Οι προσωπικές μου κρυφές συμφωνίες

   mixail-150x1501Δεν μας επηρέασαν και πολύ εκείνες οι κακόγουστες προβλέψεις, γι’ αυτό και πάλι μπήκαμε στο ρυθμό μας, ακολουθώντας τις ανάγκες της ζωής μας. Οι αγρότες όπως πάντα, μάζευαν τα καπνά τους από τα άγρια χαράματα. Οι πατόζες, αλώνιζαν τα στάρια μέρα και νύχτα και εμείς με τη σειρά μας, μαζεύαμε τις σοδειές τους, αυτές που μας έφερναν με τα κάρα τους στην αποθήκη μας, προκειμένου να εξοφλήσουν τα ετήσια χρέη τους.

   Και ως συνήθως, καθισμένος εγώ σε μια καρέκλα έξω από το μαγαζί, παρατηρούσα τα δρώμενα της γειτονιάς μας. Διάβαζα μαζί με αυτά και τα κλασικά περιοδικά της εποχής μας, όπως και με πολύ προσοχή, μελετούσα εκεί τη δική μου, όπως και τη ζωή των άλλων ανθρώπων.

   Παρατηρώντας λοιπόν τη δική τους ζωή, μακάριζα τους αγρότες όπως είπα, γιατί ζούσαν με μεγάλο βαθμό δυσκολιών σε σύγκριση με μένα, αφού στη δική μου ζωή, όλα ήταν εύκολα και το μέλλον μου θα ήταν ακόμη πιο εύκολο, δεδομένου ότι οι επαγγελματικές μας δραστηριότητες το εξασφάλιζαν αυτό και μάλιστα, με τις καλύτερες προϋποθέσεις.

   Αισθανόμουν όμως πολύ άσχημα, γιατί ενώ εγώ τα είχα όλα και μάλιστα πλουσιοπάροχα, τα παιδιά της ηλικίας μου δεν μπορούσαν ούτε και να ντυθούν καλά καλά, αφού τα καλοκαίρια την έβγαζαν μόνο με ένα μαύρο πάνινο σώβρακο και με μια άσπρη φανελίτσα, αυτά δηλαδή που όλοι φορούσαμε τότε στις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου μας.

  Ούτε και για φαγητό είχαν τίποτε αξιόλογο, αφού έτρωγαν μονίμως κρεμμύδι και ψωμί. Μπροστά σ’ όλο αυτό το σκηνικό λοιπόν, εγώ φάνταζα παράταιρος, γιατί και καλό φαγητό είχα και ευπρεπώς ντυμένος ήμουν.

  Για να μην είμαι όμως και αδιάφορος ως προς τη δική τους προσπάθεια να αντιμετωπίσουν την ούτως ή άλλως δύσκολη ζωή τους, έτρωγα, ζούσα  και ντυνόμουν κι εγώ έτσι, ώστε σε τίποτε να μη διαφέρω απ’ αυτούς. Ήθελα μ’ αυτό το τρόπο να αισθάνομαι ότι ζούσα και εγώ μαζί τους την ίδια ζωή, έστω και αν ήξερα ότι όλα αυτά που έκανα ήταν εικονικά.

  Με μάλωνε βέβαια ο πατέρας μου, όταν έβλεπε να ταυτίζω φανερά τη δική μου ζωή με τη δική τους, γι’ αυτό και μου έλεγε.

 – Εμείς είμαστε καταστηματάρχες. Δεν μπορούμε και δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούμε μέσα στο μαγαζί με τα σώβρακα. Αυτοί περπατούν έτσι και με τα σώβρακα, αφού δυστυχώς, δεν έχουν να φορέσουν παντελόνι.

  Όταν άκουγα τον πατέρα μου να μου λέει τέτοια, πολύ στεναχωριόμουν.  Γι’ αυτό και μελετώντας μια μέρα αυτές τις σκέψεις που είχα στο μυαλό μου, έγινε πάλι λόγος μέσα μου και αυτός μου έλεγε ότι, όταν ζει κανείς μια εύκολη ζωή, βασιζόμενος στα χρήματα που αποκτά, μπορεί φαινομενικά να περνάει καλά, ελαφρά και εύκολα σ’ αυτή τη ζωή, για τον λόγο ότι έτσι θα έχει ενδεχομένως όσα επιθυμεί. Στην πραγματικότητα όμως ένας τέτοιος άνθρωπος, δεν θα μπορέσει να ζήσει τίποτε από τη ζωή που του χάρισε ο Θεός και δεν θα μπορέσει να δει ελπίζοντας, τη συμμετοχή και τη βοήθεια Του στη δική του ζωή, εφόσον αλλού έχει τις ελπίδες του.

   Ότι δεν γεννήθηκαν οι άνθρωποι μόνο και μόνο για να περάσουνε καλά, για όσο χρόνο ζήσουν, αλλά για να συναντήσουν τον Θεό στη ζωή τους και μαζί Του να τη ζήσουν, αδιαφορώντας για τις δυσκολίες που αυτή θα τους φέρει, εφόσον Αυτός θα μεριμνά για όλα.

    Και ότι ένα πράγμα μένει μόνον, για όποιον θέλει να ζήσει τόσα πολλά στη ζωή του. Το να θέλει να αντιμετωπίσει μαζί Του, τις δυσκολίες που θα κληθεί να ζήσει.

    Ακούγοντας λοιπόν αυτό το λόγο μέσα μου, μου άρεσε έτσι όπως μου παρουσιάστηκε, γι’ αυτό και δέχτηκα την εκδοχή να ζήσω κι εγώ σε βάθος και με ποικιλία τη ζωή μου, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται, αφού μια φορά θα τη ζήσω και όπως ειπώθηκε, θα την επιτηρεί ο Θεός.

    Μετά από αυτή τη τοποθέτηση και για αρκετές μέρες ακόμη, είχα μεγάλη χαρά μέσα μου και δεν ένιωθα καθόλου βάρος από τα πολλά προβλήματα υγείας που με συνόδευαν όπως είπα στη ζωή μου και μαζί με αυτή τη χαρά, μου παρουσιάσθηκε και η αίσθηση του πολύ πλούσιου και χορτάτου από όλα ανθρώπου, αφού από τότε και μετά, όχι μόνον δεν μου έλειπε τίποτε εσωτερικά, αλλά και ποτέ δεν είχα ανάγκη από κάτι.

   Ελεύθερος λοιπόν από τις επιρροές των φτηνών επιθυμιών που υπάρχουν στη ζωή μας, αφέθηκα να ακολουθώ με τη θέλησή μου όλα όσα η ζωή, που δέχτηκα να ζήσω, θα με υποχρέωνε στο μέλλον να αντιμετωπίσω.

   Έκανα συμφωνίες που μου άρεσαν τότε, αν και ήμουν δέκα χρονών, χωρίς να υπολογίζω βέβαια αν αργότερα και όταν θα ήμουν μεγάλος σε ηλικία, θα μπορούσα να τις ακολουθήσω.

   Ήξερα όμως από τότε, ότι όντως και κάπως έτσι θα ζήσω τη ζωή μου και έτσι όπως τη συμφώνησα αυτήν, χωρίς χρήματα, πολυκύμαντη και πλούσια σε δράση, αλλά πάντα υπό επιτήρηση.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *