Ο Κρητικός και η βεντέτα

 Συνέχεια από το προηγούμενο.

kriti Και ο Κρητικός ήταν ξυπνητός εκείνη την ώρα, αν και αυτός μονίμως λαγοκοιμόταν, για τον λόγο ότι ζούσε μέσα σε μια συνεχή βεντέτα, αυτήν που κληρονόμησε ως μέλος της οικογενείας του και φοβόταν να κοιμηθεί, μη χάσει κοιμισμένος από αντίποινα την εικοσάχρονη ζωή του.

 Ανέκαθεν η οικογένεια του βρισκόταν σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο των αντιποίνων και μονίμως έχανε τα μέλη της, όπως και αφαιρούσαν τα μέλη της οικογένειας με την οποία βρισκόταν σε διαμάχη, διατηρώντας μια ατελείωτη βεντέτα που πουθενά δεν έβγαζε, παρά μόνον στον αφανισμό τους αντρικού τους πληθυσμού, την οποία δεν μπορούσαν να διακόψουν, εγκλωβισμένοι μέσα στην αρρωστημένη τους συνήθεια.

 Το τελευταίο αρσενικό της οικογενείας του ήταν αυτός, γι’ αυτό και μόνος του έπρεπε να προστατεύει τον εαυτό του, αν δεν ήθελε να βρεθεί νεκρός στα είκοσι του χρόνια. Προστατεύοντας τον εαυτό του λοιπόν ο Κρητικός, ήταν αδύνατον να κοιμηθεί, γι’ αυτό και τον άκουσα να μου λέει έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.

 – Πες μας μωρέ και τίποτε νέα από τον έξω κόσμο. Γιατί ξαπλώνεις χωρίς να πεις ούτε μια λέξη;

 Το είπε αυτό ο Κρητικός, γιατί ούτε και έξω από το στρατόπεδο έβγαινε ποτέ, γιατί εκεί θα ήταν ευκολότερος στόχος γι’ αυτούς που πιθανόν τον έψαχναν παντού, προκειμένου να τον χαλάσουν, όπως το έλεγε ο ίδιος.

 Και δεν ζούσε ανάμεσα μας μόνον φοβισμένος, αλλά αχόρταγος ήταν από τα νέα του έξω κόσμου, όπως και από το φαγητό που ποτέ του δεν τον χόρταινε.

  Ήταν μια σειρά μικρότερος από μένα και τον είχα κοντά μου από τότε που είχα στην ευθύνη μου την αποθήκη του εφοδιασμού. Με σήκωνε την νύχτα και μου ζητούσε να του δώσω κάτι να φάει, γιατί δεν χόρταινε από το φαγητό που μας έδιναν, αν και αυτό ποτέ δεν ήταν λίγο.

 Καθόταν πάντα μόνος με την πλάτη του κολλημένη στον τοίχο και πάντα λαγοκοιμόταν όπως είπα, γιατί όπως έλεγε ήταν ο στόχος στην βεντέτα του χωριού του και γι’ αυτόν τον λόγο, φοβόταν ακόμη και την σκιά του.

 Δεν έκανε παρέα με κανέναν και δεν μιλούσε σε κανένα, για να μη χαλαρώσει το άγρυπνο μάτι του και την πάθει από εκεί που δεν το περιμένει.

 Απηύδησα μέχρι να τον πείσω, ότι δεν κινδυνεύει τουλάχιστον από μένα. Αυτός όμως εμπιστευόταν μόνον τον εαυτό του, γιατί αυτός ήταν ο μόνος σταθερός και σίγουρος φύλακας του.

 Από μένα, όπως και από όλους όσους τον πλησίαζαν κρατούσε πάντα επιφυλάξεις, γι’ αυτό πολλές φορές τον έπιασα να με ψάχνει με διάφορες ερωτήσεις, μη τυχόν και ανακαλύψει μέσα από αυτές κάτι πονηρό στις προθέσεις μου, ώστε να προλάβει πρώτος αυτός να τραβήξει το μαχαίρι που κρατούσε και το είχε καλά κρυμμένο στην ζώνη του, για να υπερασπιστεί την ζωή του.

 Και δεν είχε μόνον ένα μαχαίρι επάνω του. Παντού είχε κριμένα  μαχαίρια, ακόμη και εκεί που δεν μπορούσε κανείς να το σκεφτεί, μα μικρά, μα μεγάλα ήταν αυτά, ώστε αν του πάρουν με κάποιο τρόπο το ένα, να μπορεί εύκολα να τραβήξει από την κρύπτη του το επόμενο, αν χρειαζόταν.

 Δεν μπορούσε ο φουκαράς να ζήσει ούτε ένα λεπτό ήσυχος και πάντα μέρα και νύχτα ήταν σε αυστηρή επιφυλακή. Ωστόσο, δεν μπορούσα να βλέπω εκείνο το παιδί να ζει έτσι βασανιστικά, λόγω αυτής της κακής Κρητικής συνήθειας, που αν και για μένα ήταν ακατανόητο το να ζουν οι άνθρωποι με αυτόν τον ακατάπαυστο και βασανιστικό φόβο, γι’ αυτόν όμως ήταν τρόπος ζωής πλέον και με πολύ βαθιές και ατσάλινες ρίζες.

 Δεν μπορούσε να αλλάξει από μόνος του τον τρόπο ζωής του, όσο και αν ήθελε να ζήσει και αυτός σαν ελεύθερος άνθρωπός, γιατί δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να ελευθερωθούν πρώτα οι αλυσοδεμένες συνήθειες του τόπου του.

 Γι’ αυτό λοιπόν και όταν επιτέλους μετά από πολύ υπομονή πείστηκε ότι πράγματι δεν κινδύνευε από μένα, τότε μόνον μου εμπιστεύτηκε την ζωή του και ζήτησε να τον προσέχω όταν αυτός θα κοιμόταν τουλάχιστον τα μεσημέρια και αυτό ήταν το κρυφό μας μυστικό.

 – Και σε αγαπώ μωρέ που μου κάνεις παρέα στον πόνο μου, έλεγε, αλλά και σε φοβούμαι, μη τυχόν είσαι εσύ αυτός που βάλανε οι εκδικητές της φαμίλιας μου να με χαλάσεις, όταν εγώ θα έχω παραδοθεί στην φιλία που μου δείχνεις.

 – Μη φοβάσαι ρε, τον καθησύχαζα. Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να βάλει εμένα να σου κάνω κακό.

 – Εσύ καλά τα λες, έλεγε. Εγώ όμως και σε χρειάζομαι και σε φοβούμαι.

 Του έδωσα το κρεβάτι μου ώστε να κοιμάται στην γωνία, προκειμένου να ελέγχει τουλάχιστον την μία του πλευρά και αυτό πάλι το έκανε μετά από πολύ δική μου επιμονή και με αντάλλαγμα να βγει στην αναφορά της μοίρας για δεύτερη φορά και να ζητήσει από τον διοικητή μας επιπλέον περίσσευμα φαγητού, γιατί ούτε με την διπλή μερίδα που του έδιναν χόρταινε.

 – Θα γίνω ρεζίλι μωρέ, έλεγε με την βαριά Κρητική του προφορά, αλλά και βγήκε στην αναφορά να ζητήσει περισσότερο φαγητό όπως του το απαίτησα.

 Γέλασαν βέβαια όλοι με τον Κρητικό που δεν χόρταινε, αλλά από τότε και μετά, έτρωγε μέσα από μια χύτρα των είκοσι πέντε μερίδων, που την έκανε μισή από ό, τι φαγητό είχαμε, όπως και μισή παρόμοια χύτρα σαλάτα όταν είχαμε ντομάτες που του άρεσαν πολύ, τις οποίες ήθελε με μπόλικο λάδι.

  Από ψωμί δε, είχε όσες κουραμάνες ήθελε. Δεν ήταν χοντρός, αλλά ψηλό και γεροδεμένο άτομο, όπως ήταν και υπερβολικά δυνατός. Απορούσα γιατί φοβόταν αυτό το θηρίο, αφού ούτε να σκεφτεί μπορούσε κανείς να τα βάλει μαζί του. Αυτός όμως έδειχνε το μαχαίρι του και μου έλεγε.

 – Δεν μπορείς να φανταστείς μωρέ, πόσα θηρία σαν και του λόγου μου είναι ξαπλωμένα και θαμμένα χαμέ από ετούτο εδώ, όταν κάτι άνθρωποι σαν ψείρες τους χάλασαν την ώρα που τους βρήκαν να κοιμούνται. Για δαύτο μωρέ και εγώ ποτέ δεν κοιμούμαι.

 Από τότε και μετά όμως ήμασταν κολλητοί, γι’ αυτό και του έλεγα όσα εγώ συναντούσα στις διαδρομές μου, γιατί μέσα από την δική μου ελεύθερη ζωή, ζούσε κι αυτός μια στάλα ελευθερίας.

 Με ξυπνούσε κατά τις δύο την νύχτα όμως και τον πήγαινα στην αποθήκη μου όταν την είχα πριν από ένα χρόνο και αφού έκοβε εκεί δύο τρεις φέτες από την κουραμάνα που του έδινα, τις πότιζε μετά με λάδι από την βρύση του βαρελιού και από πάνω έριχνε δύο κουτάλια της σούπας ζάχαρη στην κάθε μια.

 Όταν τις έτρωγε αυτές, έκοβε άλλες δύο ή τρεις ανάλογα με την πείνα του, στις οποίες άδειαζε ένα ολόκληρο κουτί με συμπυκνωμένο ζαχαρούχο γάλα. Ενώ τις έτρωγε κι αυτές με μεγάλη βουλιμία, έλεγε σε μένα.

 – Φάγε και εσύ μωρέ. Έτσι να μου κάνεις παρέα και για να μη τρώω μόνος μου.

 Έτρωγε πολύ αλλά ήταν και πολύ γερό άτομο όπως είπα και ήταν τόσο γερός μάλιστα που μια μέρα με εξέπληξε με την υπερφυσική του δύναμη.

 Προσπαθούσα με την βοήθεια τεσσάρων στρατιωτών, να κατεβάσω από το φορτηγό μου ένα βαρέλι με λάδι, μικτού βάρους περί τα διακόσια πενήντα κιλά. Προκειμένου να απορροφηθούν οι συνέπειες της πτώσης του βαρελιού στο έδαφος, έβαλα γι’ αυτόν τον σκοπό κάτω από την πόρτα του αυτοκινήτου μου ένα παλιό λάστιχο όπως ήξερα από πείρας.

 Την στιγμή λοιπόν που εμείς ετοιμαζόμασταν να ρίξουμε το βαρέλι από το αυτοκίνητο πάνω στο παλιό λάστιχο, εμφανίστηκε έξω από την αποθήκη μου ο Κρητικός. Μόλις κατάλαβε, το τι θέλαμε να κάνουμε φώναζε.

 – Σταθείτε μωρέ. Τι κάνετε;

 Ήρθε κοντά μας μετά και πριν πει την γνώμη του για το πως πρέπει να κατεβάσουμε το βαρέλι απ’ το αυτοκίνητο, όπως περίμενα εγώ να κάνει, έπιασε με τα χέρια του το βαρέλι και αφού το κατέβασε από το φορτηγό κρατώντας το ακουμπισμένο πάνω στο στήθος έλεγε σε μένα.

 – Πού το θέλεις μωρέ;

 Άφωνος εγώ απ’ όσα έβλεπα του έλεγα αμήχανα, σαν να μην ήξερα πόσο βαρύ ήταν.

 – Μέσα στην αποθήκη το θέλω, αλλά πως θα το πας μόνος σου;

 Δεν ξέρω πως ή τι έκανε, αλλά ώσπου να πάω μέσα στην αποθήκη εγώ τρέχοντας πίσω του, αυτός το είχε ήδη τοποθετήσει στην ειδική θέση που ήξερε ότι το βάζουμε, δεδομένου ότι το επισκεπτόταν όπως είπα κάθε βράδυ.

 Θαύμασα την απίστευτη δύναμη αυτού του παιδιού, που την απέδωσα στο λάδι που έτρωγε με το ψωμί την νύχτα, γι’ αυτό και από τότε και μετά, έτρωγα και εγώ μαζί του μια φέτα από την κουραμάνα βουτηγμένη στο λάδι, μόνο που εγώ έριχνα πάνω σ’ αυτήν αλάτι και όχι ζάχαρη όπως έκανε εκείνος.

 Χαιρόταν όταν με έβλεπε να τρώω και εγώ μαζί του, γι’ αυτό και έλεγε.

 – Έτσι μωρέ. Να τρως και εσύ.

 Όταν ήταν η σειρά του να μπει και αυτός κάπου υπηρεσία, ζητούσε από τον αρχιλοχία να τον βάζει μονίμως σκοπό, έστω και αν ήταν μόνος στην σκοπιά όλη την νύχτα, αφού ούτως ή άλλως ποτέ του δεν κοιμόταν.

 Δεν ήθελε να μπαίνει περίπολο, γιατί αναγκαζόταν να προστατεύει τον εαυτό του από αυτόν που θα ήταν μαζί του για δύο ώρες. Αν για κάποιο λόγο δεν ταίριαζε το πρόγραμμα και τον έβαζαν κατ’ ανάγκη να κάνει εσωτερικά του στρατοπέδου περίπολο, τότε άλλαζε με κάποιον άλλον που ήταν σκοπός, ή αν βόλευε σε μένα, ζητούσε να του κάνω εγώ παρέα και άφηνε ελεύθερο τον άλλον στρατιώτη, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο όπως έλεγε.

 Ένα τέτοιο βράδυ λοιπόν που κάναμε μαζί εσωτερικά του στρατοπέδου περίπολο, δώδεκα με δύο το πρωί δηλαδή, βάλαμε στο πρόγραμμα μας να πάμε στην αποθήκη μου για το γνωστό μεταμεσονύκτιο φαγητό μας, μετά το πέρας της υπηρεσίας του.

 Εκεί που βαδίζαμε όμως πλάι πλάι και κουβεντιάζαμε, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι ξέχασα να του κρατήσω την καθιερωμένη κουραμάνα του. Σαν είδε αυτός να σταματώ ανησύχησε και έλεγε κοιτώντας γύρω του, μη τυχών και μας επιτεθεί κανείς.

 – Τι έγινε μωρέ. Γιατί μαρμάρωσες;

 – Ξέχασα, του είπα να σου κρατήσω κουραμάνα.

 – Ξέχασες; Και τι θα φάμε μωρέ τώρα;

 – Έλα ρε, πως κάνεις έτσι; Όλο το φαγητό σκέφτεσαι. Μείνε και μια φορά νηστικός του είπα και αυτό το είπα έτσι, μέχρι να σκεφτώ τι να κάνω.

 – Τι λες μωρέ; Πως θα βγάλω εγώ την νύχτα νηστικός;

 – Καλά ρε, μη στεναχωριέσαι. Να, θα μπούμε στα εστιατόρια από εκεί που έχουν το παράθυρο ανοικτό μόλις φτάσουμε εκεί κοντά και θα πάρεις όχι μια, αλλά δύο κουραμάνες άμα θέλεις.

 Μπροστά στην πείνα του αυτός δεν έβαζε τίποτε, γι’ αυτό και παρατώντας την περιπολία, πήγαμε να σταθούμε κάτω από το ανοιχτό παράθυρο του εστιατορίου μας.

 Φτάνοντας εκεί όμως, διαπιστώσαμε ότι αυτό βρισκόταν πολύ ποιο ψηλά από εκεί που εμείς το υπολογίζαμε, γι’ αυτό και μόνος του δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει όπως έβαζε με τον νου του. Πολύ τον στεναχώρησε αυτό, γι’ αυτό και έλεγε με παράπονο μικρού παιδιού.

 – Δεν μπορώ να ανέβα εγώ εκεί πάνω μωρέ. Τι θα κάνω τώρα;

 Τον λυπήθηκα τον φουκαρά, γι’ αυτό και σκέφτηκα να τον βοηθήσω.

 – Σκύψε του είπα να ανέβω στους ώμους σου και μετά να σηκώνεσαι σιγά σιγά μη πέσω κάτω και με λίγη προσοχή, θα μπω εγώ μέσα να σου φέρω την κουραμάνα.

 Ούτε δευτερόλεπτο δεν το σκέφτηκε ο Κρητικός. Αφού με ανέβασε στους ώμους του, πράγματι πέρασα στο εσωτερικό της τραπεζαρίας, από όπου και έκλεψα εγώ μια κουραμάνα, για να φάει αυτός που δεν μπορούσε να ελέγξει την ακατάσχετη πείνα του.

 Αυτά έκανα εκείνο το διάστημα για τον Κρητικό, αλλά από τότε που ήμουν οδηγός στους Αμερικάνους πλέον, δεν μπορούσα να κάνω και πολλά για την δική του πείνα, γι’ αυτό και μονίμως τον άκουγα να μου λέει κάθε βράδυ πιεστικά.

 – Φέρε μας μωρέ και τίποτε Αμερικάνικο να φάμε.

 Το μόνο που μπορούσα να του φέρω από εκεί, ήταν κάτι τσιπς που τα έβρισκα σε μεταλλικές κονσέρβες και αυτά πάλι δεν ήταν από πατάτες, αλλά από χοιρινό δέρμα. Τα έτρωγε ο αρχιλοχίας τους αυτά όταν έπινε τις μπύρες του στην ώρα του κινηματογράφου. Γελούσαν οι υπόλοιποι όταν έβλεπαν κι εμένα να κάνω το ίδιο και όσο αν το έψαχνα αυτό, δεν καταλάβαινα τον λόγο που το έκαναν.

 Όπως σας είπα, δεν ήξερα Αγγλικά, γι’ αυτό και δεν ήξερα τι ακριβώς έγραφε έξω από το κουτί με τα τσιπς. Έβλεπα την φωτογραφία τους όμως έξω από το μεταλλικό κουτί και αυτό με καθησύχαζε, γιατί τσιπς έβλεπα στην φωτογραφία.

 Μια μέρα όμως με ρώτησε ο αρχιλοχίας γελώντας, όταν έβλεπε να τρώω με ευχαρίστηση τα τσιπς μέσα από το κουτί που κρατούσα.

 – Σου αρέσουν αυτά τα τσιπς;

 – Ναι, του είπα μου αρέσουν και νόστιμα είναι. Μόνον που αφού τα φάω και μετά, με πονάει το στομάχι μου και έχω μεγάλο βάρος.

 Πήρε αυτός το κουτί από το χέρι μου και μου έδειξε να δω μια μικρή λέξη που έγραφε πιγκ. Είχα δει βέβαια εκείνη την λέξη, αλλά για τα δικά μου Αγγλικά, σήμαινε μόνο γουρούνι κι επειδή δεν μπορούσα να φανταστώ τα πατατάκια να γίνονται από χοιρινό κρέας, κανέναν δεν ρώτησα να μου πει τον λόγο που πάνω σε κείνο το κουτί αναφερόταν η λέξη πιγκ.

 Ρωτούσε όμως εμένα ο αρχιλοχίας γελώντας να του πω αν ήξερα, τι ακριβώς σήμαινε εκείνη η λέξη.

 – Από όσα ξέρω, του έλεγα σημαίνει γουρούνι, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί το γράφει αυτό πάνω στο κουτί με τα τσιπς.

 Γελούσε βέβαια αυτός και μαζί με αυτόν γελούσαν και οι υπόλοιποι που άκουγαν αυτά του έλεγα, αλλά και μου εξήγησε στο τέλος, όχι μόνον το πως, αλλά και το από τι γινόταν εκείνα τα τσιπς που τόσο πολύ μου άρεσαν όταν τα έτρωγα, αλλά και με πονούσε το στομάχι.

 – Παίρνουν το χοιρινό δέρμα, έλεγε και αφού του αφαιρέσουν τις τρίχες του ρίχνοντας επάνω του με πίεση πολύ ζεστό νερό, μετά το κόβουν σε λεπτές λωρίδες. Τις κόβουν μετά αυτές σε ακόμη ποιο μικρά κομμάτια και έτσι γίνονται αυτά τα τσιπς που βλέπεις και σου αρέσουν όταν τα τρως. Αν όμως έχεις πρόβλημα με το στομάχι σου, καλύτερα να μην τα βάλει ξανά στο στόμα σου.

 Αφού έμαθα πως και από τι ήταν φτιαγμένα εκείνα τα τσιπς, ποτέ μου δεν τα έφαγα ξανά και όσα απ’ αυτά τα κουτιά μου έμειναν μέσα στην καναδέζα και ήταν κρατημένα εκεί για ώρες ανάγκης, τα έδωσα όλα στον Κρητικό, ο ποιος και ευχαρίστως τα έτρωγε λέγοντας.

 – Αυτά μωρέ είναι πολύ καλά, γιατί δεν τα τρως εσύ; Εμένα πάντως να ξέρεις και μου αρέσουν και την πείνα μου κρατούν. Για δαύτο, άμα και το μπορείς αυτό, θέλω να μου φέρνεις κάθε βράδυ και ένα κουτί απ’ αυτά.

 Του τα έφερνα εγώ αφού μου τα ζητούσε και όλη την νύχτα μασουλούσε για να μένει πιο εύκολα ξυπνητός, για τους δικούς του λόγους όπως είπα.

Συνεχίζεται.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *