Η θερινή μας διαβίωση και η πλημμύρα.

DSC_0080_p_800x600 Μπαίναμε προς το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς όμως και όπως όριζε το πρόγραμμα της Μεραρχίας, έπρεπε να πάει σύσσωμο το στρατόπεδο μας διακοπές και να μείνει για δεκαπέντε μέρες κάπου στην ύπαιθρο, υπό τύπου άσκησης

 Σ’ αυτήν την άσκηση που την ονόμαζαν θερινή διαβίωση, εμείς θα κάναμε απλώς διακοπές, ενώ άλλα επτά στρατόπεδα που είχανε επιχειρησιακό στόχο να προστατεύουν το δικό μας από εχθρικές τυχόν επιθέσεις, έπρεπε να εκπαιδευτούν γι’ αυτόν τον σκοπό, κάνοντας τις ανάλογες ασκήσεις.

 Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα και η μέρα υλοποίησης του προγράμματος που από τα ανέλπιστα μας προέκυψε, δεν είχαμε παρά να αντιμετωπίσουμε τις διακοπές μας, όσο γινόταν ποιο ευχάριστα για μας.

 Και ο διοικητής μας άλλωστε αυτό εννοούσε όταν λίγες μέρες πριν από την αναχώρηση μας, έλεγε.

 – Άσκηση για τους άλλους είναι αυτή και όχι για μας. Αφού λοιπόν εμείς πρέπει να πάμε διακοπές, θα πάμε να τις περάσουμε όσο γίνετε ποιο χαλαρά και πουθενά δεν θα φαίνεται ότι είμαστε στρατιώτες.

 Θα πάρουμε βέβαια μαζί μας τον οπλισμό μας και θα πάμε εκεί που θα μας υποδείξουν ως στρατιώτες, αφού στρατιώτες ήμαστε. Εκεί όμως και για δεκαπέντε μέρες, δεν θα ισχύει τίποτε το στρατιωτικό.

 Μόνον για το φαγητό θα υπάρχει ώρα συγκέντρωσης και πουθενά αλλού. Ετοιμαστείτε λοιπόν ανάλογα και μόλις μας ειδοποιήσουν φεύγουμε. Μόνον τον λόχο πεζικού θα αφήσουμε εδώ να προστατεύει το στρατόπεδο κατά την δική μας απουσία, αφού ούτως ή άλλος, μόνον γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει αυτός ανάμεσα μας.

 Εφόσον θα κάνουμε διακοπές όμως εμείς, θ’ αφήσαμε και τον μάγειρα μας στην θέση του μαζί με τους βοηθούς του, ώστε να ετοιμάζουν εδώ το φαγητό μας. Αυτό, θα μας το φέρνει με το αυτοκίνητο του ο υπεύθυνος για την τροφοδοσία μας στρατιώτης κάθε μέρα, όπως κάνει και με το ψωμί μας άλλωστε.

 Όπως το έλεγε λοιπόν, έτσι και κάναμε εκείνη την ημέρα που μας είπαν ότι φεύγουμε. Φορτώσαμε χαρούμενοι τα υπάρχοντα μας στα αυτοκίνητα που ο καθένας από μας ήξερε από τις ασκήσεις σε ποιο απ’ αυτά επιβιβάζετε για κάθε λόγο και αμέσως μετά, σταθήκαμε στον χώρο της αναφοράς και περιμέναμε εκεί τις οδηγίες των λοχαγών μας.

 Μόλις είπαν αυτοί επιβιβαστείτε στα οχήματα σας, υπακούσαμε στην διαταγή και όλοι μαζί πήγαμε στις θέσεις μας και στα αυτοκίνητα μας. Λόγο θέσεως και αρμοδιότητας, το δικό μου αυτοκίνητο έμπαινε πάντα τελευταίο στην σειρά έτσι όπως διαμορφωνόταν το κομβόι, γι’ αυτό και δεν βιαζόμουν να αναχωρήσω.

 Πίσω μου ακολουθούσε με ένα τζιπ ο αξιωματικός υπηρεσίας όπως πάντα ο οποίος και έκανε συνεχώς διαδρομές, μια πίσω και μια μπροστά από το κομβόι, θέλοντας να επιβλέπει την ασφαλή πορεία μας.

 Κάναμε ότι και στις ασκήσεις δηλαδή, έστω κι αν τότε πηγαίναμε για διακοπές και εκεί που μας οδηγούσε ο διοικητής μας που προπορευόταν όπως πάντα, με το δικό του τζιπ.

 Όταν φτάσαμε στο χώρο που έπρεπε να εγκατασταθούμε σύμφωνα με τις οδηγίες της Μεραρχίας, υποχρεωθήκαμε να μείνουμε πάνω σε ένα σύνολο από νησάκια, τα οποία υπήρχαν παντού εκεί και ήταν διάσπαρτα μέσα στην πολύ μεγάλη και ξηρή από νερό κοίτη του Γαλλικού ποταμού.

 Ο χώρος ήταν γεμάτος από αναρίθμητα και τεράστια πλατάνια και αυτά με την επιβλητική τους παρουσία έκαναν εκείνο τον χώρο να μοιάζει παραδεισένιος. Εμείς χαρήκαμε βέβαια για την επιλογή που μας έγινε, γιατί ήταν πράγματι ιδανικός εκείνος ο τόπος για χαλαρές διακοπές.

 Ο διοικητής μας όμως είχε διαφορετική άποψη. Καθόλου δεν του άρεσε η θέση που επέλεξαν οι ανώτεροι του να μας διαθέσουν, για τον λόγο ότι εκεί μέσα στην κύτη του Γαλλικού ποταμού, έβλεπε εγκλωβισμένους τους στρατιώτες του.

 Δεν είχε και άδικο βέβαια, γιατί εκείνα τα νησάκια που μας υπέδειξαν να εγκατασταθούμε ήταν όντως ιδανικά για διακοπές, αλλά περιστοιχιζόταν όλα από πολλές και πολυδαίδαλες διασπάσεις εκείνου του ξεροπόταμου και αυτό εγκυμονούσε κινδύνους σε περίπτωση που αυτός κατέβαζε για κάποιο λόγο νερά.

 Ζητούσε ασφαλέστερο χώρο για τους στρατιώτες του και για να πετύχει αυτήν την αλλαγή, έκανε πολλές διαβουλεύσεις με τους ανωτέρους του. Ανένδοτοι όμως αυτοί, επέμεναν ότι ξέρουν την περιοχή, ότι ξεροπόταμος είναι ο Γαλλικός, ότι ποτέ δεν κατεβάζει επικίνδυνα νερά και ότι η κύτη του είναι τόσο μεγάλη σε έκταση, που μπορεί να αφομοιώσει άνετα, όσα νερά και αν μας περικύκλωναν.

 Αφού δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά λοιπόν, έδωσε στο τέλος εντολή να στήσουμε τις σκηνές μας όπου θέλαμε πάνω σ’ εκείνα τα νησάκια, αλλά όσο γινόταν πιο ψηλά από τις κοίτες των μικρών όπως είπα και πολυδαίδαλων διασπάσεων του κυρίως ποταμού.

 Κάναμε τις επιλογές μας και ο καθένας από μας, έστησε τελικά την σκηνή του όπου ήθελε. Οι αξιωματικοί μας, επέλεξαν ένα πολύ πιο υπερυψωμένο νησάκι, για τον λόγο ότι αυτό βρισκόταν κοντά στην είσοδο της περιοχής και από εκεί όπως πολύ καλά το σκέφτηκαν θα μπορούσαν εύκολα να μπαινοβγαίνουν στον χώρο, όποιος λόγος και αν τους το επέβαλε.

 Έχοντας την ευθύνη της τροφοδοσίας του στρατοπέδου μας όμως, έκανα και για μένα μια κατάλληλη επιλογή, για τον λόγο ότι έπρεπε να είμαι εύκολα προσβάσιμος και από όλους τους στρατιώτες μας.

 Εγκαταστάθηκα λοιπόν γι’ αυτόν τον λόγο σ’ ένα νησάκι που ήταν δίπλα απ’ αυτό των αξιωματικών και στο ποιο ψηλό σημείο του τοποθέτησα την υδροφόρα μου με το πόσιμο νερό. Το ψωμί που είχα υποχρέωση να τους φέρνω καθημερινά και φρέσκο κάθε μέρα από τον στρατιωτικό φούρνο, όπως και το φαγητό που μαγείρευε στο στρατόπεδο μας ο μάγειρας για όλους μας, έπρεπε να βρίσκονται και αυτά σε τέτοιο σημείο, που να  μπορεί εύκολα κανείς να τα πλησιάζει.

 Έχοντας την ίδια μ’ εμένα υποχρέωση ο τραπεζάρης μας, επέλεξε κι αυτός να μείνει δίπλα μου εγκατεστημένος, γι’ αυτό κι έστησε τα τραπέζια του εκεί, αλλά λίγο πιο χαμηλά βέβαια από την δική μου θέση και σε πιο επίπεδο χώρο από τον δικό μου, εκεί δηλαδή που κυλούσε ήρεμα με το λιγοστό νερό του ένα μικρό ρυάκι.

 Ήθελε να πλένει κάπως τις χύτρες του όταν άδειαζαν από τα φαγητά, πριν τις επιστρέψω εγώ στον μάγειρα μας για το επόμενο φαγητό, αλλά και να στρώνει σε πιο επίπεδη επιφάνεια τα ταψιά του με τα φαγητά.

 Αφού ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση όλων μας και η πρώτη αναφορά έδειξε ότι όλα είχαν καλώς, πήγα μετά κατά την υποχρέωση μου και τους έφερα το πρώτο μεσημεριανό τους φαγητό, όπως έκανα και για το βραδινό τους άλλωστε.

 Το πρωί της επομένης και κατά την υποχρέωση μου όπως πάντα, πήγα και τους έφερα φρέσκο ψωμί από τους φούρνους του στρατού, όπως και φρέσκο πόσιμο νερό με την υδροφόρα μου. Για να μην πηγαίνω όμως δύο φορές στο στρατόπεδο, τους έφερα και το μεσημεριανό τους φαγητό ζεστό και αυτό το έκανα στην ώρα του.

 Πρωινό, τους ετοίμαζε εκεί ο τραπεζάρης μας, σε μια μεγάλη χύτρα που είχε μαζί του γι’ αυτόν τον λόγο και αφού η αποθήκη μου είχε άφθονη ξηρά τροφή σε κονσέρβες, την διένειμε διπλή και τριπλή αυτός σε όποιον του την ζητούσε και έτσι δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.

 Άλλωστε, η διαταγή που μας έδωσε ο διοικητής μας, ήταν σαφέστατη.

 – Θέλω να είναι ευχαριστημένοι οι στρατιώτες μας στις διακοπές τους, γι’ αυτό, κανονίστε ώστε να τρώνε και καλό και αρκετό φαγητό.

 Μαζί με το καλό φαγητό και απεριόριστο ύπνο προέβλεπε εκείνη η άσκηση κάτω από τα πλατάνια και η μόνη ενασχόληση που επιτρεπόντων στους στρατιώτες ήταν το τάβλι και αυτό πάλι, μόνο τις πρωινές ώρες.

 Έτσι πέρασαν οι πρώτες μας μέρες. Ανέμελα και ευχάριστα και κανείς δεν κουνιόταν από το αντίσκηνο του, παρά μόνο για το φαγητό του. Μόνον εγώ βρισκόμουν επί ποδός, κάνοντας διαδρομές, μια στον φούρνο και μια στο στρατόπεδο, για το φαγητό τους όπως είπα.

 Ένα βράδυ όμως ανησυχήσαμε κάπως, γιατί βλέπαμε να πέφτουν πολλές αστραπές στον βόρειο ορίζοντα. Αυτές υποχρέωσαν τον διοικητή μας να καλέσει αμέσως κοντά του, τους μετεωρολόγους της μονάδας μας.

 Ζήτησε απ’ αυτούς να τον ενημερώσουν για τον καιρό, οι οποίοι και αμέσως ανταποκρίθηκαν. Σήκωσαν τα μπαλόνια τους εκείνη την ώρα και εξετάζοντας τα δεδομένα τους στην συνέχεια, τον διαβεβαίωσαν ότι δεν προβλεπόταν βροχή και ότι ήμασταν ασφαλείς κάτω από τα πλατάνια, έστω και αν βρισκόμαστε εγκατεστημένοι στην μέση της κοίτης του ποταμού.

  Οι αξιωματικοί της μοίρας που υπηρετούσαν αρκετά χρόνια στην μονάδα και ήταν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής, διαβεβαίωναν και αυτοί με την σειρά τους τον διοικητή μας ότι πράγματι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, δεδομένου ότι το ποτάμι είναι ξεροπόταμος σχεδόν και ότι κατεβάζει νερά μόνον όταν βρέχει τοπικά.

 Αυτός όμως ήταν ανήσυχος. Μεταβίβασε τις ανησυχίες του και στους αξιωματικούς της Μεραρχίας που μας υποχρέωσαν να εγκατασταθούμε εκεί, αλλά και από αυτούς την ίδια διαβεβαίωση είχε, ότι από πουθενά δεν προβλεπόταν βροχή, γι’ αυτό και τον συμβούλευαν να ησυχάσει.

 Με το φακό στα χέρια όμως αυτός, έφερνε βόλτα όλες τις σκηνές έως και αργά το βράδυ. Όποιον στρατιώτη έβλεπε να είναι εγκατεστημένος κοντά στις κοίτες του ξεροπόταμου, τον έβαζε να στήσει την σκηνή του σε πιο ψηλό σημείο.

 Αφού μετακίνησε όσους στρατιώτες και οχήματα βρήκε να είναι πρόχειρα τοποθετημένα στις θέσεις τους, πέρασε και από μένα επιστρέφοντας στην δική του σκηνή.

 – Εσύ παιδί μου; Είσαι καλά εδώ; Η υδροφόρα και το αυτοκίνητο σου είναι ασφαλή εδώ πάνω που τα έβαλες. Πάμε όμως να μετακινήσουμε τον τραπεζάρη λίγο πιο ψηλά από εκεί που βρίσκετε, γιατί αυτός είναι πολύ κοντά στο ποτάμι και φοβάμαι μην μας τον πάρουν τα νερά.

 Είχε βάλει την σκηνή του ψηλά αυτός, αλλά δύο τραπέζια που είχε εκεί, για να βάζει πάνω σ’ αυτά το φαγητό και το ψωμί των στρατιωτών, ήταν στο επίπεδο σημείο της κοίτης και πολύ κοντά στο νερό.

 Αφού έβαλε και αυτόν να δέσει εκείνα τα τραπέζια με ότι σχοινιά βρήκε και αφού βεβαιώθηκε ότι τίποτε και κανένας από τους στρατιώτες του δεν κινδύνευε, αλλά ούτε και κάποιο από τα οχήματα μας, πήγε μετά στην σκηνή του, να κάνει παρέα στους άλλους αξιωματικούς.

  Αργά το ίδιο βράδυ, ήρθε ο οδηγός του γερανού σε μένα και ήταν πολύ πεινασμένος. Μου ζητούσε να του δώσω κάτι που να μπορεί να φάει με το ψωμί που είχε κρατημένο από το απόγευμα και απ’ αυτόν έμαθα, ότι τους δύο εκτοξευτές, τον γερανό και την πλατφόρμα μεταφοράς οχημάτων που ήταν πολύ βαριά οχήματα, για ευνόητους λόγους υποχρέωσε τους οδηγούς τους ο διοικητής μας, να τα βγάλουν έξω από τον χώρο της κοίτης του ποταμού και να τα βάλουν σε ασφαλέστερο σημείο που τους υπέδειξε και αυτό ήταν κοντά στο χωριό εκείνης της περιοχής.

 Κατά τις δύο το πρωί όμως, ξυπνήσαμε όλοι από ένα εκκωφαντικό βουητό, όπως αυτό που προηγείται του σεισμού, με την διαφορά, ότι όσο περνούσε η ώρα, τόσο δυνάμωνε εκείνο το βουητό και επειδή δεν ήταν δυνατόν να καταλάβουμε τι ήταν και από που ερχόταν, ενστικτωδώς ενεργώντας, έκανε ο καθένας από μας ότι νόμιζε, προκειμένου να προστατέψει τον εαυτό του από τον άγνωστο επερχόμενο κίνδυνο.

 Για λόγους ασφαλείας, άλλοι μπήκαν στα αυτοκίνητα τους όπως έκανα κι εγώ και άλλοι ανέβηκαν πάνω στα δένδρα για παν ενδεχόμενο. Δεν προλάβαμε καλά, καλά, να εδραιωθούμε στις νέες θέσεις μας και μας περικύκλωσαν πολλά και ορμητικά νερά.

 Ήταν αδύνατον να καταλάβουμε από που μας ερχόταν αυτά, αφού όπως είπαμε, πουθενά εκεί γύρω δεν έβρεχε. Το πρωί και με το φως της ημέρας όμως, διαπιστώσαμε ότι τα νερά ήταν όντως πολλά και ότι ανέβηκαν πολύ πιο πάνω από κει που εμείς υπολογίσαμε ότι θα ήμασταν ασφαλείς, γι’ αυτό και μερικοί στρατιώτες βρέθηκαν να ψάχνουν τα πράγματα τους, όπως και ο τραπεζάρης μας, που έχασε τα τραπέζια του.

 Τα βρήκαμε όμως όλα λίγο αργότερα, όταν τα είδαμε να είναι σκαλωμένα ανάμεσα σε μια συστάδα δένδρων. Όσοι από τους στρατιώτες ανέβηκαν στα δέντρα για λόγους ασφαλείας, δεν κατέβαιναν απ’ αυτά και όλοι μαζί περιμέναμε να δούμε το πότε θα υποχωρήσουν τα νερά, πράγμα όμως που δεν φαινόταν ότι θα γίνει και τόσο σύντομα.

 Ανησυχούσε ο διοικητής μας για όσα μας συνέβαιναν εκεί, αλλά πιο πολύ ανησυχούσε γιατί είδε να είμαι κι εγώ εγκλωβισμένος και αυτό δεν ήταν και τόσο καλό αν σκεφτεί κανείς, ότι ο δικός μου εγκλωβισμός, θα είχε επιπτώσεις στην τροφοδοσία της μονάδας του.

 Και με το δίκαιο του ανησυχούσε βέβαια, γιατί αν δεν θα μπορούσα να βγω εγώ από εκεί, δεν θα τους έφερνα το ψωμί από τον φούρνο, αλλά ούτε και το φαγητό τους από το στρατόπεδο και έτσι υπήρχε κίνδυνος να μείνουμε νηστικοί, ίσως και για μέρες οι στρατιώτες του.

 Όλως παραδόξως, η σκηνή του διοικητού μας ήταν το μόνο σημείο που είχε πρόσβαση μέσου μιας στενής λωρίδας ξηράς με τον δρόμο που έβγαζε στο κοντινό χωριό και από εκεί στον δημόσιο δρόμο. Το τζιπ και ο οδηγός του όμως, εγκλωβίστηκαν στην ίδια θέση με τους υπόλοιπους αξιωματικούς και αυτοί από ώρας συσκεπτόταν από απόσταση μαζί του, για το πως έπρεπε να ανταπεξέλθουμε εκείνη την απρόσμενη δυσκολία.

 – Ας αντιμετωπίσουμε το θέμα σαν άσκηση τους έλεγε αυτός και αφού δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα αυτήν την ώρα, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε εδώ με υπομονή, μέχρι να υποχωρήσουν τα νερά. Αν δούμε ότι δεν υποχωρούν, τότε μπορούμε να διακινδυνεύσουμε τα πάντα για τους στρατιώτες μας.

 Αφού ενημερώθηκαν όλοι για το τι αποφάσισαν οι αξιωματικοί περί της υπομονής, υπέμειναν αδιαμαρτύρητα όπως ήταν αναμενόμενο την πείνα και την δίψα τους οι στρατιώτες. Περιορισμένοι εκεί και στις θέσεις μας, κάναμε όλοι υπομονή για δύο ολόκληρες μέρες. Τα νερά όμως δεν έλεγαν να υποχωρήσουν.

 Τα ξημερώματα της τρίτης μέρας πια, άρχισαν να φωνάζουν όσοι απ’ αυτούς έτυχε να είναι σε κοντινή θέση και με εύκολη πρόσβαση σε μένα.

 – Δεν έχεις ρε συ καμιά ξεχασμένη κουραμάνα πουθενά; Πρέπει να βάλουμε κάτι στα στομάχια μας. Θα τρυπήσουν από την πείνα!

 Δεν είχα να τους δώσω καμιά κουραμάνα, αλλά και αν είχα; Σε ποιόν πρώτα θα την έδινα και πως θα το έκανα αυτό; Αφού όλοι είχαμε ανάμεσα μας το ποτάμι με τα πολλά νερά;

 Θυμήθηκα ωστόσο, ότι κάτω από το κάθισμα του οδηγού, έβαλα προ ημερών την ψίχα μιας ζεστής κουραμάνας που έφαγα μεν την κόρα της, αλλά αυτήν την άφησα εκεί για να την δώσω στα σκυλιά που συναντούσα στον δρόμο.

 Ξέχασα να το κάνω αυτό τότε και όταν εκείνη την στιγμή θυμήθηκα την ξεχασμένη ψίχα, πήγα στο αυτοκίνητο μου και την έβγαλα. Ήταν αρκετά λερωμένη αυτή από τις σκουριασμένες αλυσίδες του αυτοκινήτου μου, αλλά από την πείνα που είχαμε, η μυρωδιά της και μόνο ήταν σαν βάλσαμο. Ποιος όμως πρώτα; Και από πόσο να έπαιρνε ο καθένας από κείνη την ψίχα; Δεν τρώγονταν αυτή βέβαια, γιατί από τις πολλές μέρες που ήταν κλεισμένη εκεί μέσα στο κουτί και κάτω από το κάθισμα, μύριζε μούχλα.

 Τι να πει κανείς όμως σε πεινασμένους; Μοίρασα λοιπόν την ψίχα σε δύο τρεις που μπόρεσαν να έρθουν κοντά μου κι αφού έβαλαν πάνω της λίγο από το αλάτι που μας έδωσε ο τραπεζάρης, γευτήκαμε λίγο από κείνο το ψωμί και θυμηθήκαμε αυτό που λένε, ότι εγώ με αυτόν τον άνθρωπο, έφαγα ψωμί και αλάτι στον στρατό.

 Όταν ξημέρωσε για τα καλά πια, είδαμε τα νερά στο ποτάμι να είναι αισθητά λιγότερα και τον διοικητή μας από απέναντι να στέκεται όρθιος και να συσκέπτεται με τους αξιωματικούς για το τι θα πρέπει να κάνουν.

 Πήραν λοιπόν την απόφαση, ότι πριν απ’ όλα, έπρεπε να δοκιμάσουν τον δικό μου απεγκλωβισμό, για να φέρω επιτέλους φαγητό, ψωμί και νερό στους στρατιώτες μας, που τόσο τους έλειψαν.

 Στο τέλος της σύσκεψης, γύρισε προς το μέρος μου ο διοικητής μας και φώναξε έτσι ώστε να τον ακούσω.

 – Τι λες εσύ παιδί μου; Θα καταφέρεις να περάσεις απέναντι; Από ότι βλέπεις, τα νερά λιγόστεψαν και από εδώ που είμαι εγώ, μπορείς να περάσεις χωρίς να βουλιάξεις πουθενά. Δεν μπορούν να περιμένουν άλλο οι στρατιώτες μας. Πεινούν.

 – Θα δοκιμάσω του είπα, αλλά μήπως μπορεί ο γερανός να υποστηρίξει την προσπάθεια μου; Θέλω να με δέσει με το συρματόσχοινο του από την θέση που βρίσκεστε εσείς, ώστε αν κάνω πως παρασύρομαι από τα νερά να με συγκρατήσει, εδώ που είναι εύκολη η πρόσβαση, μη τυχόν και φύγω παρακάτω.

 – Σωστή η παρατήρηση σου, είπε αυτός και αμέσως έδωσε εντολή στον οδηγό το γερανού να με πλησιάσει από την απέναντι πλευρά της κοίτης του ποταμού.

Του ζήτησα να μου πετάξει το σχοινί που είχε δεμένο τον γάντζο του συρματόσχοινου και αφού τον έφερα κοντά μου, τον πέρασα στην υποδοχή του δικού μου αυτοκινήτου.

 Του ζήτησα να με συγκρατεί με το βαρούλκο του όσο εγώ προχωρούσα και έτσι σιγά, σιγά, να περάσω απέναντι. Μπήκα στο ποτάμι έχοντας ελαφρά πατημένο το πεντάλ του συμπλέκτη και πατούσα το γκάζι σταθερά και λίγο. Όπως λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τόσο, όσο να πατά η γάτα.

 Και αυτό πάλι το έκανα έτσι, ώστε να κρατώ τις στροφές της μηχανής μου σε εγρήγορση μεν, αλλά με τον συμπλέκτη μου να ελέγχω απόλυτα την μετάδοση της ιπποδύναμης της μηχανής στους τροχούς.

 Λιγόστεψαν βέβαια τα νερά, αλλά αυτά παρέμεναν πολλά και ορμητικά. Δεν έβλεπα που πατούσαν οι ρόδες του αυτοκινήτου, γι’ αυτό κι έκανα τον σταυρό μου, προχωρώντας με επιφύλαξη μέσα στο ποτάμι. Όταν έφτασα περίπου στην μέση, ταρακουνήθηκα αρκετά από την ορμή των νερών, γι’ αυτό και είχα συνεχώς τον νου μου στον ήχο της μηχανής, όπως και στο πόσο πατούσα το γκάζι της, μη τυχόν και φύγουν αυτά από τον έλεγχο μου κι εξαιτίας αυτού σβήσει. Αυτό πάλι, θα ήταν ό,τι χειρότερο για το αυτοκίνητο μου.

 Όταν μπήκε ολόκληρο το αυτοκίνητο στο ποτάμι, είδα τα νερά του να φτάνουν μέχρι και τις πόρτες του κι εκείνο που με απασχολούσε, ήταν μη τυχόν και πέσω μέσα σε κάποιο λάκκο, ή μη τυχόν και σκαλώσω στους βράχους που τυχόν μετέφερε αυτό και τότε; Θα ήταν πολύ δύσκολο να συνεχίσω.

 Ευτυχώς για μένα όμως, τίποτε δεν με σκάλωσε εκεί, εκτός από δύο ή τρεις φορές που κόλλησα στις λάσπες και αυτές πάλι τις αντιμετώπισα με την ελεγχόμενη μεταφορά ιπποδύναμης στους τροχούς και με τις σταθερές στροφές που είχα στην μηχανή του αυτοκινήτου.

 Με κρατούσε βέβαια με το συρματόσχοινό του ο γερανός, αυτό όμως ήταν μόνον για να προστατέψει το αυτοκίνητο κι εμένα, στην περίπτωση που θα μας παρέσυραν τα νερά.

 Πέρασα ανώδυνα ωστόσο μέσα από το ποτάμι και μόλις πάτησαν οι μπροστινές μου ρόδες στο στερεό έδαφος, έδωσα λίγο γκάζι παραπάνω στην μηχανή αφού ήταν ανηφορικά εκεί και βγήκα αεράτα πλέον έξω από το ποτάμι και στο σημείο που στεκόταν όλο αγωνία ο διοικητής μας.

 Όταν τον πλησίασα, ξέσπασε σε χειροκροτήματα αυτός φωνάζοντας.

 – Μπράβο παιδί μου. Μπράβο παιδί μου.

 Παρέσυρε με τα μπράβο του και τους στρατιώτες που παρακολουθούσαν και αυτοί με αγωνία την έξοδο μου από το ποτάμι, γι’ αυτό; Όχι μόνον  χειροκροτούσαν αυτοί, αλλά φώναζαν συγχρόνως ρυθμικά κι όλοι μαζί.

 – Πεινάμε. Πεινάμε. Φέρε μας να φάμε!

 Περιττό είναι να σας πω το τι έγινε, όταν επέστρεψα με το φαγητό και το ζεστό ψωμί. Ήταν όλοι στην γραμμή με τις καραβάνες στα χέρια και παρότρυναν τον τραπεζοκόμο να κάνει γρήγορα, γιατί δεν άντεχαν άλλο την πείνα τους.

 Διπλή μερίδα τους επιφύλαξε ο διοικητής μας και ψωμί όσο ήθελαν. Μέχρι και γλυκό ταψιού παρήγγειλε από τον ασύρματο να τους ετοιμάσει ο μάγειρας, για την υπομονή που έδειξαν στο πρόβλημα που από τα ανεπάντεχα μας προέκυψε.

 Αφού έφαγαν και χόρτασαν με το παραπάνω οι στρατιώτες μας, τότε και μόνον τότε ησύχασε αυτός, αν και δεν σταματούσε να περιφέρεται ανάμεσα τους και να τους παροτρύνει να φάνε και άλλο αν ήθελαν, αφού υπήρχε πολύ φαγητό ακόμη στην διάθεση τους.

 Τα εύσημα όμως τα πήρε και πάλι ο λοχαγός μου και καμάρωνε αρκετά ευχαριστημένος, όταν άκουγε τον διοικητή μας να του λέει.

 – Έχεις εκπαιδεύσει άριστα τους στρατιώτες σου και απ’ ότι βλέπω, αυτός εδώ επάξια ανταποκρίνεται στις ευθύνες που του εμπιστεύεσαι.

 – Ναι, βεβαίωνε αυτός περιχαρής. Μέχρι στιγμής τα πάει καλά. Θέλω όμως να σας ενημερώσω, ότι τα νερά που μας περικύκλωσαν δεν ήταν τοπικά. Στην γειτονική Βουλγαρία έβρεχε, όπως με διαβεβαίωσε ο υπεύθυνος αξιωματικός της άσκησης και από εκεί μας ήρθαν αυτά. Ευτυχώς για μας όμως, δεν θα έχουμε βροχές εδώ, οπότε μπορούμε άνετα να συνεχίσουμε το προβλεπόμενο πρόγραμμα.

 – Ευχαριστώ για την ενημέρωση του είπε ο διοικητής μας και αμέσως μετά, κατευθύνθηκε προς το μέρος όπου βρισκόταν στημένες οι σκηνές των αξιωματικών, που ελευθερώθηκαν εν τω μεταξύ από τα νερά.

 – Αν συνεχίσεις να με συμπαραστέκεσαι, είπε σε μένα ο λοχαγός μου όταν μείναμε μόνοι, πολλά έχεις να ωφεληθείς. Κατάλαβες;

 – Κατάλαβα, του είπα και δεν ήξερα αν έπρεπε να ανησυχώ, ή όχι με όσα μου έλεγε, γιατί αυτός ήταν καραβανάς αξιωματικός στην νοοτροπία και σε τίποτε δεν έμοιαζε με την μορφή του διοικητού μας. Το μόνο που τον ενδιέφερε αυτόν, ήταν να κάθετε καλά και σίγουρα, στην δική του καρέκλα.

 Γι’ αυτόν τον σκοπό; Ήταν ικανός να θυσιάσει όχι μόνον εμένα, αλλά όλους τους στρατιώτες που είχε στις διαταγές του. Αυτός ήταν και ο λόγος άλλωστε, που ποτέ μου δεν τον εμπιστεύτηκα. Ότι έκανα γι’ αυτόν, το έκανα από φόβο μην τον βρω μπροστά μου ανικανοποίητο. Λοχαγός μου ήταν. Μπορούσα να του φέρω αντίρρηση για κάτι;

Μιχάλης Αλταλίκης

 

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *