Διακοπές και πάλι στη Πελοπόννησο      

  Για τις οικογενειακές μας διακοπές ετοιμαστήκαμε πάλι και σύμφωνα με το πρόγραμμά μας, περιμέναμε να γίνει δώδεκα το βράδυ, όπως και η στιγμή που θα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της πρώτης Ιουλίου. Όταν λοιπόν ήρθε η συγκεκριμένη ώρα, μπήκαμε όλοι στο μικρό μας τζιπ, εγώ η γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά δηλαδή κι όπως έπρεπε, ξεκινήσαμε αμέσως για τον προορισμό μας.

Στην Πελοπόννησο θα πηγαίναμε κι εκείνο το καλοκαίρι κι όπως το ξέραμε πια αυτό, οκτώ ώρες νυκτερινής διαδρομής είχαμε να διανύσουμε μέχρι να φτάσουμε στην περιοχή της ζαχάρως, μιας κωμόπολης στον νομό του Πύργου της Ηλίας δηλαδή.

Κι αφού ξεκινήσαμε τραγουδώντας, τα χαράματα όπως πάντα φτάσαμε στην ωραία Ναύπακτο, όπου και καθίσαμε να πιούμε τον πρωινό μας καφέ. Μετά από λίγο όμως, περάσαμε στα όρια της Πελοποννήσου χρησιμοποιώντας το καραβάκι της γραμμής και σε μια ώρα από εκεί και μετά, ανοίγαμε το σπίτι μας στο μικρό χωριουδάκι με το όνομα Νιοχώρι.

Εσκεμμένα κάναμε νυχτερινή την διαδρομή μας, πρώτον γιατί ήταν λιγότερο ενοχλητική από τα διερχόμενα αυτοκίνητα, αλλά και όλη την ημέρα είχαμε μπροστά μας να μας περιμένει.

Εκείνο το καλοκαίρι βέβαια, μόνοι μας παραθερίζαμε εκεί, οπότε εγώ πήγαινα τα παιδιά στην θάλασσα για μπάνιο, όσο κι αν αυτό με κούραζε, δεδομένου ότι δεν άντεχα να βαδίζω για τετρακόσια μέτρα κάτω από το καυτό ήλιο, όπως πολύ ευχαρίστως το έκανε την προηγούμενη χρονιά ο δάσκαλος αλλά και συγγενής της παρέας μας.

Όπως κάναμε κάθε χρόνο όμως, δεν μπορούσαμε να μένουμε συνέχεια στο ίδιο μέρος για ένα ολόκληρο μήνα, οπότε, πάλι κάναμε πολλά χιλιόμετρα γυρίζοντας μέσα στην Πελοπόννησο, θαυμάζοντας ξανά και ξανά τα αξιοθέατα της, γι’ αυτό και το μικρό μας τζιπ υπέφερε αρκετά.

Στην γειτονιά που μέναμε όμως και δίπλα από το σπίτι μας, έμενε στο δικό τους σπίτι μια οικογένεια και μαζί τους κάναμε πολύ καλή παρέα. Η καλή μας σχέση λοιπόν ήταν αυτή που τους υποχρέωσε ένα πρωινό, ώστε να μας καλέσουν, προκειμένου να μας δείξουν το νέο αυτοκίνητό τους.

Μεταχειρισμένο βέβαια ήταν αυτό, αλλά σε πολύ καλή κατάσταση και μόλις το πήραν, το τοποθέτησαν στην αυλή τους για ευνόητους λόγους. Μου άρεσε όμως εκείνο το παλιό αυτοκίνητο, μάρκας OPEL Rekort  του 1966, γι’ αυτό κι αυθόρμητα τους έλεγα, ότι αν έβρισκα κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο στην Θεσσαλονίκη, ευχαρίστως θα το άλλαζα με το μικρό μου τζιπ.

Χαρήκαμε λοιπόν εμείς για την αγορά του αυτοκινήτου τους, όπως χαρήκαμε και τις υπόλοιπες μέρες του Ιουλίου παραθερίζοντας στην Πελοπόννησο κι όταν πια τελείωσαν οι ημέρες του, με τον ίδιο τρόπο επιστρέψαμε το απόγευμα στην έδρα μας.

Επιστρέφοντας όμως από τις διακοπές μας, μπήκαμε στο Αύγουστο κι όπως ήταν χρονομετρημένο κι αυτό, ήρθε ο καιρός να περάσω το μικρό μας τζιπ από ΚΤΕΟ. Σύμφωνα με τα χαρτιά του λοιπόν, στα μέσα του Σεπτέμβριου έπρεπε να γίνει αυτό, οπότε πήγα να κάνω την υποχρέωση μου.

Έλεγξαν βέβαια το αυτοκίνητό μου εκεί και τίποτε το επιλήψιμο δεν του βρήκαν. Έκανε μια παρατήρηση όμως στο τέλος του ελέγχου ο τεχνικός, βάση της οποίας έπρεπε να ζητήσω από το μηχανολογικό να μου χτυπήσουν το νούμερο πλαισίου του λίγο παραπέρα από εκεί που ήταν γραμμένος.

Ο λόγος της παρατήρησής του ήταν δεν ήταν σοβαρός, δεδομένου ότι η μπαταρία του ήταν σπασμένη από τον γείτονά μου και για εφτά χρόνια έσταζε υγρά πάνω στην βάση της, όπου ήταν γραμμένος κι ο αριθμός του πλαισίου.

Εξ αυτού λοιπόν, αλλοιώθηκαν κάπως τα νούμερα του, αλλά όχι τόσο όσο να μην αναγνωρίζονται. Ο τεχνικός όμως ζητούσε να αλλάξουν την θέση του αριθμού, μη τυχών και χαθούν τελείως αργότερα τα νούμερά του και τότε δεν θα ήταν εύκολη η επαλήθευση τους.

Όπως είχα υποχρέωση λοιπόν, πήγα το τζιπ μου στο μηχανολογικό, όπου και κράτησαν εκεί μαζί με αυτό την άδεια κυκλοφορίας του, όπως και τις πινακίδες του. Κι αφού πέρασαν στην συνέχεια οι τρεις μέρες που μου ζήτησαν να παραμείνει στην διάθεσή τους το αυτοκίνητο μου, πήγα να το παραλάβω στην λήξη τους.

Δεν μου το έδιναν όμως, αν δεν είχα να τους δείξω πρώτα την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, δεδομένου ότι το μικρό μου τζιπ ήταν χαρακτηρισμένο ως αγροτικό. Για να πάρω λοιπόν πίσω το αυτοκίνητό μου, έπρεπε να τους αποδείξω ότι ήμουν αγρότης κι αυτό, μόνο με την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος θα μπορούσα να το κάνω.

Όταν πήρα το τζιπ, δεν χριζόταν καμιά άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος. Μετά από εφτά χρόνια όμως άλλαξε ο νόμος, οπότε μου ζητούσαν από το μηχανολογικό να τους παρουσιάσω πλέον την σχετική βεβαίωση.

Ναι, αλλά με κανένα επίσημο έγγραφο δεν μπορούσα να αποδείξω ότι ήμουν αγρότης κι ότι εξασκούσα αυτό το επάγγελμα, οπότε δεν μπορούσαν κι αυτοί να μου επιστρέψουν το αυτοκίνητό μου.

Αν δεν μπορείς να μας αποδείξεις ότι είσαι αγρότης, μου έλεγαν, δεν μπορούμε να σου επιστρέψουμε το αυτοκίνητο σου. Γι αυτό λοιπόν, δες αν μπορείς να το πουλήσεις σε κάποιον που πράγματι είναι αγρότης. Σε  διαφορετική περίπτωση, θα χάσεις το αυτοκίνητό σου.

Δεν ήταν και λίγο το να μείνω χωρείς αυτοκίνητο, γι’ αυτό και ψάχνοντας, βρήκα τελικά κάποιον γνωστό μου όντως αγρότη, ο οποίος και μου δήλωσε ότι ήθελε να το πάρει στο όνομά του. Κι αφού συμφωνήσαμε να μου δώσει τετρακόσια χιλιάρικα σε δραχμές τότε, του το έδωσα.

Έμεινα χωρείς αυτοκίνητο όμως, οπότε, αναγκαστικά πια πήγαινα με το αστικό στην δουλειά μου, αλλά κι έψαχνα να βρω στο εξής, ποιο αυτοκίνητο θα μπορούσα να αγοράσω με τα τετρακόσια χιλιάρικα που διέθετα.

Όσα αυτοκίνητα έβλεπα όμως και μου άρεσαν, κόστιζαν περισσότερο από τα τετρακόσια χιλιάρικα, οπότε, δυσκολευόμουν να βρω αυτοκίνητο κι αυτό πολύ με στεναχωρούσε. Χειμώνας πλησίαζε και οικογένεια με μικρά παιδιά είχα κι όπως καταλαβαίνετε μου χριζόταν το αυτοκίνητο, αλλά δεν μπορούσα να συμπληρώσω την αξία των αυτοκινήτων που έβλεπα.

Επιστρέφοντας όμως στο σπίτι μου ένα απόγευμα με το αστικό, εντόπισα σε μια γειτονιά ένα, το οποίο ήταν παρκαρισμένο πάνω στο πεζοδρόμιο και ήταν όμοιο με κείνο που είδα στην Πελοπόννησο και μου άρεσε.

Πωλείται έγραφε μια ταμπέλα που ήταν κολλημένη στο παράθυρο του, οπότε, κατέβηκα στην επόμενη στάση προκειμένου να του ρίξω μια ματιά κι εφόσον ήταν σε καλή κατάσταση, να ενδιαφερθώ για την αγορά του.

Το κοίταξα από εδώ λοιπόν, το κοίταξα από εκεί κι αφού οίδα ότι ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, κάλεσα το τηλέφωνο που είδα να είναι γραμμένο στο πωλείται, προκειμένου να ρωτήσω τον ιδιοκτήτη του, πόσα χρήματα  θα μου το ζητούσε.

Και τετρακόσια χιλιάρικα να μου ζητήσει έλεγα μέσα μου θα του τα δώσω, αφού όπως και το έβλεπα αυτό, όντως άξιζε αυτό το ποσό, έστω κι αν η μηχανή του ήταν εντελώς κατεστραμμένη.

Απάντησε ωστόσο ο άνθρωπος κι αφού του είπα τι ήθελα, του ζήτησα να μου πει στην συνέχεια και πόσα χρήματα ζητούσε για το αυτοκίνητο του. Αρκετά κουρασμένος όμως αυτός, από τις ενοχλήσεις μάλλον που του έκανε κάποιος άλλος ενδιαφερόμενος, μου έλεγε αγανακτισμένος.

– Με έπρηξες να με ρωτάς κάθε μέρα από τον Αύγουστο μέχρι και σήμερα πόσο το πουλώ. Από οκτακόσια χιλιάρικα που σου ζήτησα τότε, το κατέβασα στα τετρακόσια τώρα και δεν πρόκειται να κατέβω ποιο κάτω από αυτό ούτε δραχμή, μακάρι να το δω να σαπίζει στο πεζοδρόμιο. Άκουσες;

Αυτά μου έλεγε στα γρήγορα ο άνθρωπος και σταμάτησε να πάρει ανάσα από την φόρα που είχε. Δεν ήμουν εγώ βέβαια αυτός που τον ενοχλούσε κάθε μέρα από τον Αύγουστο μέχρι και την ημέρα που εγώ ενδιαφέρθηκα για την αγορά του και δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να είναι, αφού εγώ πρώτη μου φορά είδα το αυτοκίνητο του, όπως και πρώτη μου φορά του μιλούσα από το τηλέφωνο του περιπτέρου της γειτονιάς του.

Για να μην χρονοτριβώ λοιπόν, μιας και μου άρεσε το αυτοκίνητο, αλλά και τα χρήματα διέθετα, τον κάλεσα να κατέβει εκείνη την ώρα από το σπίτι του, προκειμένου να συζητήσουμε τα περεταίρω.

Κατέβηκε στο πεζοδρόμιο αυτός και μόλις με είδε, έλεγε πειραγμένος.

– Ξέρεις πόσες φορές μου το είπες αυτό; Εξ αιτίας σου λοιπόν, πήρα την απόφαση να μην το πουλήσω. Να το κρατήσω δηλαδή κι ας έχω άλλα δύο αυτοκίνητα στην διάθεσή μου.

Παραξενεύτηκα από αυτά που μου έλεγε, γι’ αυτό και αυθόρμητα πια του έλεγα. Μα είσαι σίγουρος, ότι εγώ είμαι αυτός που τόσο καιρό σου ζητούσα το αυτοκίνητο; Και βέβαια είμαι σίγουρος απαντούσε αυτός. Τόσο καιρό σε ακούω, είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζω την φωνή σου;

Αφού δεν έβγαζα άκρη με όσα επέμενε να μου λέει αυτός, του έδωσα την προκαταβολή που μου ζήτησε και την άλλη μέρα όπως ορίζει ο νόμος, κάναμε την μεταβίβαση στο όνομά μου και τον εξόφλησα.

Όταν τελειώσαμε από τα χαρτιά και το αυτοκίνητο του ήταν πλέον δικό μου, πάλι μου έλεγε αυτός.

– Πολύ μυστήριος είσαι αδελφέ μου. Τρεις ολόκληρους μήνες παζάρευες το αυτοκίνητό μου, μέχρι που με ανάγκασες να το κατεβάσω από τα οκτακόσια στα τετρακόσια χιλιάρικα κι ας κάνεις τώρα τον ανήξερο.

Δεν πειράζει όμως. Ότι κι αν έκανες, το έκανες πολύ καλά και να ξέρεις, ότι το αυτοκίνητο που πήρες τα έχει και με το παραπάνω τα λεφτά του και θα σε πάει παντού, γιατί το είχα εγώ αρκετά χρόνια για τις δικές μου ανάγκες και δεν θα το άλλαζα με κανένα από τα καινούριο αυτοκίνητα.

Αυτό που πήρα για μένα, είναι της ίδιας μάρκας αλλά ποιο νέο μοντέλο, την μηχανή του οποίου όμως την έβαλα στο δικό σου αυτοκίνητο και είναι προσφάτως επισκευασμένη, γιατί εγώ έχω τρέλα με την ταχύτητα και το ήθελα να είναι γρήγορο.

Ευχαριστήθηκα είναι αλήθεια για όσα μου αποκάλυψε γύρο από το αυτοκίνητό του, αλλά και με τίποτε δεν πίστευε αυτός, ότι εγώ μια φορά μόνον μίλησα μαζί του και τότε μάλιστα που τον ρώτησα πόσα χρήματα το ζητούσε.

Ωστόσο όμως, πήρα εκείνο το αυτοκίνητο εφόσον ήταν πλέον δικό μου κι όπως ήταν λογικό κι αυτό, πήγα να το δείξω στους δικούς μου, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν μαζί του, τόσο για το μέγεθός του, δεδομένου ότι ήταν πολύ μεγάλο αυτοκίνητο, όσο και για την πολύ δυνατή μηχανή που διέθετε κάτω από το καπό του.

Εκείνο το αυτοκίνητο λοιπόν, ήταν ικανό να κάνει τα ταξίδια μας πολύ ποιο άνετα, όπως και το απέδειξε αυτό αργότερα, αφού για αρκετά χρόνια έκανε όσα περιμέναμε από αυτό κι αν δεν μου το έκλεβαν ένα βράδυ, ακόμη θα το είχα στην διάθεση μας.

Μιχάλης Αλταλίκης

 

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *