Θαλάσσια Εκδρομή Για Μύδια

  Προβληματιστήκαμε είναι αλήθεια με την συμπεριφορά εκείνου του ανθρώπου, που κράτησε διψασμένο τον εαυτό του ένα ολόκληρο και οδυνηρό εικοσιτετράωρο, λόγω της προχειρότητας του λογισμού του. Και δεν γελάσαμε μόνον εμείς με την προχειρότητά του, αφού μεταδόθηκε το πάθημά του και στους υπόλοιπους εκ των γειτόνων μας, αυτούς δηλαδή που έμεναν στα διπλανά σπιτάκια και στην ίδια σειρά από το δικό μας.

Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε, που όλοι τους περίμεναν να τον συναντήσουν στις δικές τους τουλούμπες, όταν θα πήγαινε πιθανόν να πιει κι από αυτές νερό. Αυτός όμως, όποιος κι αν ήταν, χάθηκε και δεν εμφανίστηκε ξανά στην παραλία μας.

Πέρασαν ωστόσο μερικές μέρες ακόμη από εκείνο το περιστατικό και τα δύο δεκαοχτάχρονα παιδιά που έμεναν δίπλα μας και στο δικό τους αντίσκηνο, ζήτησαν ένα βράδυ να τους πάρω μαζί μου το πρωί όταν θα πήγαινα για ψάρεμα. Μου πρότειναν μάλιστα, αντί για ψάρεμα, να πηγαίναμε εκείνη την ημέρα με την βάρκα μου, στην απέναντι από την δική μας ακτή, προκειμένου να πάρουμε από κει, μύδια πάνω από τα βράχια, δεδομένου ότι, τα γαντζωμένα πάνω στα βράχια μύδια ήταν πολύ καθαρά.

Όλα τα καλοκαίρια βέβαια στην ίδια περιοχή κάναμε τις διακοπές μας, οπότε, πολλές φορές πηγαίναμε στο σημείο που αναφέρομαι προκειμένου να πάρουμε καθαρά μύδια πάνω από τους βυθισμένους στην θάλασσα βράχους, αλλά πάντα με το αυτοκίνητο, για τον λόγο ότι ήταν αρκετά μακριά από μας η περιοχή με τα μύδια και για να φτάσουμε εκεί, κάνοντας τον γύρω που μας υποχρέωνε η διάταξη του δρόμου, θέλαμε μισή ώρα.

Για να πάμε όμως με τα πανιά της βάρκας μου εκεί και ιστιοπλοϊκώς όπως μου το ζητούσαν τα παιδιά, δεν ήξερα πόση ώρα θα μας χρειαζόταν, γι’ αυτό και δίσταζα να το αποφασίσω. Βλέποντας όμως τον δισταγμό μου τα παιδιά, επέμεναν να με πιέζουν με τι υποσχέσεις τους.

– Μη το φοβάσαι. Πες το ναι εσύ και θα δεις ότι θα τα καταφέρουμε. Γρήγορα θα πάμε και γρήγορα θα επιστρέψουμε.

Το ζητούσαν βέβαια τα παιδιά, αλλά εγώ δίσταζα να τους πω αυτό που τόσο πολύ ήθελαν να ακούσουν. Ήταν εκπαιδευμένα είναι αλήθεια και μαζί κάναμε πολλές διαδρομές με τα πανιά, αλλά πάντα εκεί γύρω από την έδρα μας κι όχι πολύ μακριά από την δική μας ακτή. Το να πάμε όμως τόσο μακριά ιστιοπλοϊκώς, όσο ήταν η περιοχή με τα μύδια, αυτό ήταν ένα εγχείρημα που όντως έπρεπε να το φοβάμαι, αφού κι εγώ αρχάριος του είδους ήμουν κι όντως μου έλλειπε η απαραίτητη πείρα για μια τόσο μεγάλη διαδρομή.

Πες, πες όμως τα παιδιά, με κατάφεραν στο τέλος και το πρωί στις επτά όπως είχαμε κάνει το πρόγραμμά μας, σταθήκαμε για λίγο μπροστά από την βάρκα πριν ξεκινήσουμε. Ο λόγος που μας υποχρέωσε να το κάνουμε αυτό, ήταν ότι έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα από αυτά που έφεραν μαζί τους τα παιδιά στην παραλία, αυτά που όντως μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας, προκειμένου να κάνουν την εκδρομή τους πιο ευχάριστη.

Αφού επέλεξαν τελικά, τι θα έπαιρναν μαζί τους κι αυτά δεν ήταν λίγα, όπως βατραχοπέδιλα, ψαροντούφεκα, ένα μεγάλο καμάκι για χταπόδια που τυχόν θα εύρισκαν εκεί, όπως και δύο φουσκωτά στρώματα προκειμένου να κάνουν ξαπλωμένοι το ψάρεμά τους, στο τέλος, βάλαμε και τέσσερις άδειους κουβάδες στην βάρκα, για τα μύδια που θα βγάζαμε.

Κι αφού θεωρήσαμε ότι ήμασταν καθ’ όλα έτοιμοι, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε. Την στιγμή που ετοιμαζόμασταν να μπούμε κι εμείς όμως στην βάρκα, μας σταμάτησε η δεκαοχτάχρονη ξαδέλφη της γυναίκας μου, αυτή δηλαδή που μας ήρθε από την Κοζάνη όπως σας είπα στο προηγούμενο και δεν ήξερε να κολυμπά.

Με εκλιπαρούσε αυτή μάλιστα, ώστε να πάρουμε κι αυτήν μαζί μας. Στην προσπάθειά μου να την αποτρέψω από το να σκέφτεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τής έλεγα το αυτονόητο και με το δίκαιο μου μάλιστα.

– Μα εσύ δεν ξέρεις να κολυμπάς και τίποτε δεν ξέρεις από θάλασσα. Πώς να σε πάρουμε μαζί μας; Δεν καταλαβαίνεις, ότι αυτό που μου ζητάς είναι επικίνδυνο για την περίπτωσή σου;

Άκουσε η γυναίκα μου την επιθυμία της ξαδέλφης της, οπότε έλεγε κι αυτή χωρίς να σκέφτεται, ότι θα της έκανε πολύ καλό να την παίρναμε μαζί μας κι επειδή και τα δύο παιδιά την ήθελαν κοντά τους, άρχισα να το σκέπτομαι κι εγώ. Πού θα σε εμποδίσει αν έρθει; Επέμενε να λέει και η γυναίκα μου. Συνομήλικη μας είναι, ας έρθει. Έλεγαν τα παιδιά. Θα κάθομαι ήσυχα αν έρθω. Έλεγε η ξαδέλφη, έκανα κι εγώ την κουτουράδα και της επέτρεψα να μας ακολουθήσει.

Για την δική της ασφάλεια όμως, έβγαλα από πάνω μου το μοναδικό σωσίβιο που διέθετα και της το φόρεσα, έτσι για να έχει αυτή τουλάχιστον κάτι να την προστατεύει αν έπεφτε στην θάλασσα, αφού όπως είπαμε δεν ήξερε να κολυμπά.

Αφού λοιπόν μπήκαν τα τρία παιδιά στην βάρκα, όπως κι εγώ μετά από αυτά, ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας, έχοντας ανάμεσα στα πόδια μας όλα όσα προανέφερα και σιγά, σιγά και με προσοχή, πηγαίναμε προς την ακτή με τα μύδια. Ακολουθούσα τα όρια της παραλίας βέβαια αφού μου το επέτρεπε ο αέρας και για λόγους ασφαλείας, δεν απομακρυνόμουν από την ακτή περισσότερο από είκοσι μέτρα.

Φυσούσε από τα βορειοδυτικά κι όχι παραπάνω από τρία, τέσσερα μποφόρ εκείνη την ώρα και η βάρκα μου πήγαινε βαριά, βαριά, στην κατεύθυνση που κάθε τόσο της έδινα. Γλιστρούσε θα έλεγα αυτή πάνω στην ήρεμη σχετικά επιφάνεια της θάλασσας, αφού φυσούσε από την ακτή κι εκείνος ο αδύναμος αέρας, δεν ήταν δυνατόν να της προκαλέσει αναταραχή.

Τα δύο αγόρια, όχι μόνον εκπαιδευμένα ήταν όπως είπα, αλλά και δεμένα με σχοινιά από το κατάρτι της βάρκας ήταν, γι’ αυτό και δεν είχαν φόβο. Αν για κάποιο λόγο έπεφταν από την βάρκα στην θάλασσα, μπορούσαν εύκολα να ανέβουν και πάλι σ’ αυτήν, με την βοήθεια των σχοινιών.

Για την ξαδέλφη μας όμως, όντως φοβόμουν αρκετά, αφού η ιστιοπλοϊκή μου βάρκα δεν είχε φρένο, ούτε μηχανή είχε για να την σταματήσω στο σημείο που θα ήθελα, αν για κάποιο λόγο μου έπεφτε στην θάλασσα. Αν γινόταν αυτό όμως, με την ταχύτητα που είχε η βάρκα, η επιστροφή μας στο σημείο της πτώσης της θα ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση. Ευτυχώς για όλους μας όμως, τίποτε από όσα φοβόμουν δεν έγινε πηγαίνοντας.

Υπολόγιζα να κάνω αρκετά ζικ ζακ μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας, αλλά η ευνοϊκή για μας κατεύθυνση του αέρα, συνετέλεσε ώστε να καλύψω τις ανάγκες μας, μόνον με τρία μικρής απόστασης ζίκ ζάκ. Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε, που κάναμε μόνον μια ώρα αφότου ξεκινήσαμε από την δική μας ακτή, μέχρι να φτάσουμε στην ακτή που θα παίρναμε τα μύδια.

Ευχαριστηθήκαμε είναι αλήθεια εκείνη την ιστιοπλοϊκή διαδρομή, αφού ήταν η μοναδική που κάναμε σε τόσο μεγάλη απόσταση, γι’ αυτό και τα παιδιά φώναζαν από την χαρά τους, όταν είδαν να μπαίνουμε σαν πειρατές όπως έλεγαν, σ’ εκείνη την ούτως ή άλλως ερημική ακτή. Σταθμεύσαμε στην αμμουδιά της θα λέγαμε κι αφού δέσαμε την βάρκα μας από τις προεξοχές ενός βράχου, καθίσαμε ύστερα να ποιούμε τον καφέ μας, από το θερμός που κρατούσε σε όλη την διαδρομή σφικτά στην αγκαλιά της η ξαδέλφη μας.

Αυτής δε τα συναισθήματα ήταν απερίγραπτα, αφού αυτό που ζούσε εκείνη την ημέρα, ήταν πολύ, μα πάρα πολύ μακριά ακόμη κι από τα πιο τρελά της όνειρα. Πίνοντας τον καφέ μας όμως, οργανώσαμε, όχι μόνον το τι θα κάναμε εκεί, αλλά και το πως, όπως και το πότε θα επιστρέφαμε. Αφού κάναμε και τον καταμερισμό των εργασιών μας, προσδιορίσαμε ύστερα και την ώρα της επιστροφής μας, την οποία ορίσαμε να γίνει στις δέκα το πρωί, δεδομένου ότι εγώ έπρεπε να επιστρέψω νωρίς στο σπίτι, ώστε να βοηθήσω την γυναίκα μου, η οποία είχε όντως πολλές υποχρεώσεις.

Κάναμε αυτό το πρόγραμμα, υπολογίζοντας την επιστροφή μας να γίνεται σε μια ώρα, όπως έγινε και με την άφιξη μας άλλωστε, κι αυτός ήταν ο λόγος που μπήκαμε ήσυχοι κι όλοι μαζί μετά στην υλοποίηση του ιδιαίτερου σκοπού μας. Αφού κάναμε το μπάνιο μας στα πεντακάθαρα νερά της μοναχικής ακτής κι αφού έπαιξαν αρκετά τα παιδιά με τα στρώματα και τα ψαροτούφεκά τους όσο εγώ μάζευα μύδια πάνω από τα βράχια, δεν καταλάβαμε πότε ήρθε η ώρα να φύγουμε.

Την υπενθύμιση της επιστροφής μας, ανέλαβε να μας την κάνει με το ρολόι στο χέρι της η ξαδέλφη μας, η οποία μας υπενθύμιζε ότι ήρθε η ώρα να φύγουμε, αλλά και μας παρακαλούσε να μείνουμε λίγες ώρες ακόμη. Τα μαζεύουμε και φεύγουμε της είπα εγώ κι αμέσως άρχισαν τα παιδιά να φέρνουν τα πράγματα τους, όπως και τους τέσσερις γεμάτους από μύδια κουβάδες μας.

Έτσι όπως πήγαμε εκεί, έτσι και μπήκαμε πάλι στην βάρκα εμείς οι τέσσερις, οι κουβάδες με τα μύδια και όλα τα άλλα που είχαν πάρει τα παιδιά μαζί τους κι αφού δέθηκαν όπως και πριν με τα σχοινιά, ξεκινήσαμε. Για λόγους ασφαλείας βέβαια, έβαλα την ξαδέλφη μας να καθίσει όπως και πριν δίπλα μου, για την περίπτωση που θα χρειαζόταν να την προστατέψω από κάτι έκτακτο.

Κι έτσι ξεκινώντας, χαιρετούσαν τα παιδιά μέσα από την βάρκα μας τους ανθρώπους, που τότε πια ήρθαν εκεί για τους ίδιους με μας λόγους, οι οποίοι στάθηκαν στην ακτή θαυμάζοντας, για τον τρόπο που εμείς κάναμε την αναχώρηση μας, καθισμένοι στην ιστιοπλοϊκή μας βάρκα.

Από την στιγμή που μπαίναμε όμως σε εκείνο το μικρό κολπάκι, ανάμεσα από τον Σταυρό και την Ολυμπιάδα δηλαδή, υπολόγισα εγώ και τον τρόπο που θα έκανα την επιστροφή μας αργότερα. Κι αυτό που σκέφτηκα να κάνω, ήταν να αλλάξω κάπως το σχέδιο πλεύσης μας. Όταν πηγαίναμε εκεί, ακολουθούσα μια διαδρομή πλάι στην ακτή μεν, αλλά με όριο απόστασης από αυτήν τα είκοσι μέτρα.

Για την επιστροφή μας όμως, σκέφτηκα να μπω λίγο πιο βαθιά προς στην θάλασσα και στα διακόσια μέτρα από την ακτή, δεδομένου ότι ήθελα να βρεθώ σύντομα και μόνον με ένα ζίκ ζάκ στην έδρα μας.

Αφού λοιπόν έκανα τους υπολογισμούς μου, έβαλα στην συνέχεια πλώρη για τα ανοιχτά και την βάρκα μου να κινείται βαριά, βαριά μεν, αλλά και με βορειοανατολικό προσανατολισμό. Τα πανιά τις βάρκας μας ήταν φουσκωμένα από την πλευρά της δεξιάς κουπαστής, γι’ αυτό και τα δύο αγόρια κρατούσαν αντίβαρο, καθισμένα πάνω στην αριστερή της κουπαστή.

Ο αέρας που μας έσπρωχνε δεν ήταν δυνατός και ήταν τόσος, όσος θα μας έβγαζε με ασφάλεια στην έδρα μας και μάλιστα πιο σύντομα από όταν επισκεφτήκαμε τον μικρό κολπάκο κι αυτό βέβαια, αν όλα πήγαιναν σύμφωνα με τους δικούς μου υπολογισμούς. Χαλαρώναμε λοιπόν εμείς εκεί κι απολαμβάναμε το αθόρυβο ταξίδι με τα φουσκωμένα πανιά, τα οποία έσπρωχναν όπως είπα την βάρκα μας προς τα βαθιά νερά της θάλασσας.

Ακούγαμε και τα κυματάκια να πλατσουρίζουν ελαφρά καθώς κτυπούσαν από τα πλάγια την βάρκα μας κι έτσι πηγαίνοντας, χαιρόμασταν όπως ήταν λογικό την επιστροφή μας, αφού σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, θα φτάναμε στην έδρα μας νωρίτερα από μια ώρα. Δεν ήταν βέβαια και τόσο εύκολο να πετύχω αυτό που σκεφτόμουν, δεδομένου ότι ήμασταν πολύ μακριά από τον στόχο μας κι αυτό δεν ήταν ένα στοιχείο που βοηθούσε και πολύ στην εκτίμηση της σύντομης επιστροφή μας.

Κι όντως ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσα να υλοποιήσω τον στόχο μου έτσι όπως εγώ τον σχεδίασα, αφού η παραμικρή αλλαγή του αέρα, ή της πορείας που εξαιτίας του ακολουθούσα, μπορούσε να επηρεάσει τους υπολογισμούς μου και να κάνει την επιστροφή μας αβέβαιη, ακόμη και πολλή δύσκολη. Μαζί με αυτούς τους υπολογισμούς όμως, σκεπτόμουν και το ενδεχόμενο να βρεθώ κάτω από δυσάρεστη για όλους μας κατάσταση κι αυτό με έκανε να σκέφτομαι εκείνη την στιγμή, τι θα έκανα με κείνα τα τρία παιδιά που είχα μαζί μου.

Τραγουδούσαν βέβαια αυτά, αστειεύονταν μεταξύ τους και χαιρόταν την διαδρομή μας όπως κι εγώ άλλωστε αφού ήταν πολύ ευχάριστη, αλλά κι από μέσα μου ανησυχούσα. Και δεν το έκανα αυτό από συνήθεια να ανησυχώ χωρίς λόγο, αλλά ούτε και λόγος υπήρχε εκεί που να δικαιολογεί την ανησυχία μου. Η απειρία μου ως ιστιοπλόου όμως, ήταν πράγματι λόγος που θα μπορούσε να με κάνει ανήσυχο, για οτιδήποτε μας συνέβαινε εκεί.

Μπορεί να βρισκόμασταν κοντά σχετικά προς την ακτή από την οποία ξεκινήσαμε, αφού δεν απείχαμε περισσότερο από διακόσια ή τριακόσια μέτρα από αυτήν εκείνη την στιγμή. Αλλά κι όπως το υπολόγιζα από την θέση που βρισκόμασταν, θα έπρεπε να απομακρυνθούμε την διπλάσια απόσταση από την ακτή, αν θέλαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας με μια αλλαγή μόνον της θέσης που έπρεπε να βάλουμε τα πανιά στην βάρκα μας.

Αυτό όμως ήταν που με τρόμαζε, γιατί από εκείνο το σημείο θα κάνουμε μεν με επιτυχία την προσέγγιση μας στον στόχο μας με ένα μόνον ζίκ ζάκ της βάρκας, αλλά θα ήταν πολύ επικίνδυνο για εμάς, εάν κάτι δεν μας πήγαινε καλά. Πως λοιπόν να μην ήμουν ανήσυχος;

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *