μου, αλλά και δεν έτρεξα αμέσως να το αναφέρω στον καθηγητή που την παρακολουθούσε, γιατί ήθελα να είμαι απόλυτα σίγουρος για όσα θα του έλεγα.

Δύο χρόνια πέρασαν εν τω μεταξύ και στην λήξη του δευτέρου αποφάσισα να τον επισκεφτώ, αφού μας είχε βάλει κανόνα, ώστε μια φορά τον χρόνο τουλάχιστον να κάνει στην γυναίκα μου ένα εγκεφαλογράφημα, για να βλέπει την εξέλιξη του εγκεφάλου της.

Αυτό μελετώντας όμως και την τελευταία φορά που της το έκανε, το ίδιο έλεγε όπως πάντα. Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται. Κάθε εγκεφαλογράφημα είναι τελείως διαφορετικό από τα προηγούμενα. Συνεχώς προς το καλύτερο είναι όλα βέβαια μετά από επτά χρόνια εξετάσεων, αλλά όπως το παρατηρώ, δεν λέει να ξεχάσει ο εγκέφαλός της, το πρώτο επεισόδιο που έκανε.

Θα σας έλεγα να κόψουμε την αγωγή που παίρνει η κυρία Ιάνθη, αλλά επειδή δεν σβήνει το παλιό επεισόδιο, φοβάμαι να σας το προτείνω. Συνεχίστε έτσι λοιπόν κι εφόσον όλα είναι καλά, να έρθετε ξανά σε δύο χρόνια από τώρα. Αν πάλι σας παρουσιαστεί κάτι έκτακτο, ελάτε αμέσως να σας δω, όποτε κι αν σας προκύψει αυτό.

Αυτά μας είπε ο γιατρός, ένα χρόνο πριν αλλάξω τις λάμπες στο σπίτι μας κι αφού έβλεπα να αλλάζει η συμπεριφορά της γυναίκας μου και μάλιστα άρδην προς το καλύτερο στο τέλος του χρόνου που διανύαμε και μετά από δύο χρόνια προσωπικής μου παρακολούθησης,  μόνος μου πήγα να τον βρω και με κάθε σιγουριά μάλιστα του έλεγα, ότι δεν θα ξανακάνει επεισόδιο η γυναίκα μου, γιατί με το που άλλαξα τις λάμπες, όλα ήρθαν στην πρότερή τους κατάσταση και μάλιστα με απίστευτη διαφορά.

Οι λάμπες ήταν η αιτία που μπλόκαραν το μυαλό της του έλεγα κι αφού μετά από δυο χρόνια δεν υπάρχουν πια αυτές στο σπίτι μας, η γυναίκα μου ζει φυσιολογικά και χαίρετε τα πάντα από εκεί που συνεχώς ήταν ζαλισμένη.

Κι αφού έκανα τα δικά μου τεστ, δεν θα σου την φέρω άλλη φορά για εξέταση, γιατί εσύ θα θελήσεις να την πιέσεις πάλι, για να δεις μέχρι που αντέχει όπως έκανες και πριν από τρία χρόνια κι εγώ δεν θέλω να διακινδυνεύσω το μέχρι στιγμής θετικό αποτέλεσμα.

Αφού είδες τέτοια διαφορά στην συμπεριφορά της έλεγε κι αυτός, μην μου την φέρεις ξανά, αλλά για λόγους ασφαλείας, ας παίρνει τα χάπια. Ούτως ή άλλως, τα έχει συνηθίσει πια ο οργανισμός της και τίποτε δεν της κάνουν. Για λόγους ασφαλείας και μόνο λοιπόν, ας τα παίρνει.

Τα έπαιρνε βέβαια κι ακόμη τα παίρνει για λόγους ασφαλείας η γυναίκα μου όπως είπε ο γιατρός αν και πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε που έκανε το τελευταίο επεισόδιο μέχρι και σήμερα που σας αναφέρω το περιστατικό αφού το 2020 διανύουμε τώρα.

Από τότε λοιπόν και μέχρι σήμερα, δεν ζήσαμε κανένα άλλο και παρόμοιο περιστατικό με τα προηγούμενα, αλλά και η συμπεριφορά της γυναίκας έχει γίνει αγνώριστα προς το καλύτερο κι εντελώς φυσιολογική. Οι λάμπες φθορίου λοιπόν μας έκαναν την ζημιά.

 

Ευλογημένη ταλαιπωρία

 

Τον μπάρμπα Χαράλαμπο λοιπόν έψαχνα εκείνο το πρωινό και συνέχισα να κάνω το ίδιο πάνω από μια ώρα, ακόμη και μετά από την συνάντηση που είχα με την κόρη του την Ευδοξία. Παρόλα αυτά όμως, πουθενά δεν κατάφερα να τον συναντήσω.

Και τις επόμενες μέρες που επισταμένως προσπαθούσα να τον συναντήσω σε κάποιο από τα καταστήματα της αγοράς μας έστω, τίποτε δεν κατάφερα. Πουθενά δηλαδή δεν τον έβρισκα.

Την απουσία του μελετώντας πια, αφού για αρκετές μέρες ήταν εξαφανισμένος, υποχρεώθηκα να πω τελικά στον εαυτό μου, όπως και στους καταστηματάρχες που εμένα ρωτούσαν να τους πω αν τον είδα κάπου, ότι μάλλον κάτι απρόσμενο του έτυχε, γι’ αυτό και χάθηκε.

Πέρασαν δυο μήνες όμως από τότε που τον χάσαμε κι ακόμη δεν είχε φανεί, οπότε άρχισα να βάζω πολλά και διάφορα με το μυαλό μου. Κι άλλες φορές χανόταν αυτός βέβαια και για αρκετές μέρες μάλιστα, αλλά τόσο μεγάλο διάστημα ποτέ.

Το μεγάλο διάστημα της απουσίας του λοιπόν ήταν αυτό που με προβλημάτιζε κι αυτό θέλοντας να απαντήσω, πάλι έλεγα στον εαυτό μου, ότι και γυναίκα έχει ο άνθρωπος κα παιδιά έχει κι αν έπαθε κάτι με την υγεία του, αυτοί θα τον φροντίσουν.

Αυτό υιοθετώντας στο τέλος, αφέθηκα να περιμένω την εμφάνισή του, όποτε αυτός θα ήταν έτοιμος να μας την κάνει και δεν ήταν ανάγκη να τρέχω κι εγώ πίσω του. Άλλωστε, είχαν γραμμένο το τηλέφωνό μου στο σπίτι τους, οπότε, αν ήθελαν κάτι από εμένα προσωπικά, εύκολα θα μπορούσαν να με βρουν.

Μεσολάβησε το καλοκαίρι εν τω μεταξύ κι επειδή είχα να αντιμετωπίσω αρκετά δικά μου προβλήματα εκείνο το διάστημα και μάλιστα απανωτά όπως λέμε, ήθελα δεν ήθελα, ξέχασα εντελώς τον μπάρμπα Χαράλαμπο.

Για την ακρίβεια, το σπίτι μου στο χωριό ετοίμαζα εκείνο το διάστημα, αλλά και την μητέρα μου έτρεχα στα νοσοκομεία, λόγω ενός σπασίματος που της προέκυψε στο ισχίου της.

Μαζί με αυτά όμως και τα χαρτιά για την έκδοση της σύνταξης μου προσπαθούσα να συγκεντρώσω, μια και πλησίασε ο καιρός και για να μην πάρω ανάσα θαρρείς, πίσω από την γυναίκα μου έτρεχα πάλι με αρκετή αγονία, γιατί ένα πρόβλημα υγείας που την ταλαιπωρούσε από το 2005 μια η δυο φορές τον χρόνο, έγινε ξαφνικά πολύ σοβαρό για αυτήν αν και παθολογικά αίτια που να δικαιολογούν την εμφάνισή του, πουθενά δεν έβρισκαν οι γιατροί, όσο κι αν το έψαχναν.

Λειτουργικές εγκεφαλικές διαταραχές παρουσίαζε για την ακρίβεια κι επειδή είχε κάνει μια επέμβαση στο κεφάλι της από ανεύρυσμα πριν από δώδεκα χρόνια όπως σας το ανάφερα, επέμεναν οι γιατροί, ότι αυτό μάλλον ήταν το αίτιο του προβλήματός της κι αφού άλλο αίτιο δεν μπορούσαν να βρουν, της επέβαλαν μια αγωγή, σχετική με την προυπάρχουσα περίπτωση.

Ο χειρούργος που της έκανε την επέμβαση για το ανεύρυσμα, δεν συμφωνούσε με την διάγνωσή τους βέβαια, αλλά επειδή οι γιατροί που την παρακολουθούσαν εκείνο το διάστημα είχαν την δική τους άποψη, θέλοντας και μη, ακολουθούσαμε μια αγωγή που απευθυνόταν σε κάποιο θεωρητικό αίτιο, αφού πουθενά δεν μπορούσαν να εντοπίσου το πραγματικό στις συχνές εξετάσεις που της επέβαλαν.

Την άποψή τους ακολουθώντας λοιπόν, υποχρεώθηκε η γυναίκα μου να παίρνει χάπια, για μια πάθηση, που επί της ουσίας δεν είχε. Αν και τα έπαιρνε όμως, δεν γλύτωνε από τις σχετικές επιπτώσεις.

Με τέτοια προβλήματα στο κεφάλι μου λοιπόν, όχι μόνον τον μπάρμπα Χαράλαμπο ξέχασα εκείνο το διάστημα, αλλά και πολλά άλλα. Και στον χειμώνα που μπήκαμε στην συνέχεια τίποτε δεν μου θύμιζε την απουσία του, όπως δεν έλεγε να τελειώσει και το πρόβλημα υγείας της γυναίκας μου.

Και την μητέρα μου φροντίζοντας παράλληλα όμως, μας είπαν οι γιατροί ότι έπρεπε να την πάρουμε πια από το νοσοκομείο τους, αφού έκαναν κι αυτοί ότι καλύτερο μπορούσαν για το πόδι της.

Αυτό κάναμε τελικά, αλλά επειδή βλέπαμε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνη της την επανένταξή της στην καθημερινότητα, αποφασίσαμε να την πάρουμε μαζί μας και στο δικό μας σπίτι, ώστε εκεί να την συμπαρασταθούμε.

Σε άλλη περίπτωση, έπρεπε κάποιος από εμάς πάλι να μένει μαζί της και να την περιποιείται στο δικό της σπίτι, αφού μόνη της τίποτε δεν μπορούσε να κάνει. Ούτε καν να περπατήσει.

Από εκεί και μετά λοιπόν, η γυναίκα μου φρόντιζε την μητέρα μου όσο έλειπα εγώ απασχολημένος με τις εργασιακές μου υποχρεώσεις κι όταν επέστρεφα το απόγευμα πια, αμέσως αναλάμβανα υπηρεσία, γιατί και οι δύο είχαν ανάγκη της δικής μου προσοχής.

Και για να μη σας τα πολύ λέω, τα επόμενα τρία χρόνια κάπως έτσι τα περάσαμε. Η μητέρα μου ωστόσο, αποκαταστάθηκε εντελώς πια μετά από ένα εξάμηνο φροντίδας κι αφού επανήρθε στα φυσιολογικά, από μόνη της ζήτησε να επιστρέψει στο σπίτι της.

Η γυναίκα μου βέβαια δεν συμφωνούσε με την απόφασή της, γιατί φοβόταν μη πάθει κάτι και μόνη της καθώς έμενε, τίποτε δεν θα προλαβαίναμε να της κάνουμε, γιατί έμενε στο κέντρο της πόλης μας και αρκετά μακριά από το δικό μας σπίτι.

Αρκετά με φρόντισες της έλεγε η μητέρα μου ευχαριστώντας την, όπως ακριβώς έκανες άλλωστε και πριν από πέντε χρόνια, όταν άλλοι λόγοι υγείας με υποχρέωσαν να δεχθώ την φροντίδα σου.

Ας πάω λοιπόν τώρα στο σπίτι μου της έλεγε, ώστε κι εσύ να ξεκουραστείς, αλλά και γρήγορα να ξεπεράσεις την περιπέτεια που υποχρεώνεσαι να ζήσεις και δεν ξέρουμε πως θα τελειώσει.

Μια κι επέμενε λοιπόν, πήγα την μητέρα μου στο σπίτι της, αλλά και λεπτό δεν ησύχασα από εκεί και μετά, γιατί συνεχώς με καλούσε κοντά της, μα μέρα ήταν, μα νύχτα ήταν, λόγω της χρόνιας υπέρτασης που αντιμετώπιζε.

Μόλις έβλεπε την πίεσή της να ανεβαίνει στο είκοσι δύο δηλαδή, αμέσως με καλούσε στο τηλέφωνο όποια ώρα κι αν ήταν κι όπως ήταν αναγκαίο, από όπου κι αν βρισκόμουν, σε δέκα λεπτά ήμουν κοντά της.

Τα περισσότερα καλέσματά της βέβαια, εύκολα τα κάλυπτα, γιατί μου τα έκανε τα απογεύματα, ή λύγο πριν πέσει για ύπνο. Κι όπως καταλάβαινα, από φόβο της ανέβαινε η πίεση, μη τυχών και της έκαναν επίσκεψη οι κλέφτες, αυτοί δηλαδή που εκείνο το διάστημα χτυπούσαν τις ηλικιωμένες γυναίκες, προκειμένου να τις πάρουν τις οικονομίες τους, όπως της έβαλαν στο μυαλό να μελετά οι γειτόνισσές της.

Και τα νυχτερινά καλέσματά της τον ίδιο λόγο είχαν βέβαια, αλλά αυτά τα έκανα ποιο δύσκολα, γιατί φοβόμουν να αφήσω μόνη της την γυναίκα μου στο σπίτι. Ήταν ο γιος μου ο Αλέξανδρος εκεί βέβαια και με πολύ προθυμία κι αυτός συμμετείχε στα προβλήματά μας, αλλά εργαζόταν το παιδί, οπότε, έπρεπε και να κοιμάται σωστά.

Όταν έφευγα εγώ δηλαδή από το σπίτι και κατά τις τρεις τα ξημερώματα τις περισσότερες φορές, αυτός είχε τον νου του από εκεί και μετά στην μητέρα του, μη τυχόν και της παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα, κατά την διάρκεια του ύπνου της όπως πάντα.

Ένα χρόνο σχεδόν αντιμετωπίζαμε τα προβλήματά μας με τον ίδιο τρόπο και το καλοκαίρι του δεύτερου χρόνου πια κάναμε την σκέψη να το περάσουμε στο χωριό μας προκειμένου να αλλάξουμε περιβάλλον, αφού τελειώσαμε με την αποπεράτωση του σπιτιού μας.

Πήραμε και την μητέρα μου μαζί μας βέβαια για να την έχουμε κοντά μας και πριν καλά, καλά ησυχάσουμε εκεί, για τρίτη φορά έπεσε στα χέρια της γυναίκας μου και το έκανε από απανωτά εγκεφαλικά που της προέκειπταν.

Πρόλαβε ωστόσο και χάρηκε την παραμονή της στο χωριό μένοντας μαζί μας τους τρείς καλοκαιρινούς μήνες και στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2011 πια, μας εγκατέλειψε μια μέρα στα ογδόντα επτά της χρόνια, από εγκεφαλικό επεισόδιο όπως μας ανακοίνωσαν οι γιατροί του νοσοκομείου που την πήγαμε.

Έφυγε βέβαια η μητέρα μου από την επιτήρησή μας, αλλά η γυναίκα μου, συνέχισε να ταλαιπωρείτε από το δικό της πρόβλημα κι από φόβο πια μη μου πάθει κι αυτή κάτι κακό, όσο βρισκόμουν μακριά της, πουθενά αλλού δεν πήγαινα εκτός από την δουλειά μου.

Βγήκα στην σύνταξη εν τω μεταξύ κι όπως το υπολόγιζα, θα ξεκουραζόμουν πια, αλλά η γυναίκα μου δεν μου επέτρεπε να το κάνω. Επέμενε να μου τονίζει, ότι ήμουν υποχρεωμένος να εξυπηρετώ τους μοναχούς, γιατί και αυτοί το ίδιο έκαναν, όταν αυτή βρισκόταν στο χειρουργείο κι από πεθαμένη τότε βγήκε ζωντανή με τις προσευχές τους, γεγονός που σας ανάφερα βέβαια στα προηγούμενα.

Αυτήν την υποχρέωση ακολουθώντας λοιπόν, κάθε μέρα ήμουν απασχολημένος με τις ανάγκες των πατέρων. Από το απόγευμα και μετά όμως, στο σπίτι έμενα κλεισμένος, γιατί την νύχτα ιδικά έβγαζε τις λειτουργικές επιπλοκές ο εγκέφαλός της και στον ύπνο της συγκεκριμένα όπως σας είπα.

Ασφαλώς και δεν ήταν σωστή η διάγνωση των γιατρών, αλλά αφού το αποτέλεσμα ήταν αυτό που τους ωθούσε να βλέπουν από πείρας μια συγκεκριμένη πάθηση, ήθελαν δεν ήθελαν, αυτήν αντιμετώπιζαν, έστω κι αν δεν την έβρισκαν πουθενά στις σχετικές εξετάσεις τους.

Κι επειδή πολύ το μελετούσα κι εγώ στην προσπάθειά μου να βοηθήσω την γυναίκα μου, μόλις άκουσα έναν καθηγητή γιατρό να λέει μια μέρα σε κάποιο κανάλι, ότι οι λάμπες φθορίου προκαλούν πολύ σοβαρές επιπλοκές στον εγκέφαλο των ανθρώπων και ιδικά σ’ αυτούς που έχουν υποστεί κάποια επέμβαση στον συγκεκριμένο χώρο, αμέσως σηκώθηκα και πήγα να συναντήσω τον γιατρό που την παρακολουθούσε ως ποιο ιδικός πλέον επί του θέματος.

Αφού του ανάφερα αυτά που άκουσα, ευθαρσώς του ζήτησα μετά να μου επιτρέψει, αν η πείρα του βέβαια μου το συνιστούσε, ώστε να βγάλω αυτές τις λάμπες από το σπίτι μας, αφού μάλλον αυτές μπλόκαραν τον εγκέφαλο της γυναίκας μου.

Ειλικρινής όμως κι ο καθηγητής, το αυτονόητο μου έλεγε. Ιδέα δεν έχω επί του θέματος. Αλλά δεν έχεις να χάσεις και τίποτε αν τις βγάλεις. Αν δεις όμως κάποια διαφορά στην συμπεριφορά της γυναίκας σου, πολύ θα ήθελα να μου την αναφέρεις. Αυτό λοιπόν μου είπε ο γιατρό κι αυτό ακριβώς αποφάσισα να κάνω την επομένη το πρωί κιόλας.

Μας είχαν πείσει, ότι για λόγους οικονομίας, τέτοιες λάμπες έπρεπε να έχουμε στα σπίτια μας και δεν λέω ότι είχαν πρόθεση να μας προκαλέσουν προβλήματα. Μπορεί κι αυτοί που μας πιπίλιζαν το μυαλό τότε να τις βάλουμε, να μην ήξεραν ότι αυτές ιδικά οι λάμπες επηρεάζουν τόσο πολύ τους εγκεφάλους.

Αφού δέχτηκα ως λογική και την προτροπή του καθηγητού που ανάφερε το θέμα στο κανάλι που μιλούσε, πρωί, πρωί, πήγα και πήρα τριάντα λάμπες led πια και με το δίκαιό τους ρωτούσαν οι άνθρωποι να τους πω, που θα τις έβαζα, γιατί πολλές τους φάνηκαν.

Μετά από τις λάμπες όμως, πήγα από σύμπτωση σε κάποιο από τα καταστήματα που διαθέτει ηλεκτρονικό υλικό, για να πάρω από εκεί όπως είχα υποχρέωση, ένα ιδικό εξάρτημα που μου ζήτησαν οι πατέρες της μονής μας.

Την στιγμή που μπήκα στο κατάστημα όμως, ένας ηλικιωμένος κύριος και πελάτης τους όπως αποδείχτηκε ήταν μέσα και με αρκετά δυνατή φωνή έλεγε προς τον καταστηματάρχη ότι τον ξεγέλασε, γιατί του έδωσε με δική του επιλογή ένα ακριβό μεν ραδιόφωνο, αλλά όταν το δοκίμασε στο σπίτι του, άκουγε να βράζουν φασόλια μάσα κι όχι μουσική όπως αυτός θα ήθελε να ακούει.

Γέλασε ο καταστηματάρχης με την περιγραφή που του έκανε ο πελάτης του, αλλά και του πρότεινε να βγει έξω από το μαγαζί του κι εκεί στο πεζοδρόμιο να δοκιμάσει αν παίζει τραγούδια το ραδιόφωνό του ή όχι, ή αν ακόμη ακούει να βράζουν φασόλια.

Πράγματι πήγε ο άνθρωπος στο πεζοδρόμιο  κι όταν άνοιξε το ραδιόφωνό του, όχι μόνο τρόμαξε από την έντασή του, αλλά και λίγο έλειψε να του φύγει από τα χέρια. Μέχρι μέσα ακουγόταν τα τραγούδια του δηλαδή και μάλιστα πολύ δυνατά.

Μετά από αυτό, αμίλητος μπήκε στο κατάστημα κι όταν βγήκε από το σοκ, μόνον ένα γιατί μπόρεσε να εκφράσει. Ο καλός καταστηματάρχης όμως, χαμογελώντας και πάλι ρωτούσε να του πει ο πελάτης του, αν είχε στο σπίτι του λάμπες οικονομίας, σαν κι αυτές δηλαδή που είχε αναμμένες στο κατάστημά του κι όπως έπρεπε του τις έδειχνε.

Ασφαλώς κι έχω έλεγε ο άνθρωπος. Γεμάτο είναι το σπίτι μου από τέτοιες λάμπες, αφού μας είπαν ότι κάνουν οικονομία. Καλά σας είπαν έλεγε κι ο καταστηματάρχης, αλλά ξέχασαν να σας πουν, ότι αυτές ιδικά οι λάμπες, προκαλούν πολλές παρεμβολές.

Αυτός είναι κι ο λόγος που άκουγες να βράζουν φασόλια στο ραδιόφωνό σου όπως είπες. Αν όμως θέλεις να ακούς τραγούδια, τότε πήγαινε να τις βγάλεις όλες. Πριν πας στο σπίτι σου μάλιστα, πήγαινε απέναντι και στο κατάστημα που πουλάει λάμπες κι αν θυμάσαι πόσες θα χρειαστείς, ζήτησε να σου δώσουν από τις νέες, τις led να τους πεις.

Όταν θα τις αλλάξεις με αυτές που τώρα έχεις στο σπίτι σου, σίγουρα θα ακούς τραγούδια από το ραδιόφωνό σου, αλλά και θα σταματήσουν να ακούγονται τα φασόλια που βράζουν. Κατάλαβες τί πρέπει να κάνεις;

Κατάλαβα είπε ο άνθρωπος κι όπως τον έβλεπα, αμέσως πήγε στο κατάστημα με τις λάμπες. Αυτά ακούγοντας κι εγώ όμως, δεν χρειάστηκε να ρωτήσω περισσότερα στον καταστηματάρχη. Αφού πήρα αυτό που ήθελα, αμίλητος έφυγα κι όπως έπρεπε δεν άφησα καμιά από εκείνες τις λάμπες στη θέση τους.

Όλες τις άλλαξα κι όπως τις έβαλα στο κουτί, στον κάδο με την ανακύκλωση για τα ηλεκτρολογικά τις πήγα, ώστε να μη τις βρει κανείς και χωρίς να ξέρει, πάθει τα ίδια με την γυναίκα μου.

Μετά από αυτό βέβαια, άρχισα να παρατηρώ και με πολύ προσοχή μάλιστα την συμπεριφορά της γυναίκας μου, ώστε να είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα που υπολόγιζα να έχω.

Όπως έβλεπα όμως, είχε απόλυτο δίκαιο ο άγνωστος σ’ εμένα καθηγητής. Από τις πρώτες μέρες κιόλας άρχισε να βρίσκει ξανά τον εαυτό της η γυναίκα μου κι από μέρα σε μέρα όλο και προς το καλύτερο πήγαινε.

Βρήκα την λύση του προβλήματος έλεγα στον εαυτό μου, αλλά και δεν έτρεξα αμέσως να το αναφέρω στον καθηγητή που την παρακολουθούσε, γιατί ήθελα να είμαι απόλυτα σίγουρος για όσα θα του έλεγα.

Δύο χρόνια πέρασαν εν τω μεταξύ και στην λήξη του δευτέρου αποφάσισα να τον επισκεφτώ, αφού μας είχε βάλει κανόνα, ώστε μια φορά τον χρόνο τουλάχιστον να κάνει στην γυναίκα μου ένα εγκεφαλογράφημα, για να βλέπει την εξέλιξη του εγκεφάλου της.

Αυτό μελετώντας όμως και την τελευταία φορά που της το έκανε, το ίδιο έλεγε όπως πάντα. Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται. Κάθε εγκεφαλογράφημα είναι τελείως διαφορετικό από τα προηγούμενα. Συνεχώς προς το καλύτερο είναι όλα βέβαια μετά από επτά χρόνια εξετάσεων, αλλά όπως το παρατηρώ, δεν λέει να ξεχάσει ο εγκέφαλός της, το πρώτο επεισόδιο που έκανε.

Θα σας έλεγα να κόψουμε την αγωγή που παίρνει η κυρία Ιάνθη, αλλά επειδή δεν σβήνει το παλιό επεισόδιο, φοβάμαι να σας το προτείνω. Συνεχίστε έτσι λοιπόν κι εφόσον όλα είναι καλά, να έρθετε ξανά σε δύο χρόνια από τώρα. Αν πάλι σας παρουσιαστεί κάτι έκτακτο, ελάτε αμέσως να σας δω, όποτε κι αν σας προκύψει αυτό.

Αυτά μας είπε ο γιατρός, ένα χρόνο πριν αλλάξω τις λάμπες στο σπίτι μας κι αφού έβλεπα να αλλάζει η συμπεριφορά της γυναίκας μου και μάλιστα άρδην προς το καλύτερο στο τέλος του χρόνου που διανύαμε και μετά από δύο χρόνια προσωπικής μου παρακολούθησης,  μόνος μου πήγα να τον βρω και με κάθε σιγουριά μάλιστα του έλεγα, ότι δεν θα ξανακάνει επεισόδιο η γυναίκα μου, γιατί με το που άλλαξα τις λάμπες, όλα ήρθαν στην πρότερή τους κατάσταση και μάλιστα με απίστευτη διαφορά.

Οι λάμπες ήταν η αιτία που μπλόκαραν το μυαλό της του έλεγα κι αφού μετά από δυο χρόνια δεν υπάρχουν πια αυτές στο σπίτι μας, η γυναίκα μου ζει φυσιολογικά και χαίρετε τα πάντα από εκεί που συνεχώς ήταν ζαλισμένη.

Κι αφού έκανα τα δικά μου τεστ, δεν θα σου την φέρω άλλη φορά για εξέταση, γιατί εσύ θα θελήσεις να την πιέσεις πάλι, για να δεις μέχρι που αντέχει όπως έκανες και πριν από τρία χρόνια κι εγώ δεν θέλω να διακινδυνεύσω το μέχρι στιγμής θετικό αποτέλεσμα.

Αφού είδες τέτοια διαφορά στην συμπεριφορά της έλεγε κι αυτός, μην μου την φέρεις ξανά, αλλά για λόγους ασφαλείας, ας παίρνει τα χάπια. Ούτως ή άλλως, τα έχει συνηθίσει πια ο οργανισμός της και τίποτε δεν της κάνουν. Για λόγους ασφαλείας και μόνο λοιπόν, ας τα παίρνει.

Τα έπαιρνε βέβαια κι ακόμη τα παίρνει για λόγους ασφαλείας η γυναίκα μου όπως είπε ο γιατρός αν και πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε που έκανε το τελευταίο επεισόδιο μέχρι και σήμερα που σας αναφέρω το περιστατικό αφού το 2020 διανύουμε τώρα.

Από τότε λοιπόν και μέχρι σήμερα, δεν ζήσαμε κανένα άλλο και παρόμοιο περιστατικό με τα προηγούμενα, αλλά και η συμπεριφορά της γυναίκας έχει γίνει αγνώριστα προς το καλύτερο κι εντελώς φυσιολογική. Οι λάμπες φθορίου λοιπόν μας έκαναν την ζημιά.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *