Νέα βιοποριστική αναζήτηση

 http://sohosfm.gr/images/photoalbum/album_19/askos_panorama_t2.jpg  Αφού έμειναν για λίγο καιρό άπραγοι οι γονείς μου στη γενέτειρα τους, παλιά μας τέχνη κόσκινο είπαν μια μέρα και άρχισαν πάλι να ψάχνουν δεξιά και αριστερά στα διπλανά χωριά, μήπως και μπορέσουν να ανοίξουν σε κάποιο από αυτά, το κατάστημα που είχαν βάλει για στόχο τους.

   Ψάχνοντας λοιπόν στα χωριά, σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλά γι’ αυτούς να εγκατασταθούν στο χωριό με το όνομα Ασκός. Δύο ώρες με τα πόδια απείχε από τον Σοχό και απ’ ό,τι διαπίστωσαν, έλειπε από εκεί ένα μπακάλικο. Έστω κι αν ήταν μικρό αυτό, θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις νέες συνθήκες και καταστάσεις, που οι κάτοικοι αυτού του χωριού θα του επέβαλαν.

   Αποφασισμένοι λοιπόν να κάνουν οι γονείς μου μια νέα αρχή, μας πήραν πάλι ένα πρωινό, εμένα πέντε ετών και την αδελφή μου δύο και μαζί με τα λιγοστά τους πράγματα, εγκαταστάθηκαν στον Ασκό και στο πρώτο όροφο ενός σπιτιού, στο ισόγειο του οποίου έμεναν οι ιδιοκτήτες του.

   Μπροστά απ’ αυτό υπήρχε ένα άλλο, επίσης διώροφο σπίτι, στο πρώτο όροφο του οποίου έμενε η ιδιοκτήτρια με τα παιδιά της, ενώ στον ισόγειο χώρο του που έβλεπε προς το κεντρικό χωματόδρομο του χωριού, υπήρχε ελεύθερο ένα μαγαζί, το οποίο έμελλε στο επόμενο μικρό χρονικό διάστημα, να γίνει το νέο μας μπακάλικο.

   Όπως ήταν και αναμενόμενο, αυτό άρχισε να λειτουργεί αμέσως σχεδόν και προσέφερε στους πιθανούς πελάτες του περισσότερα είδη σε σχέση με το προηγούμενο, αφού αυτό ήταν πλέον μόνον μπακάλικο. Οι συναλλαγές με τους πελάτες του όμως παρέμεναν να είναι οι ίδιες και χωρίς χρήματα, γιατί όπως είπαμε δεν υπήρχαν και όσα πάλι κυκλοφορούσαν δειλά δειλά, ήταν πληθωριστικά, αφού το ένα χιλιάρικο τότε είχε αξία μίας δραχμής.

    Αυτός ήταν και ο λόγος που οι συναλλαγές των καταναλωτών με τους καταστηματάρχες, γινόταν περισσότερο με τις ανταλλαγές των προϊόντων.

  Έφερναν λοιπόν οι άνθρωποι αυγά, κότες, δημητριακά, και ό,τι άλλο τους περίσσευαν και τα αντάλλαζαν με ό,τι τους έλειπε. Οι ανάγκες όμως και οι ελλείψεις τους ήταν τόσες πολλές, που δεν ήταν δυνατόν να τις καλύψουν μόνο με τις ανταλλαγές, γι’ αυτό η πίστωση κρίθηκε απαραίτητη, με την υποχρέωση βέβαια, ότι θα πλήρωναν αυτά που θα αγόραζαν ολόκληρο το χρόνο, με τα χρήματα που θα έπαιρναν όταν πουλούσαν τα καπνά τους, γιατί τα καπνά ήταν η κύρια καλλιέργεια των κατοίκων του Ασκού.

    Για να υπάρχει όμως ένας έλεγχος, για το ποιός πήρε τι, πότε και πόσο έκανε, χρησιμοποιούσαμε το μπακαλοτέφτερο, μέσα στο οποίο γράφαμε στο όνομα του καθενός, ό,τι αυτός αγόραζε όλο το χρόνο, έτσι ώστε όταν θα ερχόταν η ώρα να εξοφλήσουν οι άνθρωποι τα χρέη τους, να ξέρουν τι θα εξοφλήσουν. Για να ελέγχουν δε αυτοί, το μπακάλη και τον εαυτό τους, είχαν στα χέρια τους ένα τεφτεράκι, όπου γράφαμε συγχρόνως με το μεγάλο, τις αγορές που κάθε τόσο έκαναν και αυτό λειτουργούσε ως αντίγραφο.

   Σχεδόν αμέσως μπήκαν όλα σε ρέγουλα και για μένα το νέο χωριό ήταν παράδεισος, γιατί και πολλά παιδιά υπήρχαν εκεί και παιχνίδια μαζί τους έπαιζα και δεν χρειαζόταν να πάω μακριά γι’ αυτό το σκοπό, αφού ένας χωματόδρομος χώριζε το μαγαζί μας από τον αυλόγυρο της εκκλησίας, που ήταν πάντα γεμάτος από μικρά και από μεγάλα παιδιά και τα παιχνίδια τους δεν σταματούσαν παρά μόνον όταν νύχτωνε, ή όταν εμφανιζόταν ο παπάς του χωριού.

   Στη θέα του παπά, σταματούσαν τα παιδιά το παιχνίδι τους, δείχνοντας έτσι τον σεβασμό τους προς το σχήμα.  Αυτός πάλι, σταματούσε παράμερα και ενώ έβγαζε μέσα από την τσέπη του ένα μεταλλικό κουτάκι με καραμελίτσες, φώναζε κοντά του τα παιδιά και τους μοίραζε από μία, είτε μικρός ήταν είτε μεγάλος.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *