Καλοκαιρινές Διακοπές Του 1975

Βρασνά  Μπήκαμε στο καλοκαίρι όμως εκείνης της χρονιάς κι όπως ήταν στο πρόγραμμα μας κι αυτό, πήρα την νόμιμη για την περίοδο καλοκαιρινή μου άδεια, η οποία και μου επέτρεπε να κάνω έναν ολόκληρο μήνα διακοπές.

 Συνοδευόμενος λοιπόν από την νεαρή αλλά κι εγκυμονούσα σύζυγό μου, καταλήξαμε από συνήθεια γι’ αυτόν τον σκοπό στο γνωστό πια σε μας χώρο, ο οποίος βρισκόταν σε μια ερημική τότε αμμουδιά της παραλίας των Βρασνών.

 Θα κάναμε ελεύθερο κάμπινγκ δηλαδή εκεί και θα το κάναμε ζώντας κάτω από ένα τεράστιο αντίσκηνο, το οποίο μας έφεραν από την Αυστραλία γι’ αυτόν τον σκοπό, οι συγγενείς της πεθεράς μου.

  Οδηγώντας λοιπόν το αυτοκίνητο που μας διέθεσε ο πεθερός μου, φτάσαμε γρήγορα σχετικά στον εν λόγω χώρο, αφού βέβαια βουλιάξαμε αρκετές φορές βαδίζοντες πάνω στην άμμο, δεδομένου ότι τότε δεν υπήρχε ούτε ίχνος δρόμου που να καταλήγει από τον δημόσιο στο σημείο που αναφέρομαι.

 Ήταν πολύ δύσκολο δηλαδή να φτάσει κανείς εκεί, αλλά κι ακόμη πιο δύσκολο ήταν το να μετακινηθεί κανείς με αυτοκίνητο οδηγώντας το πάνω στην αμμουδιά αν υπήρχε ανάγκη, για τον λόγο ότι ήταν πολλαπλώς χρησιμοποιημένη αυτή και δεν μας επέτρεπε να κάνουμε τίποτε, χωρίς να βρεθούμε αντιμέτωποι με τις γνωστές για την άμμο συνέπειες.

 Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε, που όποτε πηγαίναμε εκεί, κάναμε την εγκατάσταση μας στο σημείο που βουλιάζαμε την τελευταία φορά με το αυτοκίνητο μας κι αυτό που ελπίζαμε πάντα, ήταν να βουλιάξουμε κατά το δυνατόν, πλησιέστερα προς την θάλασσα.

 Όταν ερχόταν κανείς με φόρα πάντως από τον δρόμο, είχε περισσότερες πιθανότητες να βρεθεί κοντά στην θάλασσα και πλησιέστερα προς στα δέκα σπιτάκια που υπήρχαν από παλιά εκεί, διανύοντας βέβαια με δυσκολία όπως σας είπα τα τετρακόσια μέτρα αμμουδιάς που είχε να αντιμετωπίσει.

 Αν τα κατάφερνε πάντως, θα είχε παρέα τις δέκα οικογένειες, αυτές δηλαδή που ζούσαν εκεί όλους τους καλοκαιρινούς μήνες. Νερό για όλες τις ανάγκες του από τις τουλούμπες που είχαν τα σπιτάκια και προπαντός εύκολη πρόσβαση στις κοινόχρηστες τουαλέτες που σκέφτηκαν να διαθέτουν εκεί για όλους, έστω κι αν ήταν αρκετοί οι χρήστες τους.

 Διαφορετικά, θα έκανε απομονωμένος από τους υπόλοιπους διακοπές κι όπως είναι λογικό αυτό, με πάρα πολλά αναγκαία προβλήματα, από εκείνα που διέπουν την πρόχειρη διαβίωση του ελεύθερου κάμπινγκ.

 Έχοντας όλα αυτά υπόψιν μου λοιπόν, μπήκα με φόρα στον χώρο και τότε που αναφέρομαι, γι’ αυτό και κατέληξα εύκολα πίσω από τα μικρά  σπιτάκια, αλλά και πολύ κοντά στην τουλούμπα του οικογενειακού μας φίλου, ο οποίος και μας καλοδεχόταν με την γυναίκα του και τα παιδιά του.

 Αφού δεχθήκαμε στην συνέχεια και τις απλόχερες περιποιήσεις τους, έπιασα αμέσως σχεδόν δουλειά, γι’ αυτό και σε μηδέν χρόνο έστησα ασφαλώς εκείνο το τεράστιο αντίσκηνο πάνω στην άμμο.

 Μετά από λίγο, ήμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε της καλοκαιρινές μας διακοπές κάτω από την όποια ασφάλεια μπορούσε να μας παρέχει αυτό κι όντως ευδιάθετη η γυναίκα μου, ταχτοποίησε το νοικοκυριό της αν και δεν διαθέταμε πολλές ανέσεις.

 Ήταν προχωρημένα έγκυος όμως αυτή, γι’ αυτό και δυσκολευόταν λίγο στην προσπάθεια της να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μας, δεδομένου ότι δεν θα ζούσαμε και μόνοι μας στο εν λόγω αντίσκηνο.

 Ο γιατρός της βέβαια ήταν αυτός που της πρότεινε να κάνει θαλασσινά μπάνια, ελπίζοντας να έχει καλύτερα αποτελέσματα κατά τον τοκετό της, τον οποίο περιμέναμε να γίνει μετά από τρείς μήνες και τον Οκτώβριο όπως μας το διαβεβαίωσε.

 Αυτός άλλωστε ήταν κι ένας επιπλέον λόγος που μας υποχρέωνε να κάνουμε εκεί τις διακοπές μας, αφού και κοντά στην πόλη μας θα ήμασταν αλλά και σε πολύ καλό και φιλικό περιβάλλον θα βρισκόμασταν.

 Δεν ήμασταν όμως κι εντελώς μόνοι μας σε κείνο το αντίσκηνο όπως σας είπα, αφού θα φιλοξενούσαμε τα πεθερικά μου, τους Αυστραλούς συγγενείς τους και μερικούς ακόμη πιο μακρινούς από αυτούς.

 Δεκατέσσερα άτομα δηλαδή κοιμόταν μέσα στην σκηνή μας κι από συνήθεια εγώ, κοιμόμουν έξω από αυτήν. Οι καθημερινές μας ανάγκες βέβαια ήταν πολλές εκεί αν υπολογίσετε ότι έπρεπε να φροντίσουμε το φαγητό τόσων ανθρώπων, αλλά με λίγη καλή θέληση και αρκετή υπομονή και ανάλογη ανοχή, τα βολεύαμε.

 Το μόνο κακό στην υπόθεση ήταν η συσκευή υγραερίου που είχαμε, η οποία ήταν πολύ μικρή για να ανταπεξέλθει τον φόρτο τόσων υποχρεώσεων, γι’ αυτό και μας παίδευε λίγο.

 Ωστόσο, κάναμε έτσι τα πράγματα εμείς, που καθόλου δεν φαινόταν η δυσκολία μας, γι’ αυτό και αγόγγυστα φιλοξενούσαμε τους συγγενείς μας και ευχαρίστως διαβιώναμε μαζί τους.

 Έξω από εκείνο το αντίσκηνο όμως και στην πλαστική τραπεζαρία που διαθέταμε εμείς οι δεκαπέντε, ποτέ δεν τρώγαμε μόνοι μας. Τα μεσημέρια αλλά και κυρίως τα βράδια, είχαμε πάντα για παρέα μας αυτούς που ζούσαν στα σπιτάκια τους και μπροστά από μας, αλλά και αυτούς που ήταν σαν κι μας εγκατεστημένοι στα αντίσκηνα τους και βρισκόταν δίπλα μας ή πίσω από μας.

 Δεν γινόταν βέβαια πάντα έτσι, αφού κι εμείς κάναμε ομαδικές επισκέψεις σ’ αυτούς και έτσι όλοι μαζί, γινόμασταν μια τεράστια οικογένεια που διαβίωνε πολύ ευχάριστα τις καλοκαιρινές της διακοπές.

 Πίσω από μας, αλλά και δίπλα από το δικό μας αντίσκηνο, έστηναν τα μικρά τους αντίσκηνα και μερικές ομάδες Σκοπιανών οικογενειών, οι οποίες ερχόταν αρκετά χρόνια πριν από μας εκεί για τις διακοπές τους κι ως εκ τούτου, είχαν γνωρισθεί με τις οικογένειες που έμεναν στα σπιτάκια, γι’ αυτό και από τότε είχαν πολύ καλές μεταξύ τους σχέσεις.

 Αυτοί λοιπόν οι Σκοπιανοί, ποτέ δεν ερχόταν πρόχειρα εκεί να κάνουν τις διακοπές τους. Για ευνόητους λόγους, ερχόταν πάντα οργανωμένοι και αρκούντως πλαισιωμένοι από γιατρούς, μηχανικούς, δασκάλους και μουσικούς και έτσι έκαναν την διαμονή τους στον χώρο όσο μπορούσαν πιο ευχάριστη γι’ αυτούς και τα παιδιά τους κι αυτά δεν ήταν λίγα.

 Ούτε κι αυτοί διέθεταν μεγάλη οικονομική ευχέρεια, ώστε να κάνουν ακριβές διακοπές, γι’ αυτό και τις αντιμετώπιζαν στον συγκεκριμένο χώρο, όσο αυτό μπορούσε να γίνει πιο οικονομικά γι’ αυτούς και τα παιδιά τους, αφού κι αυτούς τους δεχόταν με κατανόηση οι εκ της περιοχής προερχόμενοι χρήστες της εν λόγω παραλίας.

  Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε που τους δίναμε άφθονα ψάρια, από αυτά που εμείς ψαρεύαμε με τις βάρκες μας δύο φορές την ημέρα, αφού αυτά ήταν τόσα πολλά, που δεν ξέραμε τι να τα κάνουμε αν δεν τα έτρωγαν αυτοί.

  Την βραδινή ψαριά όμως, την αντιμετωπίζαμε όλοι μαζί, αφού πάντοτε τρώγαμε καθισμένοι γύρω από το πολύ μεγάλο τραπέζι που είχαμε κάνει γι’ αυτόν το σκοπό, στο οποίο και τραγουδούσαμε τρώγοντας, πότε τα δικά μας και πότε τα δικά τους τραγούδια.

 Δεν ήταν λίγες οι φορές δε, που μας έβρισκε το πρωί ευδιάθετους και έτοιμους να επιχειρούμε στην συνέχεια το πρωινό μας ψάρεμα, αυτό που δεν ήταν άλλο από το τσαπαρί και ως γνωστόν, η ψαριά ήταν πάντα η ίδια. Τα μικρά και νόστιμα σαυρίδια της περιοχής δηλαδή, αυτά που ξετρέλαιναν όλους μας μικρούς και μεγάλους, έστω και αν τα τρώγαμε επί μονίμου βάσεως, μεσημέρι βράδυ.

 Περνούσαμε πολύ καλά λοιπόν εκεί πάνω στην άμμο όλοι μαζί και σε απόσταση μόλις είκοσι μέτρα από την θάλασσα και αυτό μας έκανε να θυμόμαστε με νοσταλγία ακόμη και τώρα εκείνες τις καλοκαιρινές μας διακοπές με τα νόστιμα ψαράκια και την υπέροχη φασολάδα βεβαίως, αυτήν δηλαδή πού ευχαρίστως τρώγαμε τότε μέσα στο κατακαλόκαιρο.

 Και πως να ξεχάσει κανείς εκείνο το κρύο νερό που βγάζαμε από τα πέντε μέτρα βάθος, χρησιμοποιώντας τις τουλούμπες που είχαν γι’ αυτόν τον σκοπό έξω από τα ξύλινα σπιτάκια τους οι φίλοι μας;

 Κανείς από μας βέβαια δεν ήθελε να στερηθεί τέτοιες διακοπές. Να όμως που όπως πάντα γίνεται αυτό, τελείωσαν γρήγορα κι αυτές που σας αναφέρω κι έτσι, υποχρεωθήκαμε να χαιρετηθούμε.

 Χαιρετηθήκαμε, αλλά και υποσχεθήκαμε όλοι μαζί, ότι και του χρόνου θα έρθουμε στο ίδιο μέρος και θα κάνουμε πάλι παρέα όλοι μαζί σ’ αυτόν τον από όλες τις πλευρές φιλόξενο χώρο, που και νόστιμα ψάρια έχει και νερό κρύο έχει και καλούς φίλους διέθετε.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *