Ο Γενικός Μας Διευθυντής Μου Πήρε Αυτοκίνητο

 

Ma Όπως σας το ανέφερα κι αυτό στα προηγούμενα, προσβλήθηκε κατά κάποιον τρόπο ο γενικός μας διευθυντής, με όσα πριν από τις διακοπές μου τους έλεγα με την γραπτή αναφορά που τους έστειλα στην Αθήνα, γι’ αυτό και ούτε καλημέρα δεν μου είπε από τότε και μετά, αν και ήρθε στην Θεσσαλονίκη τρεις φορές, αν και συναντηθήκαμε άλλες τόσες στο γραφείο του τοπικού μας διευθυντού, αλλά και στους διαδρόμους των γραφείων μας.

 Κατανοώντας την στάση του, τίποτε δεν του είπα εγώ για την συμπεριφορά του, αλλά και κατά την προτροπή του διευθυντού μας, περίμενα να του περάσει ο εγωιστικός θυμός του.

 Παρόλα αυτά όμως, ήλπιζα ότι θα δώσει τέλος αυτός ως μεγαλύτερος στην επιζήμια για όλους μας άτυπη αλλά και άχρηστη διένεξη, αλλά τίποτε.

 Στην αναφορά που τους έστειλα άλλωστε, κανέναν δεν υποτίμησα. Το καθήκον μου έκανα ως υπεύθυνος των πολώσεων κι αυτό που τους είπα, ήταν ότι θα μας φύγουν οι πελάτες, αν συνεχίσουμε να παίρνουμε όσα θέλουμε εμείς από την μεταξύ μας συνεργασία.

 Στεναχωρήθηκα ωστόσο με την στάση του και δεν σας κρύβω ότι όντως περίμενα την ανατροπή της, γι’ αυτό και χάρηκα όταν πληροφορήθηκα την άφιξη του και πάλι στα γραφεία μας.

 Μπήκαμε στον Νοέμβριο μήνα εν τω μεταξύ κι όπως έκανε πάντα αυτός, ήρθε και τότε για επαγγελματικούς λόγους στην Θεσσαλονίκη και πολλά θέματα έφερε μαζί του προς συζήτηση.

 Ανάμεσα σ’ αυτά όμως, ήταν και δύο θέματα που ζήτησε να τα εξετάσουμε με πολύ προσοχή, γι’ αυτό και θέλησε να συναποφασίσουμε όπως έλεγε και δεν το εννοούσε, το πως θα αντιμετωπίζαμε στο εξής τα εσωτερικά μας θέματα και πως θα εφαρμόζαμε στο εξής κι από την νέα χρονιά, μια ανεκτή για τους πελάτες μας οικονομική πολιτική.

 Διέθεσε τέσσερις μέρες για τον σκοπό της επίσκεψης του και πολλά κουβέντιασε με τους προϊσταμένους των τμημάτων μας, μέχρι να βρεθούν αποδεκτές λύσεις στα θέματα μας. Εμένα όμως με αγνόησε επιδεικτικά και πάλι, αφού για τίποτε δεν μου έδωσε τον λόγο, αλλά ούτε και καλημέρα μου είπε.

 Σύμφωνα με το πρόγραμμα του όμως, έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα την τέταρτη μέρα, αλλά για κάποιο λόγο δεν έβρισκε αεροπλάνο την ώρα που αυτός υπολόγιζε την επιστροφή του, γι’ αυτό και μας ανακοίνωσε ότι θα έμενε στα γραφεία μας μέχρι να έρθει η ώρα της νέας του πτήσης και ότι μας άφηνε ελεύθερους αφού δεν ήθελε τίποτε άλλο από μας.

 Τον χαιρετούσαν λοιπόν οι συνάδελφοι μου πριν τον αφήσουν μόνο του και πίσω από αυτούς πήγα κι εγώ να κάνω το ίδιο καθώς είχα υποχρέωση. Όταν έφτασα κοντά του όμως, μου έλεγε κάτι πολύ ανόρεχτα, σαν να μου έκανε μεγάλη χάρη που με μιλούσε.

  – Αν δεν έχεις να κάνεις κάτι καλύτερο το απόγευμα και δεν σε κάνει κόπο, έλα εδώ στα γραφεία μας. Θα είμαι εδώ μέχρι αργά το βράδυ γιατί η θέση που βρήκα τελικά είναι στην βραδινή πτήση και στις δώδεκα.

Αν πάλι έχεις κάποια δουλειά, μην έρχεσαι. Δεν είναι και τίποτε το σπουδαίο αυτό που σκέφτηκα να σου πω.

 Έχοντας κατά νου μου, το να επιχειρήσω εγώ την αποκατάσταση της τραυματισμένης σχέσης μας, με ενθουσιασμό δέχτηκα το κάλεσμα του, γι’ αυτό και του έλεγα αυθόρμητα.

– Βεβαίως και θα έρθω. Αν έχετε να μου πείτε κάτι, καλώς. Αν πάλι δεν έχετε να μου πείτε τίποτε, τότε θα επιστρέψω στο σπίτι μου και πιστέψτε το αυτό, κανένα κόπο δεν θα μου κάνει να έρθω μέχρις εδώ το απόγευμα.

 Αυτό πάλι του το είπα έτσι, που να μην φανεί ότι καταδέχεται αυτός, να ζητήσει μια ιδιαίτερη συνάντηση από μένα. Όπως του το υποσχέθηκα όμως, όντως πήγα εγώ το απόγευμα στα γραφεία μας και τον συνάντησα στο ιδιαίτερο γραφείο του Γερμανού διευθυντού μας.

 Από όσα διαπίστωσα εκεί πάντως, κανόνισε έτσι αυτός τα πράγματα, ώστε να μην είναι κανείς άλλος στα γραφεία εκείνο το απόγευμα, γιατί σε άλλη περίπτωση, δεν θα τον άφηναν μόνο του, ούτε ο Γερμανός διευθυντής μας, ούτε ο άλλος που παρίστανε τον διευθυντή ενώ δεν ήταν.

 Βλέποντάς με λοιπόν να μπαίνω στο γραφείο του, έλεγε πάλι τα δικά του και με τον τρόπο που αυτός ήθελε να το κάνει.

 – Δεν ήταν ανάγκη να έρθεις. Εγώ έτσι το είπα. Αλλά αφού ήρθες, έλα να τα πούμε.

 Αυτά μου είπε σαν πρόλογο και μετά από αυτά, άρχισε να μου τα ψάλει για τα καλά.

 – Ξέρεις ρε συ πόσα χρόνια αυτός ο κολοσσός, η εταιρεία δηλαδή που δουλεύεις, είναι εταιρεία διεθνών μεταφορών;

Ξέρεις πόσο κόπο κάναμε εμείς να την φτάσουμε σ’ αυτό το επίπεδο; Ξέρεις πόσα ξενύχτια έκανα εγώ προσωπικά, για να έχει αυτή το πρόσωπο που σήμερα διαθέτει, το οποίο εσύ υποτιμάς;

 Και δεν μας έφτανε αυτό, αλλά μας λες και μπακάλικα, ότι όπως πάμε θα κλείσουμε. Και είσαι μάλιστα τόσο σίγουρος γι’ αυτήν μας την κατάληξη, που μας αναφέρεις ακόμη και το πότε θα το πάθουμε.

 Τι ξέρεις εσύ ρε από μεταφορές, ώστε να μας κάνεις μαθήματα; Αφού δεν νογάς ρε συ από αυτά, γιατί μας κάνεις κηρύγματα;

 Αυτά μου απηύθυνε στα γρήγορα εκείνη την ώρα και το έκανε με αρκετή πίκρα θα έλεγα κι όπως το έβλεπα αυτό στο πρόσωπο του, ήταν πολύ θυμωμένος μαζί μου, εξαιτίας των όσων αυτός έβαλε με το μυαλό του για τις δικές μου προθέσεις.

 Για όσα με καθιστούσε υπόλογο λοιπόν, εγώ τίποτε τέτοιο δεν άφησα να εννοηθεί στην αναφορά που τους έκανα, γι’ αυτό κι απορούσα με την στάση των διευθυντών μου, οι οποίοι ευθέως υπέθεταν, ότι υποτιμούσα εγώ τις δικές τους προσπάθειες.

 Βεβαίως και δεν σκέφτηκα να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά ούτε και στην γραπτή μου αναφορά άφησα να φανούν παρόμοια υπονοούμενα. Ίσα, ίσα. Με όσα τους έλεγα γραπτώς, τον κόπο τους ήθελα να προστατέψω, όπως και τον κόπο όλων όσων συνέβαλαν κατά καιρός, προκειμένου να έχει η εταιρεία όλων μας, το πρόσωπο που της ταίριαζε.

 Όποιο κι αν ήταν αυτό πάντως κινδύνευε να χαθεί, αν δεν εξετάζαμε πολύ ποιο σοβαρά εμείς και με την ανάλογη προσοχή μάλιστα στο εξής, το πια οικονομική πολιτική θα έπρεπε να εφαρμόζουμε στο εξής, ώστε να μην στεναχωρήσουμε περισσότερο τους πελάτες μας.

 Θέλοντας λοιπόν να τον επαναφέρω σ’ αυτό το σκεπτικό, αλλά και να τον υποχρεώσω να δει πιο ψύχραιμα κι από την αρχή το όλο θέμα, τον παρακάλεσα να με ακούσει με προσοχή κι αυτά του έλεγα πολύ ήπια ως απολογούμενος.

 – Επισκεπτόμενος τους πελάτες μας κύριε διευθυντά, αυτούς δηλαδή που εδρεύουν εδώ στην περιοχή μας, διαπιστώνω από τις καθημερινές τους αντιδράσεις, ότι καθόλου δεν είναι ευχαριστημένοι από την οικονομική μας πολιτική.

 Εξαιτίας αυτού λοιπόν, κινδυνεύουμε να χάσουμε το πρόσωπο που αυτήν την στιγμή έχει η εταιρία μας, το οποίο με πολύ κόπο αποκτήθηκε όπως κι εσείς το είπατε.

Κι επειδή όντως κινδυνεύουμε από κάτι τέτοιο όπως το διαπιστώνουμε συνεργαζόμενοι με τον διευθυντή μας, σκεφτήκαμε να σας το αναφέρουμε, δεδομένου ότι επιβάλεται να το προστατέψουμε κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο σας το είπαμε τόσο γλαφυρά στην αναφορά που σας έκανα.

 Σ’ αυτήν δε, την αγονία μας και μόνον θελήσαμε να σας αναφέραμε. Αν δηλαδή και για κάποιο λόγο χάσουμε σήμερα το καλό μας όνομα, δεν θα είναι καθόλου εύκολο για μας να το ξαναποκτήσουμε αύριο.

 Μόλις είδε αυτός να ολοκληρώνω τον λόγο μου, όρμισε και πάλι εναντίον μου σαν να τον πρόσβαλα και χωρίς να δώσει καμιά προσοχή σε όσα του ανέφερα, έλεγε πάλι τα δικά του.

 – Γιατί με μπερδεύεις ρε συ με τέτοια υπονοούμενα; Που τα βλέπεις όλα αυτά που μας τσαμπουνάς τόση ώρα; Εμείς ξέρουμε ότι τα ταμεία μας είναι γεμάτα και οι δουλειές μας πάνε μια χαρά. Γιατί λοιπόν εσύ νομίζεις ότι πρέπει να ανησυχούμε για κάτι που εμείς δεν βλέπουμε;

 Αφού πιάσαμε διάλογο όμως, ήταν επόμενο ότι θα του έλεγα κα περισσότερα στην συνέχεια, γι’ αυτό και το έκανα.

 – Αυτό συμβαίνει, γιατί εσείς βλέπετε μόνον πόσα λεφτά μπαίνουν σήμερα στην ταμεία σας. Κι επειδή σας αρέσει αυτό που γίνεται, λέτε ανενόχλητοι μετά στον εαυτό σας, τι πειράζει να πάρουμε και περισσότερα από τους πελάτες μας αφού μπορούμε;

 Αυτό λοιπόν είναι που θέλω να σας πω. Ότι μαζί με την χαρά που έχετε για το χορταστικό εισρέον εισόδημα στα ταμεία σας, θα έπρεπε να χαίρεστε εξίσου και για τον ακριβή λόγο που εντοπίσατε να σας το φέρνει.

 Θα έπρεπε δε μαζί με αυτό να χαίρεστε και για τις συγκυρίες που είδατε να συνεργούν σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Και μαζί με την χαρά σας, θα έπρεπε να ανησυχείτε κι εσείς συγχρόνως με μας, μη τυχόν και υπάρχουν διαρροές για κάποιον λόγο στις προσπάθειες μας κι εξαιτίας αυτού χάσουμε τα πάντα.

 Αυτό όμως είναι κάτι, που εσάς πρωτίστως έπρεπε να ανησυχεί. Γιατί αν πράγματι υπάρχουν τέτοιες διαρροές όπως εγώ σας αναφέρω κι εσείς δεν τις έχετε δει, τότε να είστε σίγουρος ότι όπως τώρα αγνοείτε τον ακριβή λόγο που σας έρχεται το εισόδημα, έτσι και αργότερα θα αγνοείτε και τον λόγο που θα το χάσετε και τότε θα απορείτε λέγοντας.

 Μα όλα καλά πήγαιναν, τι έγινε ξαφνικά και χάλασαν;

 Μετά από όσα του είπα, σταμάτησα να αναφέρομαι στο θέμα κι αφού δεν χρειαζόταν να του πω και περισσότερα, τον άφησα ανενόχλητο, ώστε να επεξεργαστεί με την άνεση του, αλλά και με προσοχή αυτά που άκουσε, για να δω πως θα αντιδράσει στην συνέχεια.

Τα σκεφτόταν αυτός όπως το έβλεπα, γι’ αυτό και περίμενα αρκετά έως ότου μου δώσει την απάντηση του.

 – Εσύ ρε είσαι μικρός. Που τα ξέρεις όλα αυτά; Μας δουλεύεις τώρα;

 Αυτά μου έλεγε ως απάντηση και με κοιτούσε καλά, καλά κι από πάνω μέχρι κάτω, γιατί από τον θυμό που προφανώς μου είχε, ούτε και να καθίσω μου πρότεινε κι αυτός ήταν ο λόγος που στεκόμουν όρθιος όσο του μιλούσα.

 Μικρός βέβαια ήμουν εγώ, αφού στα εικοσιοκτώ μου χρόνια βάδιζα και για να τον ταράξω και λίγο όπως το ήθελα, θυμήθηκα να του πω κάτι που ένας γνωστός του από την Κομοτηνή μου το είπε, όταν με έστειλε ο γενικός μας να του δώσω χαιρετίσματα εκ μέρους του.

 Τον επισκέφτηκα αυτόν τότε που πήγα στην περιοχή τους για τα δάνεια κι έκπληκτος ο εν λόγω γνωστός από την ταξική του άνοδο, έλεγε με απορία.

 – Τι λες ρε παιδί. Αυτόν εμείς τον είχαμε εδώ και μας έβοσκε τα πρόβατα. Μετά μάθαμε ότι έγινε λογιστής. Και τώρα λες εσύ, ότι αυτός είναι γενικός σας διευθυντής στην Αθήνα και μάλιστα σ’ αυτήν την μεγάλη εταιρία; Μπράβο. Μπράβο. Να του δώσεις τα δέοντα λοιπόν και να του πεις ότι πολύ χαρήκαμε για όσα ακούσαμε γι’ αυτόν.

 Του μετέφερα βέβαια τότε τα δέοντα που του έστειλε ο γνωστός του, αλλά δεν του είπα τίποτε για τα πρόβατα που έβοσκε όπως είπε σ’ εμένα, χωρίς βέβαια να το θεωρώ αυτό υποτιμητικό γι’ αυτόν.

 Από όσο ήξερα όμως εγώ τον γενικό μας, θα ταραζόταν αυτός αν του υπενθύμιζα το γεγονός ότι έβοσκε κάποτε πρόβατα, γιατί αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν θα ήθελε να το θυμάται και προπαντός, δεν θα ήθελε να το ξέρει κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο.

 Για όσα όμως με κατηγόρησε και για όσα δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει σ’ εμένα τον μικρό και ανίδεο όπως με αποκαλούσε, αποφάσισα να του το υπενθυμίσω.

 – Τα ξέρω όλα αυτά που ανέφερα κύριε διευθυντά, γιατί όταν εσείς βόσκατε πρόβατα στην Κομοτηνή, εγώ ήμουν επιχειρηματίας στο δικό μου χωριό.

 Και μπακάλης ήμουν, γιατί μέσα σε ένα μπακάλικο μεγάλωσα. Είχε όμως πολλές δραστηριότητες αυτό και όλα αυτά που σας ανάφερα, τα σπούδασα εκεί και μάλιστα από τα πέντε μου χρόνια.

 Τρελάθηκε αυτός όταν άκουσε αυτά που του είπα για τα πρόβατα που έβοσκε, γι’ αυτό κι σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν. Χτύπησε με δύναμη μετά τα χέρια του στο γραφείο του κι έλεγε θυμωμένος.

 – Ποιος σου το είπε ρε αυτό; Και από πού το ξέρεις εσύ;

 Μετά από την κρυάδα που του πέρασα, του έλεγα τα υπόλοιπα ατάραχος θα έλεγα.

 – Το έμαθα κύριε διευθυντά, από αυτόν που με στείλατε να του δώσω τα χαιρετίσματα σας, το ξεχάσατε;

 Το σκέφτηκε αυτός κι αμέσως μετά μου είπε να καθίσω πια, αφού τόση ώρα με είχε να στέκομε όρθιος μπροστά του κι αφού με κοίταξε καλά, καλά πάλι, είπε κάπως ποιο χαλαρά.

 – Τελικά. Ξέρεις αρκετά εσύ αν και δεν σου φαίνεται.

 Μετά από το τράνταγμα που πήρε ο γενικός μας μαλάκωσε αρκετά, γι’ αυτό κι άρχισε να με ρωτά διεξοδικά μεν, αλλά μόνον για το πώς πάνε τα επαγγελματικά μας πλέον.

 Για το πώς κινείτε η αγορά στην περιοχή μας δηλαδή, όπως και το τι κάνω εγώ μ’ εκείνο το επίμαχο θέμα των δανειοδοτήσεων, για το οποίο αυτός με ώθησε να ασχοληθώ προ εξαμήνου.

 Κι αφού φτάσαμε να μιλάμε γι’ αυτό το θέμα, θέλησε να μάθει και τις πιθανότητες που είχε η περιοχή της καταγωγής του να αναπτυχθεί, όπως και το αν έχει ενδιαφέρον για μας αυτό το θέμα, για να σκεφτεί αυτός στην συνέχεια αν χρειαζόταν να κάνω κι άλλα παρόμοια ταξίδια στην εν λόγω περιοχή.

 Με έψαχνε αυτός όπως κατάλαβα με όλες εκείνες τις ερωτήσεις κι εγώ συνεργούσα στο παιχνίδι του αφού το ήθελε, έχοντας μάλιστα πρόθεση και να τον πείσω ακόμη αν βέβαια ήθελε κι αυτός να συνεργαστεί σοβαρά μαζί μου, για την χρησιμότητα που θα είχαν οι επισκέψεις μου στον χώρο της ευρύτερης περιοχής του Έβρου.

 Του εξήγησα ωστόσο για το πως είχε η όλη κατάσταση στην περιοχή όπως και το πως ακριβώς παρουσιαζόταν αυτή, σε σχέση με τα δικά μας ενδιαφέροντα, αλλά και του έλεγα στην συνέχεια.

  – Όπως σας είπα και τότε που για πρώτη μου φορά επισκέφτηκα την συγκεκριμένη περιοχή, τίποτε από όσα συμβαίνουν εκεί δεν αποβλέπει στην ανάπτυξη της. Στην χρεοκοπία μας αποβλέπουν και πουθενά αλλού.

 Υπάρχουν όμως και κάποιες εξαιρέσεις εκεί, από τις οποίες ελπίζω ότι θα πάρουμε την μεταφορά των μηχανημάτων τους όταν θα έρθει η ώρα. Μέχρι να γίνει αυτό όμως, εγώ δεν χασομερώ. Απασχολούμε επισταμένως με το πως θα μπορούσα να κάνω αισθητή την παρουσία της εταιρείας μας εκεί.

 Επικοινωνώ συχνά και με κάθε τρόπο θα έλεγα με τους επιχειρηματίες της περιοχής γι’ αυτόν τον σκοπό κι αν μη τι άλλο, τους θυμίζω τουλάχιστον ότι κι εμείς είμαστε εδώ και μάλιστα με πολύ μεγάλες δυνατότητες για τις δικές τους ανάγκες.

 Πως τα βλέπετε όλα αυτά του είπα και περίμενα την απάντηση του.

 – Δεν είναι και λίγα αυτά που κάνεις είπε κι αμέσως μετά ρώτησε. Πόσο κάνει ένα μικρό αυτοκίνητο; Αν το παίρναμε, θα μπορούσες να το έχεις εδώ για τις εντός της περιοχής σου μετακινήσεις κι όταν χρειάζεται να κάνεις επισκέψεις στις περιοχές των δανείων, να τις κάνεις με αυτό κι ότι μας προκύψει από αυτές, κέρδος θα είναι.

  – Δεν κάνει πολλά του είπα αυθόρμητα. Άντε να κάνει εκατόν πενήντα χιλιάρικα.

 – Τα έξοδα του ενοικιασμένου αυτοκινήτου δεν είναι λιγότερα είπε. Γι’ αυτό λοιπόν, αύριο κιόλας το πρωί θα δώσω εντολή στο λογιστήριο να σου δώσει τα χρήματα και εσύ πήγαινε να βρεις ένα μικρό όπως είπαμε αυτοκίνητο.

 Την άδεια του όμως, θέλω να τη βγάλεις στο όνομά σου. Δεν θέλω να έχω σχέσεις εγώ με αυτοκίνητα, τα οποία μάλιστα να ανήκουν στην εταιρεία.

  Μετά από όσα είπαμε εδώ και σήμερα πάντως, έχω να παρατηρήσω κάτι για σένα. Δεν ήθελες και ούτε είχες πρόθεση να προσβάλεις εμάς και το έργο μας. Απλά, ο τρόπος που μιλάς είναι λίγο αψύς.

 Επειδή μου φαίνεσαι ειλικρινής όμως, ξέχασε όσα σου είπα πριν και κοίταξε να κάνεις αύριο το πρωί κιόλας αυτό που συμφωνήσαμε. Πήγαινε τώρα στο σπίτι σου και εγώ θα βρω τρόπο να πάω στο αεροδρόμιο.

 Έχω όμως να σου πω και κάτι ακόμη. Μη βασίζεσαι μόνον σε όσα ξέρεις και σε όσα μπορείς. Κοίταξε να οργανωθείς κάπου. Οπουδήποτε. Δεν έχει σημασία το που. Ακόμη και στους προσκόπους.

 Όπως άκουσες να σου το λέω αυτό πολλές φορές, αν δεν οργανωθείς κάπου, δεν θα μπορέσεις να πας πουθενά παραπάνω από εδώ που βρίσκεσαι τώρα.

 Εδώ θα μείνεις λοιπόν και πολύ θα σου είναι, γιατί δεν θα μπορέσεις να στηρίξεις την θέση σου μόνος σου, όσο καλός κι αν είσαι στην δουλειά σου. Κατάλαβες;

 – Κατάλαβα, του είπα.

 Κι αφού δώσαμε τα χέρια με τον γενικό μας διευθυντή, έφυγα εγώ για το σπίτι μου και αυτός για το αεροδρόμιο. Την άλλη μέρα κιόλας όπως το συμφωνήσαμε, όντως πήρα το μικρό αυτοκίνητο, το οποίο κράτησα πέντε χρόνια στην διάθεση μου κι έκανα αρκετά ταξίδια με αυτό στην επίμαχη περιοχή των δανειοδοτήσεων.

 Για την ιστορία όμως το αναφέρω κι αυτό, ότι εκείνο το κύριο και σοβαρό θέμα που αφορούσε την οικονομική πολιτική που εμείς επιβάλαμε στους πελάτες μας, ούτε το είδαμε να υπάρχει, ούτε το εντοπίσαμε να μας ροκανίζει, αλλά ούτε και το λύσαμε φυσικά, γι’ αυτό και δεν ξέφυγα ούτε ώρα από την ημερομηνία της κατάρρευσης μας, την οποία με μαθηματική ακρίβεια τους υπολόγισα ότι θα μας συμβεί, στην γραπτή αναφορά που τους έστειλα τότε και πέρασε απαρατήρητη.

 Δυστυχώς για μένα όμως, όπως και για όλους όσους εργαζόταν τότε στην ίδια εταιρεία και πόνταραν στο όνομα της πολλά χρόνια από την ζωή τους, βρέθηκα τόσο εγώ όσο κι αυτοί άνεργοι, όταν μοιραία αποδυναμώθηκε πια αυτή εξαιτίας της συμπεριφοράς μας, γι’ αυτό και ψάχναμε να βρούμε μια οποιαδήποτε δουλειά για μας, έστω κι αν καθόλου δεν μας βοηθούσε πια η ηλικία μας.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *