Ο περίεργος παππούς και το γαϊδουράκι του

   SymiMetaforesΜετά από λίγο καιρό και κατά τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, καθόμουν όπως πάντα έξω από το μαγαζί ένα πρωινό και παρακολουθούσα από εκεί τα κάπως άγρια παιχνίδια που έπαιζαν στο δρόμο και μπροστά στο μαγαζί μας, τα μεγάλα παιδιά της γειτονιάς μας.

  Έπαιζαν τζίζ κι εγώ γελούσα με αυτόν που για αρκετή ώρα έτρωγε ξύλο από τους υπόλοιπους στο κέντρο του κύκλου, μη μπορώντας να ανακαλύψει ποιος τον χτυπούσε κάθε φορά και τόσο δυνατά στην παλάμη του φωνάζοντας τζίζ.

  Θα έπαιζα κι εγώ σε άλλη περίπτωση, αλλά εκείνα τα παιδιά ήταν πολύ μεγαλύτερα από μένα, γι’ αυτό και δεν μπορούσα να πάρω μέρος στο παιχνίδι τους.

   Ενώ λοιπόν παρακολουθούσα το παιχνίδι, είδα να συμβαίνει κάτι πολύ παράδοξο στο δρόμο και αυτό δεν ήταν δυνατόν να το εξηγήσω λογικά. Ούτε και τα μεγάλα παιδιά το μπορούσαν, γι’ αυτό και σταμάτησαν το παιχνίδι τους προκειμένου να ασχοληθούν με το περιστατικό.

  Ο λόγος ήταν ότι εμφανίστηκε εκεί στον δρόμο και από το πουθενά, ένας παππούς πολύ γέρος, ψηλός και αδύνατος, με πολλά και μακριά κάτασπρα μαλλιά, έχοντας πλούσια, άσπρη και μεγάλη γενειάδα.

    Ερχόταν από πάνω προς τα κάτω τον δρόμο και ήταν καβάλα πάνω σε ένα νεαρό και μικρόσωμο γαϊδουράκι. Έτσι όπως ήταν όμως αυτός, με εκείνη την άσπρη γενειάδα και τα κάτασπρα μεγάλα μαλλιά, φάνταζε πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία από όσο ήταν λογικό να είχε ως άνθρωπος.

   Το νεαρό και μικρόσωμο γαϊδουράκι του πάλι, φορούσε στην πλάτη του ένα τεράστιο για τις διαστάσεις του σαμάρι και αυτό όπως θα έπρεπε, δεν ήταν δεμένο με ζώνη κάτω από την κοιλιά του, γι’ αυτό και δεν ήταν σταθερό στην θέση του.

    Αφού δεν ήταν γερά δεμένο και στερεωμένο το σαμάρι πάνω στο μικρό σώμα του ζώου, έγερνε αυτό τόσο πολύ από την αριστερή του πλευρά, που κρεμόταν εκείνος ο υπέργηρος άνθρωπος μαζί με το σαμάρι, μη μπορώντας να σταθούν κανονικά στην θέση τους.

   Καθώς κρεμόταν όμως αυτός, ακουμπούσε το γέρικο κεφάλι του στο χωματόδρομο και όχι μόνο, αλλά σερνόταν αυτό ανεξέλεγκτα και όπως ήταν πολύ λογικό, τριβόταν στο χώμα το αριστερό του μάγουλο.

   Όλως παραδόξως όμως, ούτε το σαμάρι έπεφτε έτσι όπως έγερνε, αλλά ούτε και αυτός έπεφτε κάτω, αν και έγερνε τόσο που σερνόταν όπως είπα στο δρόμο. Είχε βέβαια το μακρύ δεξί του πόδι έτσι τοποθετημένο, ώστε να αγκαλιάζει κάπως περίεργα το σαμάρι και το αριστερό του να περνά τεντωμένο και κρεμασμένο κάτω από την κοιλιά του ζώου, αλλά ούτε και αυτός ήταν λογικός λόγος που θα μπορούσε να στηρίξει εκείνον τον παππού και το σαμάρι πάνω στον γαϊδουράκο χωρίς να πέφτουν.

   Εκτός αυτού, ούτε και καπίστρι φορούσε αυτό, γι’ αυτό και πήγαινε όπου ήθελε καθώς περπατούσε, αφού κανείς δεν το κατεύθυνε. Έμπαινε δε μια στο αριστερό και μια στο δεξί χαντάκι του δρόμου και έβοσκε εκεί ανέμελο τα χόρτα, σαν να μην ήταν φορτωμένο και σαν να μην είχε κανένα προορισμό.

   Σταμάτησαν το παιχνίδι τους τα παιδιά βλέποντας εκείνο το θέαμα και έτρεξαν αμέσως προς το γαϊδουράκι, όπου και με πολύ δυσκολία εκεί, προσπαθούσαν να σηκώσουν το σαμάρι μαζί με τον αναβάτη του ώστε να τους βάλουν να καθίσουν όπως έπρεπε πάνω του.

   Όπως και αν τους έβαζαν όμως, πάλι έγερναν και πάλι σερνόταν ο υπέργηρος στον δρόμο, υποχρεώνοντας την μια πλευρά του προσώπου του να τρίβεται στο χώμα, γι’ αυτό και του είπαν κάποια στιγμή τα παιδιά.

 – Παππού, το σαμάρι είναι μεγάλο γι’ αυτό το μικρό γαϊδουράκι και όπως θα έπρεπε, αυτό δεν έχει ζώνη να το κρατά στη θέση του. Πες μας που θέλεις να πας κι εμείς θα σε πάμε. Δεν έχουμε να σου δώσουμε μικρότερο σαμάρι, αλλά και ο γάιδαρος σου είναι πολύ μικρός ακόμη όπως βλέπουμε και δεν μπορεί να φορέσει σαμάρι. Έτσι όπως σέρνεσαι όμως στο δρόμο, δεν θα μπορέσεις να πας πουθενά ζωντανός.

   Απαθέστατος αυτός, λέξη δεν έλεγε για όσα άκουγε και όχι μόνον, αλλά έδινε και την εντύπωση ότι αδιαφορούσε για το ενδιαφέρον των παιδιών, όπως και για όσα του συνέβαιναν εκεί.

    Φαινόταν παράλογη η συμπεριφορά του, γι’ αυτό και άρχισαν να φοβούνται τα παιδιά από κείνο το παράδοξο θέαμα, δεδομένου ότι τίποτε δεν ήταν φυσιολογικό.

   Έβγαλε κάποιος τη ζώνη του παντελονιού του τότε και μαζί με την ζώνη κάποιου άλλου, έδεσαν το σαμάρι από την μια του άκρη και αφού πέρασαν την διπλή ζώνη κάτω από την κοιλιά του ζώου, την έδεσαν ύστερα στην άλλη πλευρά του σαμαριού. Τεντώνοντας εκείνη την αυτοσχέδια ζώνη, στερέωσαν το σαμάρι όσο ήταν δυνατόν καλύτερα στο σώμα του μικρού γαϊδουράκου και στάθηκαν μετά στην άκρη να δουν το αποτέλεσμα.

   Δεν μπορούσαν όμως να δέσουν και τον αναβάτη πάνω στο σαμάρι, γι’ αυτό και μόλις άρχισε να περπατά το γαϊδουράκι, πάλι έγερνε αυτός μαζί με το σαμάρι και πάλι τριβόταν το κεφάλι του στο χωματόδρομο, αλλά και πάλι δεν έπεφταν καθώς θα έπρεπε.

    Προσπάθησαν πολλές φορές τα παιδιά να στερεώσουν εκείνο τον παππού μαζί με το σαμάρι πάνω στο γαϊδουράκι, αλλά αυτό όπως και ο αναβάτης του, συνέχιζε αδιάφορο να επισκέπτεται τα χαντάκια βόσκοντας και δεν ήθελε, ή δεν αποφάσιζε να ακολουθήσει κάποια κατεύθυνση.

   Μπροστά σ’ εκείνο το αδιέξοδο, σκέφτηκαν τα παιδιά ότι δεν μπορούσε να πάει πουθενά ο γάιδαρος, αφού δεν τον οδηγούσε κάπου ο αναβάτης του και δεν τον οδηγούσε πουθενά αυτός, αφού όπως πολύ καλά το παρατήρησαν, δεν φορούσε καπίστρι το γαϊδουράκι του.

   Ήρθε σε μένα λοιπόν τότε κάποιο από τα παιδιά και ζήτησε να του δώσω εγώ ένα καπίστρι, απ’ αυτά που εμείς πουλούσαμε στο μαγαζί. Μπήκαμε μαζί μέσα σ’ αυτό και ψάχνοντας εκεί, δεν βρήκαμε κανένα καπίστρι που να είναι στα μέτρα του μικρού γαϊδουράκου. Για να μην τον αφήσουμε όμως χωρίς καπίστρι, πήραμε ένα από τα πιο μικρά νούμερα και τρέχοντας αυτός, πήγε και του το φόρεσε.

    Όπως αποδείχτηκε όμως, ούτε κι εκείνο που βρήκαμε του έκανε, αφού  ήταν πολύ μεγάλο για τις δικές του διαστάσεις. Μην μπορώντας να βρουν άλλη λύση τα παιδιά, άφησαν εκείνο το καπίστρι στο κεφάλι του γαϊδουράκου και αφού έδωσαν την άκρη του σχοινιού στον παππού, του είπαν με πολύ σεβασμό.

 – Παππού, τώρα μπορείς να οδηγήσεις το γαϊδουράκι σου όπου θέλεις. Είναι καλύτερα όμως να πεις σε μας το που θέλεις να πας κι εμείς θα σε πάμε.

    Άχνα δεν έβγαζε αυτός, γι’ αυτό και πάλι μαζεύτηκαν τα παιδιά γύρω του να τον κρατούν, μη τυχόν και πέσει, έως ότου αποφασίσει επιτέλους προς τα που θα ήθελε να πάει.

   Για να βλέπω καλύτερα αυτά που γινόταν εκεί, πλησίασα περισσότερο προς τα παιδιά και αφού στάθηκα κοντά στο χαντάκι του δρόμου, περίμενα να δω μετά, τι σκόπευε επιτέλους να κάνει εκείνος ο περίεργος παππούς με το γαϊδουράκι του, αφού ούτως ή άλλως, έκανα και ότι περνούσε από το χέρι μου.

   Όπως και το πρόσεξα όμως, παράτησε αυτός το σχοινί που κρατούσε και πέφτοντας αυτό κάτω, έμεινε και πάλι ο γαϊδουράκος του ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Και αφού ήταν ελεύθερος αυτός, επισκεπτόταν όπως και πριν τα χαντάκια. Βόσκοντας λοιπόν αυτός μια εδώ και μια εκεί μέσα σ’ αυτά, πλησίασε κάποια στιγμή και προς το μέρος μου.

    Ήρθε δε τόσο κοντά μου αυτός, που μπορούσα πλέον να δω πολύ καθαρά και το πρόσωπο εκείνου του υπέργηρου παππού και αυτό που έβλεπα εκεί όντως με έκανε να απορώ, γιατί πουθενά στο πρόσωπό του δεν υπήρχαν τα σημάδια που έπρεπε να έχει μετά από τόσο σούρσιμο στο χωματόδρομο.

   Παρατηρώντας τον καλύτερα όμως, είδα ότι το πρόσωπό του ήταν μεν γερασμένο και γεμάτο ρυτίδες, αλλά τα μάτια του ήταν γαλανά, νεανικά, καθαρά και παιδιάστικα και ήταν ίδια αυτά, με τα μάτια εκείνης της γυναίκας, που προ καιρού ήρθε και στάθηκε στη πόρτα του μπακάλικού μας επαιτώντας.

    Κι εμείς παιδιά ήμασταν, αλλά κανείς από μας δεν είχε τέτοια μάτια. Το πιο παράξενο όμως ήταν, ότι με κοιτούσε εκείνος ο υπέργηρος και με κοιτούσε έτσι, που νόμισα ότι κάτι ήθελε να μου πει και επειδή δεν είχα καμιά σχέση μαζί του, θεώρησα ότι μάλλον μου φάνηκε αυτό.

   Όπου και αν τον πήγαινε όμως το γαϊδουράκι του, αυτός πάλι γύριζε το πρόσωπο του προς το μέρος μου και πάλι με βεβαίωνε, ότι όντως με κοιτούσε και ότι όντως κάτι ήθελε να μου πει.

   Αν και το έκανε κάμποσες φορές αυτό χωρίς να λέει τίποτε ο παππούς, επέμενε να είναι εκεί και να μη φεύγει από τον δρόμο. Στην προσπάθεια τους τα παιδιά να του δώσουν προορισμό, δεν είδαν όσα παρατήρησα εγώ, γι’ αυτό και τραβώντας το γαϊδουράκι του από το καπίστρι, προσπαθούσαν πλην ματαίως, να το κατευθύνουν τουλάχιστον προς την φορά που είχαν όταν εμφανίστηκαν στη γειτονιά μας.

   Ότι κι αν έκαναν όμως αυτά, τίποτε δεν μπορούσαν να πετύχουν, αφού πουθενά δεν πήγαινε το γαϊδουράκι του. Γύριζε και ξαναγύριζε πίσω και προς το μέρος μου, έως ότου αποφάσισε επιτέλους να φύγει από εκεί και φεύγοντας αυτό, κινήθηκε προς τα κάτω και έτσι όπως ήταν η φορά της εμφάνισης τους.

   Βαδίζοντας λοιπόν αυτό, είδαμε τον παππού να κρέμεται δυο τρεις φορές ακόμη μαζί με το σαμάρι και άλλες τόσες φορές είδαμε τα παιδιά να τρέχουν και να τους σηκώνουν. Κουρασμένα ποια αυτά από τις συνεχείς προσπάθειες να τους κρατήσουν στη σωστή θέση αυτόν και το σαμάρι πάνω στο γαϊδουράκι του, τους παράτησαν στο τέλος να πάνε μόνοι τους, όπου ήθελαν.

   Τους χάσαμε από τα μάτια μας μετά από λίγο, λόγο του ότι μας έκοβε την ορατότητα η μοναδική στροφή που υπήρχε στο δρόμο και αφού δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τα παιδιά το παιχνίδι τους, στάθηκαν εκεί να σχολιάζουν προβληματισμένα αυτά που τους συνέβησαν.

 Κουβέντιαζαν λοιπόν αυτά και ενώ έλεγε ο καθένας τα δικά του, άκουσα κάποιον να λέει στους υπόλοιπους με απορία.

 – Λέτε να έπεσε μέσα στη γκιόλα;

   Στην άκρη του χωριού και σ’ ένα βαθούλωμα που υπήρχε εκεί κοντά από πάντα, συγκεντρώνονταν τα βρόχινα νερά και αυτά σχημάτιζαν μια μικρή λιμνούλα, γύρω από την οποία και παίζαμε εμείς καθημερινά.

    Σε κείνη τη λιμνούλα λοιπόν που εμείς τη λέγαμε γκιόλα, πνίγηκε πριν από λίγο καιρό ένα μεγάλο παιδί, όταν έπεσε στα νερά της παίζοντας. Με το ενδεχόμενο να έπεσε και ο παππούς εκεί μέσα, έτρεξαν πάλι τα παιδιά να τον βρουν και μαζί τους έτρεξα κι εγώ τότε από περιέργεια, αφήνοντας μόνη της τη μητέρα μου στο μαγαζί, αφού ήρθε επιτέλους αυτή να το αναλάβει.

   Όσο κι αν ψάξαμε όμως, πουθενά δεν βρήκαμε εκείνον τον υπέργηρο. Με τον τρόπο που αυτός και ο γάιδαρος του βάδιζαν, δεν θα μπορούσαν να καλύψουν ούτε και εκατό μέτρα απόστασης από εκεί που τον σήκωσαν τα παιδιά την τελευταία φορά.

   Και αν πάλι βάδιζαν κανονικά οι δυο τους, θα φαίνονταν όπου και πήγαιναν, γιατί μετά από κείνη τη στροφή, έχει μεγάλη ορατότητα η περιοχή και για πολλές εκατοντάδες μέτρα. Έψαξαν ωστόσο τα παιδιά εκεί γύρω, όπως και στην ευρύτερη περιοχή, μήπως και  εντοπίσουν κάπου πεσμένο τον παππού ή να είναι καβάλα στο γάιδαρό του, αλλά αν και έψαχναν παντού και μέχρι αργά το απόγευμα, πουθενά δεν τον βρήκαν.

    Με απασχόλησε εκείνος ο παππούς με το περίεργο βλέμμα, όπως και σπούδασα μπορώ να πω, ότι ενώ όλοι βλέπουν, ακούν και υπάρχουν μαζί στον ίδιο χώρο, ο καθένας όμως ζει διαφορετικά από τους άλλους πράγματα και κανείς δεν βλέπει αυτά που ζει ο διπλανός του.

   Ωστόσο, δεν στάθηκα σε κείνη την διαπίστωση και δεν έδεσα την ζωή μου με κείνο το επεισόδιο, αν και πολύ θα ήθελα να μάθω, ποιος ήταν εκείνος ο παππούς και γιατί ήρθε εκεί. Τι ήθελε, αν πράγματι ήθελε κάτι από μένα και προπαντός, τι ευθύνες απέκτησα εγώ από κείνη την επαφή και ακόμη δεν τις εντόπισα. Για να μη με απασχολούν όμως τέτοιου είδους πιθανά ερωτήματα, είπα στο εαυτό μου ότι ίσως και να εκτίμησα λάθος.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *