Μαθητής στο δημοτικό ο Μανόλης

   Κι επειδή μάλλον του δόθηκε ως χάρισμα του Μανόλη να ξέρει για ποιον λόγο υπήρχε σ’ αυτήν την ζωή, τα κοροϊδευτικά γέλια που άκουγε καθημερινά από όλους, μικρούς και μεγάλους, τους εμπαιγμούς και τις μπαγαποντιές που του έκαναν κάθε τόσο, όλα τα έβλεπε κι όλα τα αισθανόταν, αλλά και σε κανέναν δεν έλεγε και δεν έκανε κάτι, ώστε να τα περιορίσει.

Θα μπορούσε δηλαδή να τα κόψει όλα εντελώς αν ήθελε να το κάνει, αφού η σωματική του διάπλαση και μόνον, ήταν ικανή να επιβάλει σε όλους τον σεβασμό που του όφειλαν. Ποτέ όμως δεν έφτασε σ’ αυτήν την λύση, λες και ήξερε, ότι αυτό που του συνέβαινε δεν ήταν όντως κακό κι ότι σχολείο ήταν επί της ουσίας, μέσα στο οποίο μπορούσε να σπουδάσει αυτός στα σίγουρα, πως ν’ αποκτήσει τις προδιαγραφές που του χρειαζόταν, για να δικαιολογήσει τον σκοπό της ζωής του ως αγωνιζόμενος άνθρωπος.

Οι συνάνθρωποί του όμως, δεν είχαν το ίδιο σκεπτικό με τον Μανόλη, οπότε, όπως τους κατέβαινε τον συμπεριφερόταν και κανείς δεν νοιαζόταν, αν του έκαναν κακό με την συμπεριφορά τους. Βλέποντάς τον να τρώει για παράδειγμα, με την άνεση που λογικά είχε ως μεγαλόσωμο παιδί, όλοι το ίδιο του έλεγαν φίλοι, γνωστοί και οικείοι.

Πάλι τρως ρε; Καλά σε λένε χοντρό. Πότε θα χορτάσεις επιτέλους; Κάνε ρε συ και κάτι άλλο ώστε να αδυνατίσεις και μη τρως συνέχεια. Τρέχε κι εσύ ρε, όπως κάνουν όλα τα άλλα παιδιά. Γιατί κάθεσαι στην άκρη και μόνον τους βλέπεις;

Τέτοια λοιπόν του έλεγαν και όχι πάντα με καλό τρόπο. Και άλλα πολλά του έλεγαν που δεν μπορώ να σου τα αναφέρω. Και μήπως δεν έτρεχε ο Μανόλης, όταν σαν παιδί και αυτός προσπαθούσε να πιάσει κάποιον παίζοντας κρυφτό; Ποτέ όμως δεν προλάβαινε κάποιον, οπότε, συνεχώς αυτός τα φύλαγε.

Αλλά και τα παιδιά της ηλικίας του όπως και τα μεγαλύτερα από αυτόν, μονίμως τον έβαζαν να τα φυλάει εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του να τρέχει, αφού τα πόδια του τον εμπόδιζαν να το κάνει εύκολα. Για να παίξει κι αυτός δηλαδή, δεν είχε παρά να τα φυλάει συνεχώς κι αυτό πάλι, όσο τα υπόλοιπα παιδιά ήθελαν να παίξουν, διαφορετικά, καθόταν σε μια άκρη μόνος του κι αμίλητος.

Τα γέλια των παιδιών δε, από μακριά δήλωναν προς όλους, ότι ο Μανόλης ήταν αυτός που τα προκαλούσε με τον τρόπο που συμμετείχε στα παιχνίδια τους και κανείς από τους γονείς δεν πήγε ποτέ να τα πει, ότι δεν έκαναν καλά που γελούσαν εις βάρους του παιδιού που έβλεπαν να είχε πρόβλημα.

Κι ασφαλώς δεν είπε κανείς τους στα παιδιά, ότι όχι μόνον δεν έπρεπε να γελούν με το πρόβλημα του Μανόλη, αλλά να τον βοηθήσουν ήταν υποχρεωμένα, αν ήθελαν βέβαια να γίνουν κάποια στιγμή και τα παιδιά τους άνθρωποι με ιδικό σκοπό στην ζωή τους.

Και μήπως στο σχολείο που πήγε ο Μανόλης, ήταν καλύτερα γι’ αυτόν; Ούτε κι εκεί δηλαδή μπόρεσε να αποφύγει τους χλευασμούς των συμμαθητών του. Κι επειδή ο χώρος του σχολείου φιλοξενούσε πολλά περισσότερα παιδιά από αυτά της γειτονιάς του, αντιμετώπιζε πολλαπλάσιους χλευασμούς.

Όπως καταλαβαίνεις Γιώργο, υποχρεωτικά πια σπούδαζε υπομονή και ανεκτικότητα ο Μανόλης, αφού και οι δάσκαλοι μπήκαν στο κόπο να τον χλευάζουν μαζί με τους μαθητές τους, για ότι κι αν έκανε και φαινόταν σ’ αυτούς αστείο.

Καταλάβαινε βέβαια ο Μανόλης, ότι η αιτία που γελούσαν όλα τα παιδιά μαζί του, ήταν ό τρόπος που αυτός μπορούσε να κάνει αυτά που έπρεπε, συμμετέχοντας στα παιχνίδια τους. Κι αφού το ήξερε, καθόταν παράμερα τις περισσότερες φορές, ώστε μέσω της απομόνωσης τουλάχιστον να αποφύγει τα εις βάρος του γέλια.

Ούτε κι εκεί όμως μπορούσε να βρει ησυχία, γιατί μονίμως θαρρείς έψαχναν να βρουν ευκαιρία κι αίτιο να τον χλευάσουν, τόσο οι μαθητές, όσο και δάσκαλοι βέβαια και κανένας δεν έβαζε με το μυαλό του, ότι αυτό που έκαναν στον ευτραφή Μανόλη, ήταν τουλάχιστον απάνθρωπο.

Να σκεφτείς δε, ότι ούτε το βαφτιστικό του όνομά δεν άκουγε πια, αφού μαθητές και δάσκαλοι μαζί, χοντρό τον αποκαλούσαν. Σήκω ρε χοντρέ να μας πεις το μάθημα σήμερα, του έλεγε ο δάσκαλος και τα γέλια όλων γέμιζαν την αίθουσα του σχολείου.

Σηκωνόταν βέβαια ο Μανόλης, αλλά και μέχρι να φτάσει στον πίνακα, όλοι ξεκαρδιζόταν και μόνον που τον έβλεπαν. Αν έκανε δε και κάποιο ορθογραφικό λάθος σ’ αυτά που έγραφε στον πίνακα, τότε όλα τα γέλια στο μέγεθος του σώματός του κατέληγαν.

Να τρως ξέρεις. Του έλεγε ο δάσκαλος. Να διαβάζεις όμως δεν έπρεπε να ξέρεις; Μια λέξη έγραψες στον πίνακα και τέσσερα λάθη έκανες του έλεγε αγανακτισμένος μαζί του ο κακός πρέπει να πω δάσκαλος. Άνοιξε τώρα τα χέρια σου να σου δείξω κι εγώ, πως πρέπει να τιμωρώ τους αδιάβαστους. Άνοιγε ο Μανόλης τις παλάμες του και με την βέργα του αυτός, του έριχνε άπονα και με όση δύναμη διέθετε, δέκα ξυλιές στην μία κι άλλες δέκα στην άλλη.

Μέχρι να επιστρέψει στο θρανίο του ο Μανόλης, έκλαιγε από τον πόνο των χτυπημάτων, αλλά κι αυτό ακόμη γινόταν αιτία ώστε να γελούν όλοι εις βάρος του. Όλες τις τάξεις του δημοτικού λοιπόν, με τον ίδιο τρόπο τις έβγαλε και μέχρι να φτάσει στο σημείο να πάρει το απολυτήριο του έστω και με επτά, δεν μπορείς να φανταστείς Γιώργο τί τράβηξε και πόσους χλευασμούς δέχτηκε.

Και που πήρε το απολυτήριο του δηλαδή, μήπως μπορούσε να πάει παραπάνω; Είχε δεν είχε λοιπόν ο Μανόλης, από τα δώδεκα του χρόνια άρχισε να δουλεύει, για να κάνει κι αυτός κάτι καλό επιτέλους κι επειδή η σωματική του διάπλαση τον έδειχνε μεγαλύτερο από την ηλικία του και δυνατός καθώς ήταν, χτίστης μάθαινε δίπλα στον πατέρα του.

Ούτε κι εκεί βέβαια μπορούσε να αποδώσει πολλά, λόγο της δυσκολίας που είχε να κινηθεί γρήγορα, ή να χωρέσει κάπου που ο όγκος του δεν του το επέτρεπε. Όσα του επέτρεπαν όμως να κάνει και χρειαζόταν την δύναμή του, όλα καλά τα έκανε, αν και πάλι με τον τρόπο που αυτός μπορούσε να τα αποδώσει. Οι χλευασμοί όμως, ούτε κι από εκεί έλειπαν.

Τότε όμως ήταν που κι εγώ τον συνάντησα για πρώτη μου φορά και στάθηκα να δω τι ήθελε να κάνει το μεγαλόσωμο παιδί που έβλεπα μπροστά μου, γιατί μόνο του έσερνε ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, στην προσπάθειά του να το ανεβάσει από το πεζοδρόμιο που βρισκόταν, στα σκαλοπάτια μιας οικοδομής της γειτονιά μας, που ήταν ακόμη μισοτελειωμένη.

Ήταν μεγαλόσωμο βέβαια το παιδί, αλλά και πολύ δυνατό ήταν, αφού μόνος του έσερνε εκείνη της ξυλόκασσα. Βλέποντας από κοντά πλέον το παιδικό του πρόσωπο μετά από λίγο, δεν τον έκανα παραπάνω από δεκαπέντε χρονών. Μικρό παιδί είναι έλεγα μέσα μου και δουλεύει για το μεροκάματο.

Χωρείς να μου ζητήσει βοήθεια λοιπόν, έσκυψα και πιάνοντας την ξυλόκασσα από κάτω, την σήκωσα λύγο ώστε να την μεταφέρει το παιδί με ευκολία εκεί που ήθελε. Και είπα λίγο, γιατί ήταν αρκετά βαριά για τα δικά μου κιλά, αν κι εγώ βάδιζα στα είκοσι μου χρόνια τότε και με άδεια από τον στρατό βρισκόμουν στο σπίτι μου. Για μια βόλτα δηλαδή βγήκα στον δρόμο εκείνη την ημέρα και τυχαία πρέπει να πω είδα το μεγαλόσωμο παιδί να παιδεύεται με την ξυλόκασσα.

Κατάλαβε ωστόσο ο Μανόλης, ότι κάποιος τον βοηθούσε, γιατί έγειρε το κεφάλι του να δει ποιος ήταν, οπότε, μου είπε και που ήθελε να την πάμε. Πρέπει να την ανεβάσω στα σκαλιά, είπε και μετά να την αφήσω κάπου εκεί δεξιά που μου είπαν, μπαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Απόρησα είναι αλήθεια με αυτούς, που άφησαν ένα δυνατό παιδί έστω, να ανεβάσει μόνο του εκείνη την βαριά ξυλόκασσα περνώντας την πάνω από τέσσερα σκαλοπάτια, αφού εγώ τουλάχιστον, λαχάνιασα στην προσπάθεια μου να τον βοηθήσω. Κι όταν την αφήσαμε εκεί που ο Μανόλης ήξερε, βαθιές ανάσες έπαιρνα.

Αυτός όμως, από τίποτε δεν ενοχλήθηκε, αφού όπως άκουγα, η αναπνοή του ήταν ήσυχη και σταθερή. Αν και είσαι μικρότερος από εμένα του είπα, είσαι ποιο δυνατός. Είσαι δεκαπέντε χρονών τώρα; Δεκατρία είμαι. Απαντούσε ο Μανόλης ήρεμα και το χαμόγελο στο πρόσωπό του πολύ καθαρά δήλωνε, ότι πολύ ικανοποιήθηκε από αυτό που άκουσε.

Πάνω όμως που ετοιμάστηκα να ρωτήσω τον Μανόλη, τί είχε μέσα η κάσσα και γιατί δούλευε σ’ αυτήν την ηλικία, άκουσα τα χλευαστικά λόγια κάποιου που από τους ορόφους της οικοδομής τα έστελνε και στον Μανόλη απευθυνόταν. Πού είσαι ρε χοντρέ; Ακόμη δεν τελείωσες με την κάσα; Αλλά αφού το μυαλό σου είναι μόνον στο φαγητό, τί να περιμένεις κανείς από εσένα; Έλα πάνω γρήγορα ρε χοντρομπαλά.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Μανόλης, έσκυψε το κεφάλι του και χωρίς να πει κουβέντα, άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλοπάτια και με ανοιχτά τα πόδια το έκανε όπως έβλεπα, λόγο της κατασκευής του σώματός του. Τον ακολούθησα βέβαια, ώστε όχι μόνον να δω ποιος ήταν αυτός που του μιλούσε τόσο άσχημα, αλλά και να τον μαλώσω ήθελα όποιος κι αν ήταν, γιατί ζητούσε από ένα μικρό παιδί να κάνει μια δουλειά που μάλλον ήταν για τέσσερεις άντρες.

Λαχανιασμένος και πάλι έφτασα στον τρίτο όροφο και μπαίνοντας μέσα στον χώρο, είδα έναν μεσήλικα άντρα να είναι ανεβασμένος πάνω σε ένα μαδέρι και να χτίζει με τούβλα εκεί ένα μεσότοιχο. Μέχρι να φτάσω εκεί όμως, ένα σωρό άσχημα λόγια έλεγε ακόμη στον Μανόλη αυτός, γιατί όπως άκουγα να του λέει, καθυστέρησε να του βάλει λάσπη στην σκάφη που είχε δίπλα του.

Μπορεί να έχει δίκαιο, έλεγα μέσα μου, αλλά κι αυτό που έκανε ο Μανόλης δεν ήταν εύκολο, αλλά ούτε και μπορούσε να τελειώσει τόσο γρήγορα, ώστε να εξυπηρετήσει και τον χτίστη.

Πριν του πει περισσότερα λοιπόν, όρμησα θα έλεγα φραστικά σ’ εκείνον τον μεσήλικα. Αν γνώριζες κι εσύ, του είπα, τι δουλειά είχες αναθέσει να σου κάνει αυτό το παιδί, θα κατέβαινες να πάρεις μόνος σου την λάσπη που χρειαζόσουν και δεν θα του έλεγες τόσα άσχημα λόγια.

Δεν φτάνει δηλαδή που είσαι άδικος, γίνεσαι και αυθάδης και αχάριστος μαζί. Δεκατρία χρονών είναι το παιδί κι αυτό που του έστειλες να κάνει μόνος του, εσύ δεν θα μπορούσες να το κάνεις με τίποτε. Αντί να τον ευχαριστείς λοιπόν γι’ αυτά που κάνει, εσύ τον βρίζεις; Ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα; Σαν δεν ντρέπεσαι, ηλικιωμένος άνθρωπος και να συμπεριφέρεσαι τόσο άσχημα σε ένα παιδί, που όπως βλέπω αναγκάζεται να δουλεύει για το μεροκάματό του.

Μέχρι να πω όμως εγώ αυτά στον χτίστη, τρείς φορές άκουσα τον Μανόλη να λέει, ο πατέρας μου είναι. Είχα φουντώσει όπως καταλαβαίνεις και με την φόρα που είχα, δεν μπόρεσα να μελετήσω αυτά που έλεγε ο Μανόλης. Και περισσότερα ήθελα να πω στον χτίστη, αλλά μόλις συνειδητοποίησα αυτό που έλεγε σταμάτησα.

Σταμάτησα βέβαια, αλλά και περισσότερο θύμωσα μαζί του, γιατί σε κανέναν δεν θα μπορούσα να δικαιολογήσω μια τέτοια συμπεριφορά, πόσο μάλλον, στον πατέρα που δεν ήξερε πως να συμπεριφερθεί στο παιδί που μεγάλωνε και είχε κάποιο πρόβλημα.

Στον Μανόλη απευθυνόμενος όμως, αυτόν ρωτούσα σαν να μη κατάλαβα τί μου είπε. Πατέρας σου είπες ότι είναι; Ναι είπε ο Μανόλης και πάλι έσκυψε το κεφάλι του. Οπότε; Τι να έλεγα στον πατέρα του Γιώργο; Πήρα μια βαθιά ανάσα όμως και πάλι του είπα. Εκτός του ότι είσαι κακότροπος κύριε που δεν ξέρω ούτε το όνομά σου, είσαι και άδικος. Μαζί με αυτά δε, εύκολα μπορώ να πω, ότι είσαι πρόχειρος, ανεύθυνος και προπαντός δεν ξέρεις τι κάνεις σαν πατέρας.

Αυτά μόνον του είπα Γιώργο κι επειδή δεν έβλεπα να γίνεται κάτι καλό, σταμάτησα και τον κοιτούσα. Τότε μόνον βρήκε χρόνο αυτός και απάντησε σαν πατέρας που σίγουρα δεν ήξερε τι έκανε. Ποιος είσαι εσύ ρε; Και τί σε νοιάζει εσένα πως θα μιλάω εγώ στο παιδί μου; Δικό μου παιδί είναι κι όπως θέλω θα του μιλώ. Εσύ να κοιτάς την δουλειά σου και να μην ανακατεύεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουν. Άκουσες; Άσε μας τώρα να κάνουμε την δουλειά μας.

Απευθυνόμενος στον Μανόλη μετά, πάλι του έλεγε με αυταρχικό ύφος. Βάλλε ρε συ λάσπη στην σκάφη να τελειώνουμε κι άφησέ τον αυτόν να λέει τα δικά του. Αργόσχολος πρέπει να είναι για να ανακατεύτε σε ξένες υποθέσεις. Κι αυτά λέγοντας, μου γύρισε την πλάτη και συνέχισε να προσθέτει τούβλα στον τοίχο που σήκωνε.

Βλέποντας όμως και τον Μανόλη να συμμορφώνεται μετά από τις διαταγές που του έδωσε ο πατέρας του, δεν είχα παρά να τους αφήσω ήσυχους και να κατέβω από την οικοδομή. Άλλωστε δικό τους ήταν το πρόβλημα. Ανακατεύτηκα εγώ, γιατί δεν μου άρεσε η συμπεριφορά αυτού, που έβαλε ένα παιδί να κάνει μια δουλειά που λογικά δεν ήταν για την ηλικία του.

Το ότι ήταν ο πατέρας του αυτός που έβαλε παιδί να κάνει κάτι τόσο δύσκολο και να τον βρίζει από πάνω, αυτό ασφαλώς και δεν μπορούσα να υπολογίσω. Βγαίνοντας στον δρόμο ωστόσο, αποφάσισα να κάνω τελικά την βόλτα που είχα βάλει στο πρόγραμμά μου, την οποία βέβαια, πολύ προβληματισμένος την έκανα, αφού συνεχώς ερχόταν στο μυαλό μου η συμπεριφορά του πατέρα που σίγουρα δεν ήξερε τι έκανε.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *