Ο βοσκός και τα ζα του

   Την Ευδοξία συμβουλεύοντας λοιπόν, με πολύ σοβαρό ύφος της έλεγα κάτι ακόμη στην συνέχεια, με την ελπίδα πάντα να προβληματιστεί ει δυνατόν. Αν ήμουν εγώ δικαστής πάντως στην υπόθεσή σου Ευδοξία, αυτό θα σου έλεγα καθισμένος στην έδρα μου.

Καλά κάνεις και ζητάς διαζύγιο. Για να το πάρεις όμως, πρέπει να μας αναφέρεις λόγους που να δικαιολογούν την έκδοσή του. Αν δεν έχεις να αναφέρεις έστω κι έναν από αυτούς που χρειάζονται, δεν μπορεί το δικαστήριο να σου το δώσει. Κατάλαβες;

Κατάλαβα έλεγε κι αυτή, λες και πράγματι βρισκόταν σε δικαστήριο κι αφού πιεζόταν εκείνη την στιγμή, ανάφερε τον λόγο που αυτή είχε στο μυαλό της. Κι αφού θέλω να ζήσω μόνη μου το υπόλοιπο της ζωής μου κύριε Μιχάλη, αυτός δεν είναι λόγος που να μου επιτρέπει το δικαστήριο να ζητήσω διαζύγιο;

Είναι. Της έλεγα κι εγώ σαν να ήμουν δικαστής. Και μάλιστα πάρα πολύ σοβαρός. Αυτόν όμως; Δεν έπρεπε να μας τον αναφέρεις πριν ακόμη παντρευτείς και προπαντός, πριν ακόμη κάνεις παιδιά;

Τώρα όμως που έχεις παιδιά και σύζυγό, δεν μπορείς να ζητάς στα κουτουρού κάτι τέτοιο. Αν ο σύζυγος σου σε βασανίζει. Αν σε χτυπάει. Αν σε στέλνει να εκδίδεσαι. Αν σε αφήνει στο σπίτι μόνη και γυρίζει με άλλες. Αν δεν κάνει τίποτε καλό για σένα και τα παιδιά του, αυτομάτως θα σου έδινε το δικαστήριο το διαζύγιό σου, γιατί αυτοί πράγματι είναι και λογικοί και σοβαροί και κατακριτέοι λόγοι.

Έχεις λοιπόν να μας αναφέρεις μερικούς τέτοιους, ή κι άλλους σχετικούς λόγους που να δικαιολογούν το αίτημά σου; Αν έχεις ανάφερέ τους. Αν δεν έχεις όμως, σωστά κι ο πατέρας σου δεν σου δίνει την άδεια να διαζευχθείς. Τον λόγο έχεις εσύ λοιπόν. Σε ακούμε.

Πρέπει να πω κύριε Μιχάλη, έλεγε με ύφος απολογουμένου η Ευδοξία, ότι δεν έχω κανένα παράπονο από τον άντρα μου. Κι εμένα φροντίζει και τα παιδιά μας αυτός τα μεγαλώνει, αφού εγώ πια τα παράτησα στην τύχη τους.

Δεν ξέρω για ποιον λόγο, αλλά τίποτε δεν με ενδιαφέρει πια κι αυτός είναι ο λόγος που θέλω να πάω κάπου και να ζήσω μόνη μου. Κανένα να μη βλέπω δηλαδή και για κανένα και για τίποτε να μην ενδιαφέρομαι.

Αυτά μόνον είπε η Ευδοξία και πάλι βυθίστηκε στον εαυτό της. Μετά από αυτό όμως, άρχισα να σκέφτομαι πια, ότι μάλλον έπρεπε να την βοηθήσω. Και για να το κάνω αυτό σωστά, όπως και να μη χαλάσω εγώ κάτι, στην προσπάθειά μου να διορθώσω το σκεπτικό της Ευδοξίας, με πολύ προσοχή της έλεγα τα παρά κάτω.

Σε άλλη περίπτωση Ευδοξία κι εγώ θα σου έλεγα, ότι καλά κάνεις και θέλεις να φύγεις μακριά από όλους κι από όλα. Αλλά και πάλι θα σου συνιστούσα, να μην πας πουθενά μόνη. Πουθενά μόνη λοιπόν, γιατί δεν είναι εύκολο να ξέρεις από σήμερα, τι μπορεί να σου προκύψει αύριο, στο εντελώς άγνωστο που έχεις βάλει με το μυαλό σου να πας και προπαντός όταν βρεθείς εκεί μόνη σου.

Σε γνωστά και σίγουρα δεδομένα στηριζόμαστε κι όλα λάθος μας βγαίνουν. Είναι ποτέ δυνατόν να μας βγουν σε καλό, αυτά που μας οδηγεί να κάνουμε η φαντασία μας; Μαζί με αυτά που σου λέω λοιπόν, θέλω να σου θυμίσω κι αυτά που μάλλον ξεχνάς, ή σε διαφεύγουν.

Όσα βλέπουμε σήμερα γύρο μας και μας φαίνονται ωραία, οικία, γνωστά κι ευχάριστα, τα ίδια θα είναι αυτά που θα μας χαλάσουν την ζωή αύριο και θ’ απορούμε μετά, πως μας έγινε κάτι τέτοιο και ποτέ δεν υπολογίσαμε.

Και θα μας χαλάσουν αυτήν ιδικά την ζωή, που εσύ έβαλες με το μυαλό σου να συναντήσεις πρόχειρα, εκεί που κατά την φαντασία σου και πάλι θέλεις να βρεθείς όπως λες.

Από τώρα όμως σου το λέω κι αυτό, ότι ασφαλώς και δεν θα καταφέρεις να φτάσεις πουθενά μόνη με ασφάλεια για σένα και να μείνεις μάλιστα σώα κι αβλαβής στο τέλος.

Κι αν παρ’ όλα αυτά, πάλι επιμείνεις να μείνεις μόνη εκεί που η φαντασία σου σε στέλνει, κανόνισε τουλάχιστον να είναι τόσο γνωστά και τόσο κοντά προς αυτούς που σ’ αγαπούν, ώστε εύκολα να μπορέσουν να σε βρουν. Αν βέβαια καταλάβουν και αυτοί, ότι μόνον αν σε ψάξουν οι ίδιοι, υπάρχει περίπτωση να σε συναντήσουν κάπου.

Διαφορετικά, για δεύτερη φορά θα σου το πω, ότι όχι μόνον δεν θα φτάσεις κάπου καλά για σένα, αλλά και θα χαθείς για τα καλά εκεί που θα βρεθείς και κανείς δεν θα ξέρει που να ψάξει να σε βρει, όσο κι αν σε αγαπάει.

Αυτά λοιπόν της έλεγα προκειμένου να της προκαλέσω εύλογα ερωτήματα, αλλά κι αμφιβολίες να της βάλω για όσα νόμιζε αυτή εύκολα κι ανώδυνα κι επειδή μου έδωσε την εντύπωση ότι μελετούσε αυτά που άκουγε, άρχισα να της λέω και μια δική μου εμπειρία, μήπως και κατάφερνα μέσω αυτής τουλάχιστον να της βάλω χρήσιμες σκέψεις, όπως και φόβους για το άγνωστο ώστε να ξεχάσει αυτό που το μυαλό της έπειθε να ακολουθήσει.

Όταν που λες ήμουν δώδεκα χρονών εγώ Ευδοξία και θέλησα μόνος μου να προσπαθήσω το πως να ακολουθήσω της σκέψεις που έκανα για την ζωή μου, με κανέναν και με τίποτε δεν συμφωνούσα.

Άκουγε βέβαια ο πατέρας μου τις αντιδράσεις μου, αλλά και ποτέ δεν θέλησε να με εμποδίσει. Με άφηνε να κάνω δηλαδή όσα το μυαλό μου με κατεύθυνε, αλλά και ποτέ δεν με άφηνε μόνο.

Χωρίς να το ξέρω εγώ δηλαδή, χωρίς να τον βλέπω κάπου, ερχόταν πίσω μου κι όπου κατέληγα, από μακριά θα έλεγα ότι πρόσεχε τι έκανα συμπεριφερόμενος, αλλά και πως οι φίλοι μου και οι παρέες μου συμπεριφερόταν.

Με το που του έλεγα δηλαδή ότι θα πήγαινα μια βόλτα, αμέσως μου έδινε χρήματα να έχω μαζί μου. Όχι για να τα ξοδέψω, αλλά για να μη μπλέξω κάπου όπως έλεγε και δεν μπορούσα να πληρώσω το κόστος των επιλογών μου.

Μα, του έλεγα κάθε φορά, δεν θα πάω πουθενά που να μου χρειάζονται χρήματα. Μια βόλτα θα πάω και θα επιστρέψω. Άκουγε τι του έλεγα, αλλά κι επέμενε. Πρέπει να σου πω έλεγε, ότι δεν έχουμε χρήματα επάνω μας μόνο για να τα ξοδεύουμε. Πρέπει να έχουμε επάνω μας κι αυτά που θα μας χρειαστούν, για να μας βγάλουν με αξιοπρέπεια, από εκεί που υπάρχει πιθανότητα να μπλέξουμε εύκολα και να μην καταλάβουμε πως έγινε.

Μα κι αυτά που μου δίνεις είναι πολλά του έλεγα, πού και πότε θα με χρειαστούν; Έχε τα εσύ επάνω σου έλεγε αυτός και μη τα ξοδεύεις. Όταν όμως τα χρειαστείς για κάποιον λόγο που τώρα δεν είναι δυνατόν να ξέρεις, τότε να θυμηθείς, ότι γι’ αυτόν τον λόγο τα έχεις επάνω σου.

Αυτό έκανα που λες Ευδοξία κι αυτό έκανε κι ο πατέρας μου προκυμμένου να με προστατεύσει. Προσεκτικός όμως εγώ, ποτέ δεν έφτασα στο σημείο να χρειαστώ τα χρήματα της ασφάλειάς μου. Ότι ξόδευα δηλαδή, ήταν από αυτά μόνον, που γι’ αυτόν τον λόγο τα είχα επάνω μου.

Και ποτέ δεν θα μάθαινα κάτι από την συμπεριφορά του πατέρα μου, αν δεν μου το έλεγε αυτός κάποια στιγμή κι αυτό πάλι, για να επιβραβεύσει όπως έλεγε, την δική μου συνετή συμπεριφορά.

Άκουγε βέβαια η Ευδοξία αυτά που της έλεγα, αλλά και πάλι επέμενε να υποστηρίζει την διάθεσή της να απομακρυνθεί από όλους κι από όλα και για να δικαιολογήσει την άποψή της, έλεγε ότι καλά έκανε ο πατέρας μου και με πρόσεχε, γιατί μικρός ήμουν τότε κι από πολλά κινδύνευα.

Εγώ όμως είμαι μεγάλη έλεγε, οπότε, εύκολα θα μπορέσω να προστατεύσω τον εαυτό μου, από οτιδήποτε μου συμβεί. Γιατί λοιπόν προσπαθείς να βάλεις κι εσύ φρένο στην απόφασή μου;

Κανένα φρένο δεν σου βάζω εγώ βρε Ευδοξία της έλεγα πια απογοητευμένος από το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου, αλλά και πάλι το προσπαθούσα.

Να σου θυμίσω μόνον θέλησα μέσω αυτού που σου είπα, ότι το θάρρος, όπως και οι γνώσεις που νομίζουμε ότι έχουμε για το κάθε τι, όσες κι αν είναι, δεν είναι αρκετές να μας βοηθήσουν σε στιγμές άγνωστες και ξαφνικές που θα μας παρουσιαστούν κι αυτό είναι που σίγουρα δεν το υπολογίζεις τώρα.

Κι από πείρας σου το βεβαιώνω αυτό κι όχι από κάποια θεωρητική γνώση. Αν θέλεις και μπορείς να την ακούσης όμως, έχω να σου διηγηθώ ακόμη μια ιστοριούλα, μέσω της οποίας και πάλι πιστεύω ότι ποιο πολλά θα μπορέσεις να επεξεργαστείς, ώστε να εμπεδώσεις σωστά κι επαρκώς αυτό το θέμα.

Θέλεις να σου την πω; Πες την έλεγε η Ευδοξία μονολεκτικά, οπότε, άρχισα κι εγώ να της αναφέρω κάτι που έζησα και πολλά έμαθα από την μικρή σε χρόνο περιπέτειά μου, αλλά κι εξαιτίας της, υποχρεώθηκα να ακυρώσω διά παντός, κάποιες παλιές και αγαπημένες συνήθειές μου.

Και το έπαθα αυτό Ευδοξία της έλεγα, γιατί ξέχασα αν και μεγαλύτερος από εσένα, ότι τα γνωστά σ’ εμάς δεδομένα, δεν έχουν την αξιοπιστία που εμείς πολύ πρόχειρα το νομίζουμε.

Κι αφού λέμε εγωιστικά μέσα μας, ότι γνωρίζουμε την αξία τους, όπως και την δυναμική τους, δεν μπορούμε να δεχθούμε τόσο εύκολα μετά, ότι υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν όλα αυτά και να γίνουν εντελώς αγνώριστα.

Άκου λοιπόν τι έπαθα. Ανέβηκα στην γουρούνα μου που λες μια μέρα κι όπως έκανα πάντα, πήγα να κάνω μια βόλτα στο βουνό. Μου άρεσαν οι περιπλανήσεις μου ανάμεσα στα δένδρα και στους θάμνους του βουνού και με πολύ καλή διάθεση κάθε φορά, χαιρόμουν πρέπει να πω τις ομορφιές της φύσης.

Και δεν σου κρύβω, ότι μακάριζα τον εαυτό μου που είχα αυτή την γουρούνα, το μηχανή μου δηλαδή με τις τέσσερεις ρότες, αφού με την δική της συμμετοχή, πολύ εύκολα μπορούσα να πάω οπουδήποτε ήθελα μέσα στο βουνό, όπως και να ανέβω τα υψώματα χωρίς κανένα δικό μου κόπο, αφού αυτή τα έκανε όλα, οπότε, μόλις εύρισκα έστω και λίγο ελεύθερο χρόνο, στο βουνό κατέληγα μαζί της.

Το ίδιο έκανα κι εκείνη το πρωινό που λες, οπότε, μόλις έφτασα στο τελευταίο σπίτι του χωριού, τον βοσκό έβλεπα να πλησιάζει με τα πρόβατά του. Και να μη τον έβλεπα, πολύ καλά ήξερα ότι στο σπίτι του βρισκόμουν και στο μαντρί του.

Η μυρουδιά του και μόνο, πολύ έντονα μου θύμιζε, ότι στο σπίτι του βρισκόμουν και κανείς δεν θα μπορούσε να μου πει το αντίθετο, αφού συχνά περνούσα δίπλα από το μαντρί του. Και με κλειστά τα μάτια δηλαδή να με πήγαινε κανείς εκεί, ήξερα που ακριβώς βρισκόμουν.

Μου έκανε εντύπωση βέβαια που έβλεπα να επιστρέφει τόσο νωρίς τα πρόβατά του κι αυτό ήταν που μου έκανε να σταματήσω στην άκρη του δρόμου, ώστε και την ώρα να ελέγξω, αλλά κι αυτόν να βοηθήσω να βάλει εύκολα τα πρόβατά του στο μαντρί.

Και τα σκυλιά του φοβήθηκα μη με ορμήσουν, αλλά ύστερα θυμήθηκα ότι δεν είχε σκυλιά, οπότε ησύχασα. Μπροστά αυτός λοιπόν και πίσω τα πρόβατά του να τον ακολουθούν, στάθηκε δίπλα μου όταν με πλησίασε και τα ζα, όπως τον άκουγα να τα αποκαλεί όταν αναφερόταν σ’ αυτά, μόνα τους έμπαιναν στο μαντρί από την ανοιχτή πόρτα.

Όταν πέρασαν πια και τα τελευταία μέσα, τότε ασχολήθηκε μαζί μου. Κι αφού με χαιρέτησε πρώτα, το αυτονόητο μου έλεγε μετά. Στο βουνό πηγαίνεις; Καλά κάνεις απάντησε μόνος του. Αλλά να μην το παρακάνεις, γιατί πολλές φορές σε βλέπω να το φέρνεις βόλτες μοναχός.

Βουνό είναι αυτό πρόσθεσε και πολλά ζλάπια κυκλοφορούν ανάμεσα στους θάμνους και τα δένδρα. Κι εσείς από την πόλη, δεν μπορείτε να τα αντιμετωπίσετε εύκολα. Μαζί με αυτά όμως και πολλά αγριόσκυλα κυκλοφορούν εκεί. Αυτά μάλιστα να τα φοβάσαι περισσότερο, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα κάνουν.

Προσέχω του είπα μόνο εγώ και για να υπερασπίσω τις δικές μου γνώσεις, τον βεβαίωνα κιόλας, ότι όπως ήξερε, αρκετά χρόνια έκανα το ίδιο χωρίς κανένα πρόβλημα. Και για να μη μου πει περισσότερα για το θέμα, τον έκοψα και σε μια δική μου ερώτηση τον υποχρέωσα να απαντήσει.

Πολύ νωρίς δεν επιστρέφεις σήμερα τα πρόβατα σου Χρίστο; Έντεκα είναι ακόμη η ώρα. Το ξέρω είπε αυτός. Έχω να κάνω μια δουλειά με την τράπεζα όμως και γι’ αυτό επέστρεψα τόσο νωρίς.

Ναι, του έλεγα εγώ σαν γνήσιος πολύξερος. Πρόλαβαν όμως τα πρόβατά σου να γεμίσουν τις κοιλιές τους; Όσο τις γέμισαν απάντησε αυτός μόνον κι έκανε να φύγει. Μόλις όμως άκουσε να βάζω μπροστά την μηχανή, πάλι γύρισε να μου πει, ότι έπρεπε να προσέχω.

Πρόσεχε όμως εσύ, γιατί καμιά μέρα δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Κι ενώ έβαζε εμένα σε σκέψεις, αυτός έφευγε. Τί να είναι τώρα αυτό που μου είπε, έλεγα μέσα μου μόλις ξεκίνησα και γιατί να είναι διαφορετικές οι μέρες, αφού την ίδια ώρα φέγγει ο ήλιος και την ίδια ώρα κρύβεται;

Από την ανατολή βγαίνει αυτός απαραιτήτως κι όπως κάθε μέρα το βλέπω, στην δύση χάνεται. Τέλος πάντων είπα μέσα μου για να μη με απασχολήσουν περισσότερο οι σκέψεις που μου έβαλε κι όπως το είχα βάλει στο μυαλό μου, τον σκοπό μου ολοκλήρωνα. Πήγαινα να κάνω την βόλτα μου.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *