Έδωσε Ο Γέροντας Εντολή Να Πάρω Άλλο Αυτοκίνητο

  Όταν επιτέλους κατά τις οκτώ το πρωί ολοκληρώθηκε η επιστροφή μας και πλησιάζαμε προς στην γειτονιά μας, δέχτηκα μια κλίση στο τηλέφωνο μου, η οποία προερχόταν όπως έβλεπα από τον σεβαστό μας Γέροντα, ο οποίο ζητούσε να μάθει τι έγινε με την αποστολή κι αν όλα πήγαν καλά.

Ανησύχησε μαθαίνοντας από τον επίτροπο ότι πήρα μαζί μου και την γυναίκα μου, γι’ αυτό και ρωτούσε να μάθει αν κι αυτή ήταν καλά. Ποιο πολύ όμως ανησύχησε, όταν άκουσε να του διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια την περιπέτεια που ζήσαμε, τον τρόπο που έκανα εκείνο το ταξίδι, όπως και τον χρόνο που μας πήρε, προκειμένου να παραδώσουμε τις ελιές στο καράβι.

Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε, που αμέσως μου έδωσε την εντολή, ώστε να ψάξω στην αγορά και να βρω ένα άλλο και κατάλληλο γι’ αυτή τη δουλειά αυτοκίνητο. Αφού πήρα την εντολή του λοιπόν, πράγματι έψαχνα τις επόμενες μέρες στης μάντρες των αυτοκινήτων, αναζητώντας στους χώρους τους, το καταλληλότερο δυνατόν φορτηγάκι.

Πριν ή καταλήξω όμως σε κάποιο από αυτά που εγώ επέλεξα, ήρθε ο επίτροπος να κάνει αυτός προσωπικά την επιλογή του αυτοκινήτου που χρειαζόμουν, συνοδευόμενος από κάποιον γνωστό του μηχανολόγο αυτοκινήτων και μαζί το προσπαθούσαν.

Τόσο αυτός όμως, όσο κι ο επίτροπος, απέρριψαν τις δικές μου λύσεις, οπότε, έκαναν την αγορά ενός αυτοκινήτου που διέθετε μεν τον αναγκαίο χώρο, αλλά δεν διέθετε την ιπποδύναμη που χρειαζόταν, προκειμένου να αντεπεξέλθει τις υποχρεώσεις που θα αντιμετώπιζε.

Μου κακοφάνηκε το γεγονός ότι δεν μου επέτρεψαν να κάνω εγώ την επιλογή του αυτοκινήτου, αφού εγώ θα είχα την ευθύνη του, τόσο ως οδηγός, όσο κι ως μεταφορέας, αλλά επειδή κάπως έτσι λειτουργούν οι μοναχοί έλεγα μέσα μου, συμβιβάστηκα με την απόφαση του.

Ούτως ή άλλος άλλωστε, η νέα λύση όποια κι αν ήταν, ήταν τουλάχιστον καλλίτερη από την προηγούμενη, οπότε δέχτηκα το νέο αυτοκίνητο κι αμέσως άρχισα να κάνω μαζί του της ημερήσιες, όπως και τις νυκτερινές διαδρομές που χρειαζόταν από και προς την Ουρανούπολη, μεταφέροντας πλέον όλο τον όγκο των αναγκών τους, κάνοντας με αυτό, πότε ένα, πότε δύο και πότε τρία δρομολόγια την εβδομάδα.

Ότι κι αν έκανα όμως, αποδεδειγμένα ήταν λανθασμένη η επιλογή τους, γιατί ούτε εκείνο το αυτοκίνητο ήταν ικανό να ανταπεξέλθει ικανά τις ανάγκες τους, τις οποίες βέβαια, έβλεπα πια να μεγαλώνουν από μέρα, σε μέρα.

Προσμετρώντας δε και το οικονομικό κόστος που προκαλούσε αυτό, με τις συχνές του επισκέψεις στα συνεργία, όπως και στα βενζινάδικα, από μόνο του φώναζε ότι όντως ήταν λανθασμένη εκείνη η επιλογή. Για να μην βρεθώ όμως, αντιμέτωπος με τον επίτροπο, τον μηχανολόγο και όλη την αδελφότητα της Μονής μας, τίποτε δεν τους είπα, αλλά κι όπως έπρεπε, έκανα ευχαρίστως με αυτό την δουλειά που με εμπιστεύτηκαν.

Πέρασε λίγος καιρός όμως κι από μόνο του το αυτοκίνητο φανέρωσε την λανθασμένη του αγορά και το έκανε τότε που άρχισε η συγκομιδή της ελιάς. Συνοδευόμενος λοιπόν από έναν ηλικιωμένο μοναχό μια μέρα, πήγαμε μαζί μέχρι τον Μαρμαρά της Χαλκιδικής, προκειμένου να πάρουμε από εκεί, τις ελιές που είχαν συλλέξει, κάποιοι φίλα προσκείμενοι προς την Μονή μας.

Ο επίτροπος βέβαια είχε δρομολογήσει αυτήν την παραλαβή, όπως και την μεταφορά τους μέχρι την Μονή μας, το βάρος των οποίων δεν θα ξεπερνούσε τα εξακόσια κιλά όπως μας είπε, αλλά κι όταν ζυγίσαμε τις ελιές τόσες βρέθηκαν.

Καθώς μας είπε λοιπόν, από πολύ νωρίς το απόγευμα βρεθήκαμε εκεί κι όπως ήταν προγραμματισμένο κι αυτό, αμέσως μετά από την άφιξη μας φορτώσαμε τις ελιές στο αυτοκίνητο μας. Κατά την προτροπή του δε, κοιμηθήκαμε στον ξενώνα του μετοχίου τους το βράδυ που ακολούθησε κι όπως μας το τόνισε, κατά τις τρεις τα ξημερώματα ξεκινήσαμε από εκεί, προκειμένου να ξεφορτώσουμε έγκαιρα τις ελιές στο καραβάκι.

Τόσο ο επίτροπος, όσο κι ο συνοδός μου, ήξεραν το οδικό δίκτυο που θα   ακλουθούσαμε, ενώ εγώ, πρώτη μου φορά θα πήγαινα από τον Μαρμαρά στα Πυργαδίκια κι από εκεί στην Ουρανούπολη, αν και καθόλου δεν με προβλημάτιζε.

Μέχρι να φτάσουμε στα Πυργαδίκια, είναι αλήθεια ότι πουθενά δεν μας προβλημάτισε το αυτοκίνητό μας, αλλά όταν αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τις μικρές σχετικά ανηφόρες του δρόμου προς την Ουρανούπολη, κώλυσε το αυτοκίνητο σε μια από αυτές και δεν έκανε βήμα προς τα πάνω.

Βούιζε η μηχανή του αυτοκινήτου στην προσπάθεια μου να το κινήσω πατώντας το γκάζι του, αλλά αυτό παρέμενε επίμονα και αποκαρδιωτικά τελείως ακινητοποιημένο. Όχι μόνο δεν πήγαινε ρούπι μπροστά, αλλά όλο και μας έπαιρνε λίγο, λίγο προς τα πίσω.

Βάλε βοηθητική φώναζε με αγωνία ο ηλικιωμένος μοναχός. Ήταν οδηγός στα νιάτα του αυτός και τότε τα αυτοκίνητα όντως διέθεταν βοηθητική, την οποία έβαζαν οι οδηγοί όταν τα αυτοκίνητα τους κολλούσαν όπως εμείς στις ανηφόρες.

Βάλε βοηθητική. Μας παίρνει πίσω. Θα μας ρίξει στο φαράγγι, έλεγε όλως αγωνία. Έχεις γυναίκα και παιδιά εσύ. Πρόσεχε λοιπόν μην μας πάρει πίσω. Δεν του απαντούσα εγώ, γιατί είχα τον νου μου, στο πως θα μπορούσα να βοηθήσω το αυτοκίνητό μου.

Αυτό όμως, με τίποτε δεν μπορούσε να σταθεί αξιοπρεπώς στον δρόμο, δεδομένου ότι ούτε τα φρένα του, ούτε το χειρόφρενο του, αλλά ούτε κι ο συμπλέκτης του το βοηθούσαν. Ο συμπλέκτης του ιδικά, βούιζε απλώς και τίποτε δεν απέδιδε.

Όταν πήραμε αυτό το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, του άλλαξα καθώς έπρεπε όλα τα ταλαιπωρημένα μέλη του, όπως και τον συμπλέκτη του άλλωστε, οπότε τίποτε δεν έπρεπε να το εμποδίζει, ώστε να ανταπεξέλθει με αξιοπρέπεια εκείνη την μικρή ανηφόρα.

Να όμως που το αυτοκίνητο πράγματι δεν μπορούσε να την ανέβει, γι αυτό και βασάνιζε εμένα, όπως και τον ηλικιωμένο συνοδό μου. Αφού λοιπόν με ταλαιπώρησε αρκετά με ορατό τον κίνδυνο να βρεθούμε σύσσωμοι στο φαράγγι, κατάφερα στο τέλος να το βγάλω από κείνο το αδιέξοδο, εις ανακούφιση βέβαια του μοναχού, ο οποίος συνεχώς μου έλεγε το ίδιο μετά από λίγο. Να το πεις στον Γέροντα αυτό κι αν δεν το πεις εσύ, θα του πω εγώ μόλις φτάσουμε στην Μονή, ότι λίγο έλειψε να μας ρίξει στον γκρεμό αυτό το αυτοκίνητο.

Θα του το πω του έλεγα προκειμένου να ησυχάσει, αλλά και κάναμε μιάμιση ώρα μέχρι να φτάσαμε στην Ουρανούπολη. Βάλαμε τις ελιές στο καραβάκι όπως έπρεπε και ακολουθώντας το δικό του πρόγραμμα πια, φτάσαμε την Μονή μας μετά από δυόμιση ώρες περίπου.

Βεβαίως και δεν έκανα τίποτε εγώ από όσα του υποσχέθηκα καθ’ οδόν, αλλά ο ηλικιωμένος μοναχός, όντως πήγε κι ενημέρωσε τον Γέροντα. Ακούγοντας αυτός την αφήγηση του, αμέσως με κάλεσε στο γραφείο του κι όπως το συνήθιζε, ζήτησε να πληροφορηθεί κι από εμένα αυτά που του αναφέρθηκαν.

Με πολύ σεβασμό προς το πρόσωπό του βεβαίως, αλλά και με τρόπο όπως πάντα, του έλεγα το πρόβλημά μου. Γέροντα. Αρκετές μέρες τώρα το πηγαίνω και το φέρνω στην αντιπροσωπία. Δυστυχώς για εμένα όμως, όπως και για το αυτοκίνητό μας, οι μηχανικοί τους δεν μπορούν να βρουν το πρόβλημα της αδυναμίας του και το μόνο που έχουν να μου πουν ως δικαιολογία, για όσα τους αναφέρω σχετικά, είναι ότι το αυτοκίνητο μας, όχι μόνον είναι αρκετά μεταχειρισμένο, αλλά και αδύνατο είναι για την δουλειά που του ζητούμε να μας κάνει.

Σας υπόσχομαι όμως, ότι θα δω ξανά το θέμα αυτές τις μέρες κι αφού έχω κάτι νεότερο, αμέσως θα σας ενημερώσω. Συμφώνησε ο Γέροντας και μόλις επέστρεψα στην έδρα μου, αμέσως σχεδόν πήγα σ’ αυτόν που τους το πούλησε και του έβαλα τις φωνές.

Δεν ντρέπεσαι ρε; Τους μοναχούς βρήκες να εξαπατήσεις, που δεν έχουν ιδέα από αυτοκίνητα; Τι αυτοκίνητο ρε είναι αυτό που τους έδωσες; Αν μπορείς να το πιστέψεις, ούτε μια ανηφορίτσα δεν μπορεί να ανέβει κι όταν ακόμη το βάρος που μεταφέρει δεν ξεπερνά τα εξακόσια κιλά.

Πεθαμένο είναι σου λέω. Αν θυμάσαι καλά όμως, από τότε που ήρθα εδώ να παραλάβω αυτό το αυτοκίνητο, συνεχώς σου λέω το ίδιο πράγμα. Ότι το αυτοκίνητο δεν αποδίδει όσα πρέπει κι ότι στον δρόμο αντιδρά σαν να είναι νηστικό.

Νηστικό ήταν από την αρχή και νηστικό παραμένει μέχρι τώρα. Γελούσες όμως εσύ με την εικόνα της παρατήρηση που σου έκανα και δεν έκανες τίποτε ώστε να βρεις με την δική σου εμπειρία, τον λόγο που αυτό το αυτοκίνητο δεν μπορεί να αποδώσει τα αυτονόητα.

Από τότε όμως και μέχρι σήμερα, εγώ βρίσκομαι συνεχώς και μονίμως στο συνεργείο της αντιπροσωπίας και πάντα με την ίδια παρατήρηση ανά χείρας, γιατί έτσι ερμηνεύω την αντίδραση του. Νηστικό είναι λέω και σ’ αυτούς, ο οποίοι όμως, όχι μόνο γελούν με όσα ακούν, αλά και με διώχνουν από το συνεργείο τους ως υποχόνδριο, αν και δεν είναι σε θέση να μου δώσουν μια λογική εξήγηση, για τον λόγο που κάνει αυτό το αυτοκίνητο να συμπεριφέρεται τόσο αδύναμα.

Ήρθα λοιπόν σήμερα και πάλι σ’ εσένα, προκειμένου να σου πω ακόμη μια φορά, ότι το αυτοκίνητο δεν είναι σε θέση να κάνει την δουλειά του, γιατί όπως το πιστεύω, δεν του φτάνει το καύσιμο. Σου ζητώ δε, να βρεις εσύ επιτέλους τον τρόπο, ώστε να φτάσει στην νηστική του μηχανή το ανάλογο καύσιμο.

Σκύψε λοιπόν πάνω από την μηχανή του τώρα και ψάξε ακόμη μια φορά να βρεις τον τρόπο να το χορτάσεις, γιατί έτσι όπως ζει, θα πεθάνει πριν την ώρα του κι αν γίνει κάτι τέτοιο, εγώ θα σε κατηγορώ ως ανεύθυνο παντού, όπου κι αν βρίσκομαι.

Έσκυψε ο άνθρωπος πάνω από την μηχανή και όντως έψαχνε με προσοχή αλλά και πάλι δεν έβρισκε τίποτε το επιλήψιμο. Δύστυχος, έλεγε λίγο αργότερα, δεν βρίσκω τίποτε που να δικαιολογεί την αδυναμία αυτής της μηχανής, έτσι όπως εσύ μου την εξιστορείς.

Όλα είναι στην θέση τους και όλα δουλεύουν ρολόι. Το πως όμως και το γιατί όπως λες αυτή δεν ανταποκρίνεται, δεν το καταλαβαίνω. Μήπως είσαι υπερβολικός; Όχι ρε. Του έλεγα αγανακτισμένος πια εγώ. Δεν είμαι υπερβολικός. Αυτό θα μπορούσε να μου το πει κι ένας άσχετος. Εσύ όμως πρέπει να μου πεις κάτι ποιο λογικό.

Ενώ αυτός έψαχνε ξανά και με προσοχή ένα, ένα, όλα τα εξαρτήματα της μηχανής, εγώ τον ρωτούσα για πολλοστή φορά να μου πει, τι ήταν εκείνο το αξονάκι που κρεμόταν από το καρμπιρατέρ του αυτοκινήτου και ποιος ήταν ο λόγος της ύπαρξης του εκεί και γιατί συνεχώς τόσο αυτός όσο και οι μηχανικοί του συνεργείο της αντιπροσωπίας μου έλεγαν, ότι αυτό δεν ήταν τίποτε.

Αν δεν είναι τίποτε αυτό ρε μάστορα, μπορείς να μου πεις επιτέλους, γιατί το έχει βάλει εδώ ο κατασκευαστής του, όπως και τον λόγο που αυτό κρέμεται από την άκρη του καρμπιρατέρ της μηχανής;

Αυτά και πολλά άλλα ακόμη του έλεγα θυμωμένος του ανθρώπου κι ενώ αυτός με άκουγε με κατανόηση μπορώ να πω, σκεφτόταν συγχρόνως, ποιος άραγε να ήταν ο λόγος, που έκανε το αυτοκίνητο που μας πούλησε να φαίνεται τόσο αδύναμο, γι’ αυτό κι έλεγε κάποια στιγμή με πολύ ανακούφιση.

Ναι ρε συ. Έχεις απόλυτο δίκαιο. Αυτό το αυτοκίνητο λειτουργεί με δύο καρμπιρατέρ κι εμείς το αναγκάζουμε να δουλεύει με ένα. Αυτός είναι κι λόγος που δεν μπορεί η μηχανή του να κάνει όπως λες τα αυτονόητα. Το αξονάκι που από την αρχή εσύ πράγματι ρωτάς να μάθεις τι δουλειά κάνει, μόλις τώρα συνειδητοποίησα, ότι είναι αυτό που ανοίγει το δεύτερο καρμπιρατέρ, όταν η μηχανή ζορίζετε κι όπως πολύ σωστά παρατήρησες, χρειάζεται περισσότερο καύσιμο.

Για κάποιο λόγο όμως, που τώρα δεν καταλαβαίνω, αυτό βγήκε από την θέση του κι έτσι, δεν μπορούσε να κάνει την δουλειά του. Θα το βάλω πάλι σε λειτουργία όμως κι ελπίζω ότι έτσι θα λυθούν τα δικά του, όπως και τα δικά σου προβλήματα.

Όταν επιτέλους τοποθέτησε αυτός το αξονάκι στην θέση του, αμέσως βρήκε τον εαυτό της η μηχανή του και αυτή ήταν πλέον έτσι κι όπως έπρεπε να είναι κι όχι όπως την ανάγκαζαν να φαίνεται οι εγωισμοί των μηχανικών, που δεν αναζητούσαν άλλη γνώση, έξω από αυτήν που νομίζουν ικανοποιημένοι ότι δήθεν έχουν.

Αν δεν του έβαζα όμως τις φωνές, ένα είναι σίγουρο, ότι το αυτοκίνητο θα ήταν καταδικασμένο να ζει νηστικό από καύσιμα κι ενδεχομένως να έμενε σε καμιά άκρη παραμελημένο ως ακατάλληλο και για το παραμικρό έργο μάλιστα.

Αφού όμως όλα μπήκαν στην θέση τους κι όλα άρχισαν να λειτουργούν με τον ανάλογο ρυθμό και δύναμη, ενημέρωσα σχετικά τον Γέροντα, ο οποίος εξέφρασε βέβαια την ικανοποίησή του, αλλά και βλέποντας το ενδιαφέρον μου, πρόσθεσε στην αμοιβή μου είκοσι χιλιάρικα επιπλέον από τα εκατό, με την εντολή όμως να μην αναφέρω αυτήν την προσθήκη καθόλου στον μοναχό που είχε αυξημένες αρμοδιότητες.

Ήξερα μεν σε ποιόν αναφερόταν, αλλά ακόμη δεν είχα εντοπίσει τον τρόπο που γινόταν η διοίκηση της Μονής, γι’ αυτό κι απορούσα με την εντολή του Γέροντα. Στον έχοντα αυξημένες αρμοδιότητες όμως τίποτε δεν ανάφερα καθώς όφειλα.

Βλέποντας λοιπόν την αγάπη του Γέροντα, όπως κι αυτήν των υπολοίπων μοναχών της μονής μας πλην του έχοντος αυξημένες αρμοδιότητες, μπήκα ένθερμα στον αγώνα κι αποφασισμένος να καλύψω μαζί με το αναβαθμισμένο μου αυτοκίνητο κι αξιοπρεπώς πλέον τις ανάγκες της Μονής μας, αυτές που με μια ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνονταν στον χώρο της τροφοδοσίας της.

Αυτό βέβαια δεν ήταν και τόσο εύκολο, αν σκεφτεί κανείς ότι η αντιμετώπιση αυτής της πολύμορφης όσο και ποικίλης σε ειδικότητες τροφοδοσία, απαιτούσε πολλές και ανάλογες γνώσεις.

Δεδομένου όμως ότι από μικρός βρισκόμουν ενεργά στην πολύμορφη αγορά, απέκτησα εξ’ αυτού και την απαιτούμενη, όσο κι εμπλουτισμένη γνώση, αυτήν δηλαδή που χρειαζόταν να έχω, ώστε να ανταπεξέλθω επαρκώς τις όποιες δυσκολίες είχα να αντιμετωπίσω, για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού.

Οι μοναχοί της μονής μας βέβαια ήταν πολλοί και η μόρφωση τους ήταν τέτοια κι ανάλογη, που κι από μόνοι τους θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες τους. Επειδή όμως δεν διέθεταν καμιά πείρα από την αγορά κι επειδή δεν έγιναν μοναχοί για να έχουν τον νου τους αφιερωμένο στο πως θα τις αντιμετώπιζαν περιφερόμενοι στις αγορές των πόλεων, καλά έκαναν και ζήτησαν την συμμετοχή κάποιου ποιο έμπειρου από αυτούς, ώστε να τους ελευθερώσει από τέτοιες ενασχολήσεις, όπως κι από την ανάγκη να απομακρύνονται για τους παραπάνω λόγους από τα μοναχικά τους καθήκοντα.

Είναι καλός ο στόχος που ανέλαβα να υπηρετήσω έλεγα κι εγώ μέσα μου, γι’ αυτό κι έκανα τα πάντα, έτσι ώστε οι μοναχοί να είναι όχι μόνο κι από κάθε άποψη εξασφαλισμένοι, αλλά κι εντελώς αφιερωμένοι στον σκοπό τους, αφού ανέλαβα εγώ πια όλους τους μικρούς και τους μεγάλος βιοποριστικούς τους προβληματισμούς, οπότε, όλο αυτό έγινε και για εμένα πλέον αυτοσκοπός.

Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε που έκανε τους μοναχούς να καταλάβουν ότι από πολλά γλίτωσαν με την δική μου συμμετοχή στις δικές τους ανάγκες, γι’ αυτό και δεν σταματούσαν να εκδηλώνουν πολλαπλώς την ικανοποίηση τους.

Έδιναν δε ανεπιφύλακτα πια σε μένα όλα τους τα αιτήματα κι εγώ έκανα τα πάντα ώστε να τους έχω αναπαυμένους όπως μου το τόνιζαν κι έτσι όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι από την ανέλπιστη για την περίπτωση μου συμμετοχή στα δρώμενα της Μονής μας.

Πέρασε όμως ο καιρός και μπήκαμε στο νέο έτος πια, το 1997 δηλαδή κι όπως έβλεπα, δεν ήταν μόνον οι μοναχοί ευχαριστημένοι από την προσφορά μου, ήταν και η γυναίκα μου. Αυτή ιδικά, πολύ χαιρόταν όταν έβλεπε να φτάνει στο σπίτι της το μικρό έστω εισόδημα, αλλά ποιο πολύ χαιρόταν, από αυτά που έβλεπε να της πηγαίνω, από την έμπρακτη αγάπη των μοναχών.

Χαρούμενη λοιπόν αυτή, πολλές φορές μου έλεγε το ίδιο. Αν τυχόν βρεις κάποια άλλη δουλειά κι αν εκεί που σε καλέσουν να πάς σου δώσουν περισσότερα χρήματα από αυτά που σου δίνουν οι μοναχοί, εγώ θα σου ζητούσα να μην πας, γιατί εδώ που είσαι τώρα, μας αγαπούν και μας αγαπούν πολύ όπως κι εσύ βλέπεις.

Αυτά που τους κάνεις βέβαια είναι πάρα πολλά, αλλά και οι πατέρες δεν πάνε πίσω. Με όσα σου δίνουν να φέρεις στο σπίτι μας κάθε φορά που τους επισκέπτεσαι, εκτός από τον μισθό σου, δείχνουν φανερά πια και το πόσο μας αγαπούν εξαιτίας σου, αλλά και το πόσο αναγνωρίζουν τους κόπους σου.

Αυτά δηλαδή έλεγε η γυναίκα μου, ευχαριστημένη από την συμπεριφορά των πατέρων κι αυτά έκαναν οι πατέρες ευχαριστημένοι από την δική μου συμμετοχή στην ζωή τους, γι’ αυτό κι εγώ ως άλλος ένας ευγνώμων, δεν εξέταζα ποτέ, αν εργαζόμουν μέρα ή νύχτα, ή αν ήμουν επί ποδός είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *