Ο χρεώστης και η κατσίκα του

mixail-150x1501Όφειλε από καιρό αυτός στο πατέρα μου και δεν μπορούσε να εξοφλήσει το χρέος του. Για να εξοφλήσει λοιπόν εκείνο το χρέος, έφερε την κατσίκα του στο μαγαζί μας, λέγοντας στον πατέρα μου.

 – Σου χρωστώ χρήματα και δεν έχω να σου τα δώσω. Αντί του χρέους μου λοιπόν, κράτησε αυτή την κατσίκα.

 Σκέφτηκε για λίγο ο πατέρας μου την ανταλλαγή που του πρότεινε και αμέσως μετά, είπε στον χρεώστη.

 – Τι να την κάνω ρε τη κατσίκα σου; Σε ποιόν να την δώσω και να πάρω πίσω την αξία του χρέους σου;

 – Εννιά οκάδες γάλα την ημέρα δίνει η κατσίκα μου, είπε εκείνος, και εσύ μου λες ότι θα δυσκολευτείς να τη μεταπωλήσεις;

 – Από που ρε θα βγάλει εννιά οκάδες γάλα μια κατσίκα; Τι είναι αυτά που μας λες; Εμάς ήρθες να κοροϊδέψεις; Οι αγελάδες με το ζόρι κατεβάζουν πέντε οκάδες γάλα και μια κατσίκα θα κατεβάσει εννιά;

 – Η κατσίκα μου, επέμενε να λέει αυτός, είναι Μαλτέζα και όπως σου λέω, κατεβάζει εννιά οκάδες γάλα. Βλέπεις αυτά τα σκουλαρίκια που κρέμονται κάτω από το σαγόνι της; Βλέπεις τα μαστάρια της πόσο μεγάλα είναι; Γι’ αυτό και τα έχουμε έτσι χωμένα μέσα σε τορβά. Εμένα πάντως, εννιά οκάδες γάλα μου δίνει η κατσίκα μου, συμπλήρωσε. Άνετα μπορείς να την μεταπωλήσεις σε όποιον ενδιαφέρεται.

 – Εμάς και δυο οκάδες γάλα μας φτάνουν του είπε ο πατέρας μου. Αν μας δίνει έστω και τόσο, θα κρατήσω εγώ την κατσίκα, γιατί έχω παιδιά και πρέπει να πίνουν γάλα.

 – Κράτησε την και θα με θυμηθείς, είπε αυτός και έτσι έληξε το δικό του χρέος.

 Ξεφορτώθηκε βέβαια αυτός το δικό του χρέος, αλλά φορτώθηκα εγώ την κατσίκα, γιατί αμέσως μετά, γύρισε σε μένα ο πατέρας μου και αφού με κοίταξε καλά καλά, είπε.

 – Και κατσίκα σε πήρα να πίνεις όσο γάλα θέλεις. Ανάλαβε τώρα την φροντίδα της και κοίταξε να μαθαίνεις πως είναι το να βόσκει κανείς γίδια, γιατί αν συνεχίσεις να μην διαβάζεις και αφού δεν έχεις το νου σου στο μαγαζί, μάλλον θα σε χρειαστεί.

 Πράγματι, ανέλαβα εγώ την φροντίδα της, γι’ αυτό και την τάιζα, την πότιζα, την πήγαινα και βόλτα να βοσκήσει όπου της άρεσε, αλλά του κάκου, παραπάνω από μια οκά γάλα την ημέρα δεν μας έδινε αυτή.

  Απογοητευμένος ο πατέρας μου από μένα, γιατί παρά τους εκφοβισμούς που μου έκανε με κείνη την κατσίκα, εγώ δεν κατάφερνα να διορθωθώ στο σχολείο, αφού παρέμενα ανορθόγραφος. Απογοητευμένος και πάλι μαζί μου, αφού μάλλον προτιμούσα να παίζω μπάλα στις αλάνες, από το να μένω μαζί του και να μαθαίνω δίπλα του, όσα αυτός ήθελε να μάθω. Απογοητευμένος και αρκετά πειραγμένος από αυτόν που αντάλλαξε το χρέος του με κείνη την κατσίκα, που δεν μπορούσε να καλύψει ούτε τις δικές μας ανάγκες σε γάλα, αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα για όλους μας, να τη φάμε.

 Ανακοίνωσε λοιπόν την απόφαση του, γι’ αυτό και κάλεσε γνωστούς και φίλους να συμμετάσχουν στο φαγοπότι και στο σουαρέ που θα τους ετοίμαζε. Όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούσαμε να φάμε μόνοι μας μια ολόκληρη κατσίκα.

 Αποφασίστηκε λοιπόν, να τη φάμε με πατάτες στο φούρνο γιορταστικά, το μεσημέρι της Κυριακής που μας πλησίαζε. Το ψήσιμο της, ορίστηκε να το κάνει ο γείτονας μας, αφού και τσέλιγκας ήταν και δικό του κτιστό και μεγάλο φούρνο είχε, και έμπειρος ψήστης ήταν.

  Άρχισαν λοιπόν οι προβλεπόμενες γι’ αυτό το σκοπό ετοιμασίες και από το απόγευμα του προκαθορισμένου Σαββάτου, όλα ήταν έτοιμα. Άφησαν τη κατσίκα όλη τη νύχτα στο φούρνο να ψήνεται σε σιγανή φωτιά και όπως ήταν συνήθεια, κάλεσαν κατ’ ανάγκη στο σουαρέ και τη συμμετοχή της αστυνομική αρχής, τον ενωμοτάρχη του χωριού μας δηλαδή.

 Ήταν και κουμπάρος μας αυτός, αφού τον πάντρεψε ο πατέρας μου λαθραία, δεδομένου ότι δεν ήταν τότε τριάντα δύο χρονών όπως όριζε ο νόμος και πάλι, ποιος άλλος είχε λεφτά τότε να γίνει κουμπάρος;

 Όπως έκαναν και πολλοί άλλοι, ήρθε και αυτός στον πατέρα μου μια μέρα και τον παρακάλεσε.

 – Πάντρεψε μας Κώστα, γιατί είναι έγκυος η γυναίκα μου και πώς να πάμε στην  εκκλησία με φουσκωμένη τη κοιλιά της νύφης; Εκτός αυτού, πως να φέρουμε ένα παράνομο παιδί στον κόσμο, περιμένοντας να μεγαλώσω εγώ κατά δύο χρόνια;

 Έστρωσε λοιπόν το τραπέζι η μητέρα μου, στο μικρό και μοναδικό μας δωμάτιο και έβαλε γύρω από αυτό τις ανάλογες καρέκλες. Μοίρασε τα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια στις θέσεις των επισκεπτών κι εμείς μείναμε με τα καλά μας, όπως ήμασταν από την εκκλησία, έτοιμοι να τους υποδεχθούμε.

 Όταν πια ένας ένας μαζεύτηκαν όλοι, στρωθήκαμε στις θέσεις μας, περιμένοντας το γείτονα μας να φέρει την ψημένη κατσίκα. Δεν έβαλε η μητέρα μου πολλά πράγματα στο τραπέζι, από φόβο μη τυχόν και χορτάσουν οι καλεσμένοι με τα άλλα και μας μείνει η κατσίκα αφάγωτη.

 Αυτός ήταν κι ο λόγος, που μόλις εμφανίστηκε αυτός με τα ταψιά και τη ψημένη κατσίκα, την μοίρασε αμέσως η μητέρα μου στα πιάτα των συμμετεχόντων.

 Εγώ δεν έτρωγα καθόλου κρέας τότε, γι’ αυτό και το πρώτο πιάτο το έφερε σε μένα ο πατέρας μου, κάνοντας μου και το απαραίτητο σχόλιο.

 – Για να δούμε; Θα φας τώρα λίγο από το ψημένο κρέας να δυναμώσεις;

 Για να του κάνω το χατίρι, πήρα ένα κομμάτι με το πιρούνι όσο με κοιτούσε και το έβαλα στο στόμα μου. Μόλις όμως πήρε τα μάτια του από πάνω μου, σηκώθηκα από την καρέκλα μου και βγήκα τρέχοντας έξω στην αυλή, όπου και το έφτυσα. Ήταν τόσο πολύ πικρό το κρέας της κατσίκας, που δεν τρώγονταν με τίποτε.

 Με τα πιρούνια στα χέρια τους οι καλεσμένοι, είχαν τον νου τους στο σερβίρισμα, γι’ αυτό και δεν έδωσαν σημασία όταν με είδαν να τρέχω προς τα έξω. Όταν όμως ήρθε η ώρα να την δοκιμάσουν και αυτοί, τότε  έφτυναν με την σειρά τους το κρέας της στο πιάτο τους, φωνάζοντας.

 – Δεν τρώγεται ρε η άτιμη, τι την ταΐζατε; Δηλητηριασμένη είναι;

 Ενώ έλεγαν αυτά, κοιτούσαν με απορία τον πατέρα μου, που ακόμη δεν την είχε δοκιμάσει. Ντράπηκε ο φουκαράς γιατί πήρε τέτοια τροπή το πράγμα, γι’ αυτό και τα έβαλε με τον άνθρωπο που μας την πούλησε.

 Τα έβαλε και με μένα όμως, γιατί δεν πρόσεχα εγώ, τι έτρωγε βόσκοντας η κατσίκα. Ζητούσε συγνώμη στη συνέχεια από τους καλεσμένους του, ενώ κοιτούσε έκπληκτος τον ενωμοτάρχη, που έτρωγε ανενόχλητος και έλεγε ευχαριστημένος.

 – Γιατί δεν τρώτε ρε παιδιά; Νόστιμη είναι.

 Έληξε άδοξα εκείνο το σουαρέ και όπως ήταν επόμενο, μείναμε όλοι νηστικοί. Έμεινε και ο πατέρας μου όρθιος στη πόρτα να ξεπροβοδίζει τους καλεσμένους μας και να τους υπόσχεται, ότι θα κάνει το σουαρέ άλλη φορά και αυτό πάλι, τους το έλεγε έτσι, για να εξιλεωθεί.

 Σε φιάσκο κατέληξε όπως είδατε εκείνο το τραπέζωμα και ο πατέρας μου, πολύ στεναχωρήθηκε για το αναπάντεχο αποτέλεσμα.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *