Νοέμβριος Του 1989 Και Πάλι Εκλογές

 Εκείνος ο φαύλος κύκλος των παραπομπών, ο οποίος έσερνε στα ειδικά δικαστήρια όλο το καλοκαίρι του ογδόντα εννιά τον πρώην πρωθυπουργό, όπως και μερικούς από τους υπουργούς του για ηθική αυτουργία και παθητική δωροδοκία από κάποιον επώνυμο τραπεζίτη, καλά κρατούσε.

Κι αυτοί που διατηρούσαν εκείνη την περίεργη δίκη, δεν έκαναν τίποτε άλλο, εκτός από το να κρατούν απλώς και μόνον θερμή την ελπίδα όλων μας, να δούμε τελικά κάποιον έστω, ή κάποιους από τους πολιτικούς μας να διώκονται ποινικά επιτέλους, αλλά εις μάτην υμών των ελπιζόντων, τίποτε ουσιαστικό δεν γινόταν.

Αν και υπήρχαν πολλά στοιχεία κατηγορίας εναντίων τους, όπως πολύ ζωηρά υποστήριζαν οι συνάδελφοί τους πολιτικοί, αλλά και κατήγοροί τους  συγχρόνως, εν τούτοις, δεν έβγαζε πουθενά εκείνη η πολύκροτη πολιτική δίκη διαμάχης όπως εξελίχθηκε.

Κι ενώ αυτοί δεν έκαναν τίποτε το ουσιαστικό, εμάς μας κρατούσαν για κάποιον λόγο που αυτοί μόνον ήξεραν, συνεχώς σε πολύ μεγάλη αγονία, για το τι θα γινόταν μετά από την παραπομπή των όσων εξ αυτών βρισκόταν στο κατηγορητήριο που έστησαν.

Εφαρμόζοντας στην συνέχεια την παροιμία που λέει, ότι ο κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει, έκαναν απλώς σίριαλ για εμάς τους θεατές εκείνες τις παραπομπές κι αφού όρισαν νέα και υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό του Ιωάννη Γρίβα, της έδωσαν την εντολή να οδηγήσει την χώρα σε εκλογές, τις οποίες όρισαν να γίνουν στις αρχές Νοεμβρίου.

Το κόμμα της ΝΔ που είχε τα περισσότερα ποσοστά ψήφων στα χέρια της από τις προηγούμενες εκλογές, δεν μπορούσε από μόνη της να σχηματίσει κυβέρνηση, γι’ αυτό κι αναγκάστηκε να κάνει συνασπισμό με άλλα κόμματα, προκειμένου να σχηματίσει μαζί τους την κυβέρνηση που ήθελε.

Το κακό όμως ήταν, ότι ούτε κι εκείνος ο συνασπισμός τους έδινε την δυνατότητα να κάνουν όσα ήθελαν για την κάθαρση που μας υποσχόταν, γι’ αυτό και ζήτησαν να γίνουν πάλι εκλογές, ελπίζοντας βέβαια ότι θα κατάφερναν επιτέλους να πάρουν την πολυπόθητη αυτοδυναμία τους, αφού αυτό άφηναν να υποθέτουμε εμείς ως σκοπό τους.

Έγιναν τελικά οι εκλογές στις αρχές του Νοεμβρίου, αλλά εις μάτην και πάλι, γιατί ούτε και τότε πήραν την αυτοδυναμία που ήθελαν, γι’ αυτό και σχηματίστηκε εκείνη την φορά οικουμενική κυβέρνηση υπό του Ξ. Ζολώτα, η οποία και παρέμεινε στην διακυβέρνηση της χώρας μας, μέχρι και τις αρχές Απριλίου του 1990.

Τίποτε λοιπόν δεν έγινε μετά από τόση φασαρία που προκάλεσαν οι πολιτικοί μας και τίποτε δεν στάθηκε ικανό να επιβάλει την πολυπόθητη κάθαρση, για την οποία, όλο το προηγούμενο καλοκαίρι μας μιλούσαν.

Αντιθέτως, πολύ μας ξάφνιασε η πληροφορία, ότι εκείνος ο αρχάγγελος της κάθαρσης όπως μας παρουσιάστηκε Μητσοτάκης, συνεργαζόταν κρυφά με τον κλέφτη Παπανδρέου όπως έμμεσα τον αποκαλούσε.

Αυτό βέβαια, ανάγκασε τότε και τους ποιο ιδεολόγους ψηφοφόρους να παραδεχθούν τελικά, ότι για άλλη μια φορά απέδειξαν με τις ενέργειες τους οι πολιτικοί μας, ότι όντως είναι όχι μόνον αναξιόπιστοι, αλλά και επιζήμιοι για εμάς και την πατρίδα μας κι ας κόπτονται υποστηρίζοντας το αντίθετο με τις φωνές τους, αφού με τα έργα τους, δεν μπορούν να στηρίξουν τίποτε από όσα μας πιπιλίζουν ασύστολα.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως και κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπήκαμε τελικά και με πολλές φασαρίες μάλιστα για το τίποτε όπως είπαμε στο 1990 και πουθενά δεν φαινόταν, ότι εκείνη η χρονιά θα ήταν καλύτερη από την προηγούμενη, γιατί όπως κάνουν πάντα οι πολιτικοί μας, εκτός από την τύχη του κόμματός τους, δεκάρα δεν έδιναν για τον λαό μας και την πατρίδα μας.

Εν το μεταξύ και στο ίδιο μήκος κύματος κινούμενοι οι ιθύνοντες της εταιρείας που εργαζόμουν, κόλλησαν θαρρείς κι αυτοί από τους πολιτικούς μας την μεταδοτική ασθένεια της αδιαφορίας και σημασία δεν έδιναν για το προσωπικό τους, όπως και για τους πελάτες που μας συντηρούσαν.

Από την άλλη πάλι, μετά μανίας θα έλεγα πάσχιζαν, πως να αυξήσουν τα κέρδη της εταιρείας που διοικούσαν και κανένα ενδιαφέρον δεν έδειχναν για την αναδουλειά που μας προέκυπτε συνεχώς αυξανόμενη, εξαιτίας της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοζαν.

Αδιαφορώντας λοιπόν για την πυγή που θα μπορούσε να τους φέρει με τρόπο, αυτά που ήλπιζαν αυτοί να αρπάξουν χωρείς τρόπο, μας προκάλεσαν πολύ μεγαλύτερη αναδουλειά στην συνέχεια κι αυτή με την σειρά της, στερούσε από την εταιρεία μας σημαντικά ποσά, από αυτά που ήλπιζαν οι διευθυντές μας να εισπράξουν για την επιβίωση της.

Έχοντας όμως να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια κατάσταση, όλοι εμείς οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες της, ζούσαμε μέσα σε μια πολύ μεγάλη αβεβαιότητα σκεπτόμενοι το εργασιακό μας μέλλον, αφού όπως βλέπαμε να γίνεται, αργά ή γρήγορα, θα μέναμε άνεργοι τελικά.

Και μέσα σ’ αυτήν την αβεβαιότητα του αύριο εβρισκόμενοι, ο νέος μας συνδιευθυντής, όντως άσχετος από την δουλειά μας, μετά από ένα ταξίδι που έκανε γι’ αυτό το σκοπό στην Ολλανδία, έφερε από εκεί σχέδια, για το πως έπρεπε να χτιστούν οι πρωτοποριακές κατά την άποψή του νέες εγκαταστάσεις μας.

Στην Βιομηχανική περιοχή δηλαδή σχεδιάστηκε να μετεγκατασταθούμε στο εξής, βάση της προγραμματισμένης άλλωστε κίνησής μας από τους ιθύνοντες της εταιρείας μας, έστω κι αν καθόλου δεν συμφωνούσαμε εμείς για το πρόωρο της απομάκρυνσης μας από την περιοχή του λιμένος, δεδομένου ότι το Τελωνείο ήταν ακόμη στην θέση του και συνέχιζε να λειτουργεί όπως του το επέβαλε η τότε νομοθεσία.

Δεν είχαμε μπει ακόμη στην ΕΟΚ, οπότε, η διακίνηση των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών γινόταν όπως και πριν κανονικά και με την συμμετοχή των τελωνειακών διατυπώσεων όπως από πάντα επιβαλλόταν.

Ήταν γνωστό βέβαια σ’ εμάς το γεγονός, ότι όταν πια θα μπαίναμε στην ΕΟΚ, τότε και σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό νόμο θα καταργούσαν αυτήν την παλιά διαδικασία των τελωνιακών διατυπώσεων και ότι στην θέση της θα έμπαινε άλλη και μάλιστα νέας μορφής Τελωνειακή διαδικασία.

Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε, που οι διευθυντές μας διέταξαν την άμεση μετεγκατάσταση μας στην βιομηχανική περιοχή, προκειμένου να μας βρουν έτοιμους τα νέα μέτρα.

Ο σχεδιασμός λοιπόν, η μελέτη και η επίβλεψη της αποπεράτωσης των μελλοντικών μας εγκαταστάσεων είχε ανατεθεί στον προαναφερόμενο διευθυντής μας, ο οποίος και θεμελίωσε τελικά το έργο.

Λίγο πριν την Άνοιξη δηλαδή έγινε η θεμελίωση του κι όταν μπήκαν τα θεμέλια, ήρθε κι ο γενικός μας διευθυντής από την Αθήνα, προκειμένου να κάνει αυτός προσωπικά τα εγκαίνια των εγκαταστάσεων μας. Σκεπτόμενος δε, ότι έπρεπε να κάνουμε και αγιασμό των θεμελίων, ανέθεσε σ’ εμένα να τους φέρω ένα παπά εκεί γι’ αυτόν τον σκοπό.

Τους πήγα λοιπόν τον παπά από την εκκλησία της γειτονιάς μας να τους κάνει αγιασμό στα θεμέλια και μαζί με αυτόν, ήρθαν εκεί ο κυρίως διευθυντή μας, όπως κι ο γενικό μας διευθυντής των Αθηνών βέβαια κι όπως έπρεπε, κάναμε οι τέσσερις μας μόνον εκείνα τα εγκαίνια.

Τελειώνοντας όμως την διαδικασία του αγιασμού, έλεγε σ’ εμένα ο γενικός μας κάτι, που παρέπεμπε σε διαταγή, αλλά και σε ελπίδα συγχρόνως, λες κι ότι εγώ ήμουν αυτός που μόνον έπρεπε να ενδιαφερθεί για την αποκατάσταση της πληγωμένης οικονομικά εταιρείας μας.

– Όλα καλά λοιπόν. Όπως καταλαβαίνεις όμως, τώρα πρέπει να τρέξεις ποιο πολύ εσύ, προκειμένου να φέρεις περισσότερους πελάτες στην εταιρεία, γιατί αν δεν έχουμε και την ανάλογη δουλειά, κακώς κάνουμε τέτοιο έργο εδώ κι όπως βλέπεις, είναι πολύ μεγάλο και θα μας κοστίσει πάρα πολλά.

Εγώ βέβαια πολλές φορές τους είχα πει, ότι πολύ νωρίς αποφασίσατε την απομάκρυνση μας από το κέντρο της πόλης, όπως κι από τον χώρο του Τελωνείο, αλλά κανένας τους δεν ήθελε να το δεχθεί.

Κούνησα συγκαταβατικά λοιπόν το κεφάλι μου στα συμφραζόμενα του γενικού μας, δηλώνοντας ότι ήξερα πολύ καλά τι χρειαζόταν να κάνω εγώ και δεν είπα τίποτε άλλο εκείνη την στιγμή, αφού ήδη δρομολογήθηκε το έργο και δεν υπήρχε κανένας λόγος να τους φέρνω άσκοπες αντιρρήσεις για κάτι που αυτοί ήδη προαποφάσισαν.

Να όμως που σε μένα έπεφτε πάλι το βάρος, αφού εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να τους φέρει νέους πελάτες και οι προϋποθέσεις να έρθουν αυτοί δεν ήταν καθόλου καλές, αφού από καιρό πριν είχαμε χάσει την αξιοπιστία μας σαν εταιρεία και το κακό όνομα που αποκτήσαμε σταδιακά, δεν επέτρεπε πλέον, ούτε στους νέους, αλλά ούτε και στους παλιούς πελάτες να μας εμπιστευτούν.

Ήταν λοιπόν δυνατόν να τους έφερνα εγώ νέους, αφού με τα ελαττώματα που είχαμε σαν εταιρεία, μας έφευγαν οι ήδη υπάρχοντες; Εκτός αυτού, η καινοτομία που μας προέκυπτε, να μετακομίσουμε πρόωρα δηλαδή στα πενήντα χιλιόμετρα πήγαινε έλα μακριά από το κέντρο, δεν θα ανάγκαζε τους επαγγελματίες που ήθελαν να είναι, ή να γίνουν πελάτες μας, να πληρώσουν αυτοί το κόστος των ονείρων που έβλεπαν οι δικοί μας διευθυντές, όπως και το κόστος της δικής μας προσπάθειας να κάνουμε ότι ήταν δυνατόν για να μη βρεθούμε στον δρόμο άνεργοι;

Φυσικά και δεν ήταν ελπιδοφόρα όλα αυτά, αλλά οι διευθυντές μας επέμεναν να υπολογίζουν, ότι θα εξοικονομούσαν από την τσέπη των πελατών μας, όχι μόνον τα αναμενόμενα, αλλά και τις δαπάνες του έργου που ξεκίνησαν να κτίζουν.

Όπως ήταν και λογικό όμως αυτό, κανείς από τούς πρώην και πιθανούς πελάτες μας δεν ήθελε να το πληρώσει, αφού πολύ εύκολα μπορούσαν να κάνουν την δουλειά τους με τους ανταγωνιστές μας, οι οποίοι είχαν χαμηλότερο λειτουργικό κόστος από το δικό μας, αλλά και δεν ήταν ανάγκη να πηγαίνουν πενήντα χιλιόμετρα δρόμο για να πάρουν μια διατακτική που χρειαζόταν, προκειμένου να πάρουν από το Τελωνείο τα εμπορεύματα τους, την στιγμή που αυτό το είχαν ακόμη στην πόρτα τους.

Ήταν μεγάλο λάθος λοιπόν εκείνη η πρόωρη όσο κι εκτός πόλεως μετεγκατάσταση μας και το πόσο λάθος ήταν, αυτό φάνηκε αργότερα και τότε που η πράξη το βεβαίωσε από μόνη της.

Μέχρι που να ολοκληρωθεί όμως εκείνη η κατά τα άλλα προβλεπόμενη μετεγκατάσταση μας, εγώ ως υπεύθυνος του τμήματος πωλήσεων, όπως και άλλα δύο τμήματα μαζί με εμένα, μείναμε για λίγο διάστημα ακόμη στην παλιά μας θέση για ευνόητους λόγους κι όταν όλα πια ολοκληρώθηκαν εκεί, τότε υποχρεωθήκαμε κι εμείς να ακολουθήσουμε τους υπόλοιπους.

Περνούσε βασανιστικά όμως ο καιρός για εμένα πλέον, δεδομένου ότι κάθε μέρα βρισκόμουν υπόλογος για το που πήγαν οι πελάτες μας αφού δεν είχαμε την ανάλογη δουλειά και προπαντός γιατί δεν τους έφερνα νέους πελάτες.

Ήξερα βέβαια εγώ τον λόγο εκείνης της απώλειας και καθημερινά τους τον ανέφερα υπερασπιζόμενος την θέση μου, αλλά μάταια το έκανα, γιατί κανείς από τους διευθυντές μας δεν ήθελε να το καταλάβει και προπαντός, εκείνος ο άσχετος με την δουλειά μας συνδιευθυντής μας.

Αυτός ιδικά, μαζί με τις εγκαταστάσεις που έκανε, έβαλε στο μυαλό του να απολύσει κι εμένα, θεωρώντας ότι μάλλον κουράστηκα ως πωλητής και ότι δεν είχα άλλες δυνάμεις να διαθέσω, προκειμένου να πίσω τους πελάτες να μας ακολουθήσουν.

Του είπα βέβαια εγώ, ότι αν ήθελαν να αυτοκτονήσουν σαν επιχείρηση, δεν είχαν παρά να απολύσουν κι μένα, αφού ήμουν ο μόνος πλέον που τους απέμεινε από τα παλιά στελέχη κι ο μόνος που ήξεραν προσωπικά οι πελάτες μας, αλλά κι από τους πολύ λίγους στον κλάδο μας που διέθετε τόσο μεγάλη πείρα γύρο από την δουλειά μας.

Βλέποντας λοιπόν τις προθέσεις του, αλλά και το αβέβαιο μέλλον της εταιρείας που για είκοσι χρόνια υπηρετούσα φιλότιμα, έψαχνα κι εγώ μαζί με τους νεότερους εκ των συναδέλφων μου, που αλλού να βρούμε δουλειά.

Μερικοί από αυτούς κατάφεραν τελικά να βολευτούν κάπου, αλλά εγώ, πουθενά δεν μπόρεσα να απορροφηθώ εντός του κλάδου μας, δεδομένου ότι καμιά από της ανταγωνίστριες εταιρείες δεν είχε το ανάλογο με το δικό μας φάσμα εργασιών, ώστε να χρειάζεται πολύ έμπειρους συνεργάτες προκειμένου να αντεπεξέλθει των υποχρεώσεων της.

Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο λοιπόν ευρισκόμενος, ήταν πολύ μεγάλη η καταπίεση που δεχόμουν, τόσο από την διοίκηση της εταιρείας μας, όσο κι από την αδυναμία μου να βρω, έστω κι εκτός του κλάδου μας κάποια δουλειά.

Έτσι και τόσο καταπιεσμένος υπάρχων όμως, δεν είχα καμιά διάθεση να παρατηρώ όλα τα υπόλοιπα που συνέβαιναν γύρο μου εκείνο το διάστημα όπως καταλαβαίνετε, ώστε να μπορώ τώρα να σας τα περιγράψω ανασύροντάς τα από την μνήμη μου.

Μιχάλης Αλταλίκης

 

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *