Παγιδευμένος στις γραμμές του τρένου

mixail-150x1501  Η εγωιστική συνήθεια μας, αυτή δηλαδή που μονίμως εντρυφεί μέσα μας και συνεχώς μας σπρώχνει να πιστεύουμε, ότι μόνοι μας ήμαστε σ’ αυτήν την ζωή κι ότι όλα μόνοι μας τα κάνουμε και χωρίς την βοήθεια και την ανοχή κανενός, συνέβαλε και τότε δυστυχώς για μένα, ώστε να ξεχάσω εξαιτίας της, όχι μόνον τους γονείς μου όπως ανέφερα στο προηγούμενο, άλλα και πολλά άλλα, τα οποία εγώ ειδικά έπρεπε να θυμάμαι διαρκώς και μάλιστα με την προσθήκη πολλών ευθυνών.

  Ενοχλημένοι οι γονείς μου από την αδικαιολόγητη γι’ αυτούς απουσία μου από την καθημερινότητα τους, καλά έκαναν τότε και απερίφραστα μου εξέφρασαν την δυσφορία που ένιωθαν για την συμπεριφορά μου, δεδομένου ότι δεν είναι και πολύ σωστό το να ξεχνά κανείς τους γονείς του.

 Κι αν δεν είναι σωστό αυτό, πόσο σωστό είναι άραγε, το να ξεχνά κανείς Αυτόν, που του παρέχει τα πάντα; Αυτόν που τον διατηρεί στην ζωή προστατεύοντας τον διαρκώς, ατράνταχτα κι από κάθε πλευρά εμφανώς, όπως γίνεται σ’ εμένα;

 Αυτόν, ξέχασα και πάλι και Τον ξέχασα όπως έκανα και με τους γονείς μου, χαμένος μέσα στον φόρτο της βιοτικής μου μέριμνας. Καθόλου δεν δικαιολογώ την συμπεριφορά μου κι όντως δέχομαι ότι είναι πολύ βαρύ ατόπημα το να ξεχνώ εγώ ειδικά, Αυτόν, που ανά πάσα στιγμή βρίσκεται δίπλα μου και μάλιστα χωρίς να Του το ζητώ.

 Ως κατεξοχήν πατέρας όλων μας όμως Αυτός, επέτρεψε να μου συμβεί κάτι εκεί κάτω στον σταθμό και το έκανε με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο, για να με επαναφέρει στην τάξη προφανώς και να μου θυμίσει ότι δεν είναι και τόσο σωστό το να Τον προσπερνώ, αλλά ούτε και να Τον ξεχνώ, σαν να μην μου παρείχε ποτέ και τίποτε, όπως τόσο πρόχειρα έκανα εγώ συμπεριφερόμενος.

 Εκ των πραγμάτων λοιπόν αναγκάζομαι να αναφερθώ και πάλι στο ότι έζησα ξανά την προστασία του Θεού και την έζησα τόσο έντονα και κραυγαλέα μάλιστα, που όσο κι να θα ήθελα να την ξεχάσω ως πρόχειρα συμπεριφερόμενος άνθρωπος, τα πασιφανή γεγονότα, θα το μαρτυρούν αυτό διαπαντός κι από μόνα τους.

 Βεβαίως και σας έχω αναφέρει το γεγονός, ότι δεν είχαμε να κάνουμε και πολλές φορτώσεις στα βαγόνια τους καλοκαιρινούς μήνες, δεδομένου ότι έλειπαν από τον καθημερινό μας εργασιακό φόρτο τα εσπεριδοειδή.

 Ελλείψει αυτών λοιπόν, ελάφρυναν αισθητά όχι μόνον οι δικές μου υποχρεώσεις στον σταθμό, αλλά και το πρόγραμμα όλων όσων εργαζόταν εκεί και στον ίδιο χώρο, παράλληλα με μένα.

 Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε, που τελείωνα αρκετά νωρίς το απόγευμα από τις δουλειές μου, πράγμα που μου επέτρεπε να κάνω παρέα με τους φίλους μου, αλλά και με την αρραβωνιαστικιά μου πλέον, αφού ήδη ήμουν αρραβωνιασμένος.

 Όταν λοιπόν διανύαμε τον Αύγουστο μήνα εκείνης της χρονιάς κι εγώ δεν είχα εξαιτίας αυτού μεγάλο φόρτο εργασιών, περιφερόμουν νωχελικά θα έλεγα στον χώρο της εργασίας μου ένα μεσημέρι κι όπως το έκανα πάντα αυτό, βάδιζα ανάμεσα στα βαγόνια και τις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού.

 Έτσι βαδίζοντας όμως, μου συνέβη κάτι εκεί, το οποίο και παράξενο ήταν και ανεξήγητο ήταν, αλλά και πάρα πολύ έντονα συναισθηματικά το έζησα όπως προτίθεμαι να σας περιγράψω, συν Θεό βεβαίως, αφού κι Αυτός ήταν εκεί κι εμφανώς συμμετείχε σ’ αυτό, επιτρέποντας το.

 Αρκετά τέτοια περιστατικά σας έχω αναφέρει, από αυτά όπου εμφανώς ήταν η βούληση του Θεού δίπλα μου κι όχι μόνον κι αυτό το έκανα από την αρχή αυτής της παρουσίασης, αφού αυτός ήταν και κύριος ο λόγος που με υποχρέωσε να κάνω την καταγραφή που παραθέτω στην διάθεση σας.

 Όλα αυτά βέβαια μου συνέβησαν με τελείως προσωπικό τρόπο, όπως κι αυτό που τώρα επιχειρώ να σας διηγηθώ και νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να το κάνω, αφού κι αυτό έχει κάτι τελείως διαφορετικό να μας διδάξει αν θέλετε.

 Επέβλεπα τις φορτώσεις που είχα να κάνω λοιπόν εκείνη την μέρα κι αφού έδωσα και τις τελευταίες οδηγίες στους εργάτες, πέρασα από τον χώρο φόρτωσης των βαγονιών μου, στον χώρο των γραμμών άφιξης και αναχώρησης αυτών, προκειμένου να ενημερώσω τον σταθμάρχη, για το πόσα βαγόνια φόρτωνα εκείνη την ημέρα, όπως και σε πια γραμμή βρισκόταν αυτά, αλλά και πότε θα ήταν έτοιμα με τις φορτωτικές τους, ώστε να τα προγραμματίσει αυτός προς αναχώρηση.

  Μπήκα λοιπόν στο γραφείο κίνησης του σταθμού κι όπως ήταν απαραίτητο αυτό, κινήθηκα προς το γραφείο του σταθμάρχη ελπίζοντας να τον βρω, αλλά για κάποιο λόγο έλειπε αυτός εκείνη την στιγμή από την θέση του.

 Βγήκα πάλι έξω από το γραφείο του και κοίταξα το ρολόι του τοίχου που υπήρχε στο κτίριο να δω την ώρα, γιατί μου έκανε εντύπωση το ότι δεν συνάντησα κανέναν από τους υπαλλήλους του σταθμού, ούτε μέσα, αλλά ούτε κι έξω από τα γραφεία τους.

  Ήταν τρεις το μεσημέρι εκείνη την ώρα κι όπως του το είχα υποσχεθεί αυτό, πήγα εγκαίρως να ενημερώσω τον σταθμάρχη, αλλά όπως έβλεπα, αυτός δεν ήταν στο γραφείο του.

 Παραξενεύτηκα όπως καταλαβαίνετε από την απουσία όλων τους, γι’ αυτό κι έκανα την σκέψη, ότι λόγω της ζέστης ίσως να πήγαν όλοι μαζί στην πλατεία που βρισκόταν στην μπροστινή πλευρά του κτιρίου των γραφείων τους, εκεί δηλαδή όπου υπήρχε το περίπτερο, αλλά και το μικρό εστιατόριο.

 Προφανώς θα πήγαν να δροσιστούν με κάποιο αναψυκτικό σκέφτηκα κι αφού αυτό πέρασε από το μυαλό, έκανα τον γύρο του κτιρίου και μετά από λίγα βήματα βρέθηκα κι εγώ εκεί.

 Έψαξα με τα μάτια μου δεξιά κι αριστερά στην πλατεία, αλλά τίποτε. Ούτε στο περίπτερο ήταν κάποιος από αυτούς, ούτε στο εστιατόριο, αλλά ούτε και κάπου αλλού τους έβλεπα να υπάρχουν.

 Έμεινα να απορώ λοιπόν. – Μα, που να πήγαν όλοι όσοι έπρεπε αυτήν την ώρα να βρίσκονται στην θέσεις ευθύνης τους;

 Δεν είχα λόγους που να με υποχρεώνουν να κάνω βιαστικές κινήσεις όπως άλλες φορές, γι’ αυτό και με το πάσο μου βαδίζοντας πήγα μέχρι το περίπτερο, αυτό που όπως σας είπα το είχα για γραφείο μου κι από εκεί τηλεφώνησα στα γραφεία της εταιρείας μας, ζητώντας να μου στείλουν σύντομα τις φορτωτικές των βαγονιών που φόρτωνα.

 Μ’ αυτήν την ευκαιρία όμως, ρώτησα και τον περιπτερά να μου πει αν ήξερε τι συμβαίνει, αφού κι αυτός σιδηροδρομικός υπάλληλος ήταν.

 – Που πήγαν όλοι και χάθηκαν βρε Γιώργο κι άφησαν τον σταθμό έρημο;

 Άκουσε το ερώτημα μου ο περιπτεράς, αλλά κι αυτός απορούσε μαζί με μένα κι αυτά μου έλεγε.

 – Δεν ξέρω τι γίνεται. Είναι αρκετή ώρα τώρα, που ούτε κι εγώ βλέπω κάποιον από αυτούς να περιφέρεται στον χώρο των γραμμών. Αφού έχουν υπηρεσία όμως αυτήν την στιγμή, έπρεπε να βρίσκονται, είτε μέσα, είτε έξω από τον χώρο του σταθμού.

 Ίσως πάλι να ξάπλωσαν σε καμία σκιά. Όπως κι εσύ το βλέπεις, κάνει πολύ ζέστη σήμερα. Αλλά, ούτως ή άλλως, είναι τρεις. Έπρεπε κι εσύ να ξέρεις, ότι είναι νεκρή αυτή η ώρα γι’ αυτούς, για τον λόγο ότι δεν περιμένουν την άφιξη καμιάς αμαξοστοιχίας μέσα στο καταμεσήμερο.

Αυτά μου έλεγε ο περιπτεράς κι αφού εγώ είχα ραντεβού με τον σταθμάρχη, επέστρεψα να τον αναζητήσω. Όσο κι αν τον έψαχνα όμως, πουθενά δεν τον έβρισκα, αλλά ούτε και κάποιον άλλον από τους υπόλοιπους υπαλλήλους του σταθμού έβλεπα στην θέση του.

 Αφού δεν γινόταν διαφορετικά λοιπόν, αποφάσισα τελικά να επιστρέψω στον χώρο φόρτωσης των βαγονιών μου, προκειμένου να περιμένω εκεί τουλάχιστον, τις φορτωτικές που ζήτησα να μου φέρουν από τα γραφεία μας.

  Όσο για τον σταθμάρχη; Θα τον συναντούσα αργότερα είπα μέσα μου και μ’ αυτό το σκεπτικό, άρχισα να βαδίζω ανάμεσα στις σιδηροδρομικές γραμμές του χώρου διέλευσης βαγονιών, κατευθυνόμενος προς την μικρή εσωτερική πλατεία του σταθμού κι εκεί όπου φόρτωνα τα βαγόνια μου.

  Επειδή κανένας λόγος δεν με υποχρέωνε να βιάζομαι, θα έλεγα ότι χασομερούσα βαδίζοντας κι όταν έκανα αυτήν την διαδρομή με τον ίδιο τρόπο, από μια κακιά συνήθεια, δεν πατούσα όπως έπρεπε στο έδαφος, αλλά πάνω στης σιδηροδρομικές γραμμές, ακροβατώντας κατά κάποιο τρόπο.

 Το πλάτος βέβαια αυτών των σιδερένιων γραμμών δεν είναι παραπάνω από έξη ή εφτά εκατοστά και για να βαδίσει κανείς πατώντας πάνω σ’ αυτές, θα πρέπει να ισορροπεί, αν δεν θέλει να στραμπουλίξει τους αστραγάλους του πέφτοντας.

 Έτσι λοιπό βαδίζοντας εγώ, θεωρούσα ότι έκανα προπόνηση ισορροπίας, γιατί χωρίς να πέσω ή να γλιστρήσω, κάλυπτα ισορροπώντας αρκετά μέτρα απόστασης πατώντας πάνω σ’ αυτές.

 Το ίδιο ακριβώς έκανα και την ώρα που αναφέρομαι, αν και θυμήθηκα αυτά που πολλές φορές μου έλεγαν οι άνθρωποι του σταθμού, ότι δηλαδή ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έκανα κι ότι έπρεπε να το αποφεύγω.

 Επειδή όμως εγώ ήμουν νεαρός τότε και αρκετά ζωηρός, ποτέ δεν έδινα σημασία στα λόγια τους. Θα προσέχω τους έλεγα και συνέχιζα να κάνω ότι είχα κατά νου μου, σίγουρος ότι ήλεγχα τις κινήσεις μου, αλλά και την έπαθα εκείνη την φορά.

 Και για να μπούμε στο θέμα, σας αναφέρω ότι ο συγκεκριμένος χώρος διέλευσης βαγονιών, καλύπτεται από δέκα κύριες γραμμές, οι οποίες με την προσθήκη ειδικών ψαλιδιών όπως αυτά αναφέρονται, ενώνονται αυτές μεταξύ τους έτσι, που να μπορεί ένα βαγόνι με την συμμετοχή αυτών των ψαλιδιών στο δίκτυο, να περάσει από την γραμμή που βρίσκεται, σε οποιαδήποτε άλλη το στέλνουν να τοποθετηθεί.

 Με την βοήθεια αυτών των ψαλιδιών και της κλήσης που εσκεμμένα έχει δοθεί στην περιοχή, η ειδική γι’ αυτόν τον σκοπό ομάδα σιδηροδρομικών που το εργασιακό τους όνομα ακούει στην λέξη μανόβρα, κάνει συνεχώς ελεγχόμενες μετακινήσεις βαγονιών από την μια γραμμή στην άλλη και μάλιστα από απόσταση, με την βοήθεια της ντιζελομηχανής τους βέβαια.

  Έκανα την παραπάνω αναφορά, για να έδωσα την εικόνα του χώρου, μέσα στον οποίο μου συνέβη το περιστατικό που σας αναφέρω, αυτό που θέλω να σας διηγηθώ έτσι όπως έγινε, την συγκεκριμένη στιγμή που όπως σας είπα, βάδιζα εγώ ισορροπώντας πάνω σε μια ράγα.

 Από μια απλή σύμπτωση λοιπόν όπως το σκέφτηκα εκείνη την στιγμή, καθώς πατούσα με το δεξί μου πόδι στο σημείο συμβολής μιας γραμμής με ένα ψαλίδι, γλίστρησε το παπούτσι που φορούσα και χωρίς να καταλάβω πως έγινε αυτό, έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα στο έδαφος.

 Το ψαλίδι ήταν κλειστό όπως έβλεπα κι αυτό προϋπέθετε ότι αν για κάποιο λόγο ερχόταν ένα βαγόνι μέχρι εκεί, ακολουθώντας την γραμμή πάνω στην οποία εφάπτονταν το ψαλίδι, από εκεί και μετά θα το υποχρέωνε αυτό να αλλάξει πορεία και να τοποθετηθεί σε όποια άλλη γραμμή ήταν προγραμματισμένο να καταλήξει.

 Το ότι έπεσα, δεν ήταν βέβαια και τόσο ανησυχητικό, αν υπολογίσει κανείς ότι το ύψος της ράγας δεν ξεπερνά και πολύ τα δέκα εκατοστά, οπότε το πέσιμο ήταν ανώδυνο για έναν νεαρό σαν κι εμένα.

 Ναι, αλλά έτσι όπως έγινε το πράγμα, το πόδι μου βρέθηκε σφηνωμένο στην κλειστή γωνία, αυτήν που σχημάτιζε το ψαλίδι εφαπτόμενο με την γραμμή που εγώ πατούσα.

 Αυτή η αναπάντεχη κατάληξη του ποδιού μου όμως, είχε σαν συνέπια, το να ακινητοποιηθώ εγώ πλήρως. Θεωρώντας τυχαίο αυτό το περιστατικό, σηκώθηκα από κάτω και με δύναμη τραβούσα το πόδι μου ελπίζοντας να το ελευθερώσω, αλλά δυστυχώς για μένα δεν μπόρεσα να το πετύχω.

 Με πολύ υπομονή επιχείρησα αρκετές φορές ακόμη να κάνω το ίδιο, αλλά άδικος κόπος. Έσκυψα κι έλυσα τα κορδόνια του παπουτσιού μου, σκοπεύοντας να βγάλω πρώτα το πόδι και ύστερα το παπούτσι μου αλλά ούτε κι αυτό πέτυχε, γιατί αν και χαλάρωσε κάπως το σφίξιμο που ένιωθα, το πόδι μου δεν έλεγε να ελευθερωθεί.

 Περιττό δε είναι να σας πω, το πόσες άλλες φορές το προσπάθησα και πόσες άλλες σκέψεις δοκίμασα γι’ αυτόν τον σκοπό, πλην όμως χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Απογοητευμένος από τις άκαρπες προσπάθειες μου, έλεγα μέσα μου.

 – Μα είναι πολύ χαζό αυτό που μου συμβαίνει. Στην πραγματικότητα και να θέλει κανείς να πετύχει επίτηδες αυτό το σφήνωμα, όσο και αν το προσπαθήσει δεν θα μπορέσει να το πετύχει. Πώς όμως σφήνωσε το δικό μου πόδι εδώ, αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω.

 Αυτά σκεφτόμουν εκείνη την στιγμή κι αν θέλετε έδινα κουράγιο στον εαυτό μου, ώστε ξανά και ξανά να επαναλαμβάνει την προσπάθεια μου, αλλά όντως ήταν αδύνατον να ελευθερωθώ.

  Όσο δε σκεφτόμουν, το ρεζιλίκι που με περίμενε και την κοροϊδία πού είχε να πέσει εις βάρος μου, από αυτούς που θα με έβρισκαν εκεί παγιδευμένο, άλλο τόσο αγωνιζόμουν να ελευθερώσω το πόδι μου και συγχρόνως, άλλο τόσο απογοητευόμουν από τον εαυτό μου, αφού ούτε να με ελευθερώσει μπορούσε, αλλά και ανήμπορο με καθιστούσε.

 Εμένα δηλαδή που τίποτε δεν μπορούσε να με σταματήσει, με καθήλωσε ένα χαζό όσο και ανεξήγητο σφήνωμα του ποδιού μου στο ψαλίδι κι επειδή δεν μπορούσα να ελευθερώσω από μόνος μου τον εαυτό μου, πολύ μου κακοφαινόταν.

 Με κακοφαινόταν βέβαια, αλλά κι έτσι όπως ήμουν παγιδευμένος εκεί, τίποτε δεν μπορούσα να κάνω, γι’ αυτό κι αποφάσισα τελικά, ότι μάλλον έπρεπε να ζητήσω βοήθεια από οποιονδήποτε βρισκόταν στην περιοχή, όσο κι αν ντρεπόμουν να το κάνω, αν και κανέναν δεν έβλεπα να κυκλοφορεί στον σταθμό.

 Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρους την ντροπή που αισθανόμουν, άρχισα  στην συνέχεια να φωνάζω σε βοήθεια, ελπίζοντας βέβαια στο ενδεχόμενο να με ακούσουν οι εργάτες τουλάχιστον, αφού όπως σας είπα όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στον σταθμό είχαν χαθεί, αλλά και αυτό μάταιο ήταν.

 Βρε φώναζα, βρε σφύριζα, τίποτε δεν γινόταν. Κανείς δεν άκουγε και κανείς δεν νοιαζόταν για μένα. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, έμεινα αρκετή ώρα στην ίδια δυσμενή θέση κι αφού δεν έβρισκα λύση στο πρόβλημα μου, κινδύνευα από κάποια απρόσμενη άφιξη αμαξοστοιχίας, δεδομένου ότι βρισκόμουν καθηλωμένος εκεί που δεν έπρεπε και κανείς από τους σιδηροδρομικούς δεν ήξερε το πάθημα μου, ώστε να φροντίσει την προστασία μου.

 Σκεπτόμενος αυτό το ανησυχητικό ενδεχόμενο, όλο και κοιτούσα προς το βάθος της περιοχής, έτσι ώστε αν έβλεπα κάποια κίνηση στις γραμμές, να προλάβαινα τουλάχιστον να τους κάνω σινιάλο, μήπως και με αυτό γλίτωνα τον εαυτό μου από όσα κινδύνευα.

 Κοιτώντας λοιπόν προς στο βάθος, όντως και παρατήρησα κάποια κίνηση εκεί κι αυτή προερχόταν από ένα βαγόνι που πλησίαζε αργά, αργά και μόνο του προς την περιοχή που βρισκόμουν.

 Αρχικά θεώρησα ότι ήταν σταματημένο, αλλά όταν πρόσεξα καλύτερα, διαπίστωσα ότι κάλυψε αρκετή απόσταση από το σημείο που το εντόπισα για πρώτη φορά, γι’ αυτό κι άρχισα να ανησυχώ λέγοντας μέσα μου. Κάνε πλάκα τώρα, να έρχεται κατά επάνω μου αυτό.

 Το ενδεχόμενο να έρθει αυτό κατά πάνω μου, με έκανε να ανησυχήσω ακόμη περισσότερο, γι’ αυτό κι άρχισα να μετρώ γραμμές ψαλίδια και αποστάσεις, μόνον που δεν έβγαζα σίγουρο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι αυτό ήταν ακόμη πολύ μακριά από μένα και δεν έβλεπα ποια ακριβώς από τις πολλές γραμμές ακολουθούσε.

  Το να βρεθεί κανείς αντιμέτωπος με ένα βαγόνι όμως, δεν είναι και ότι καλύτερο μπορεί να του συμβεί στην ζωή του, γιατί όντως κινδυνεύει να διαμελιστεί από αυτό, είτε μικρό σε όγκο είναι, είτε μεγάλο.

 Εκείνο που έβλεπα εγώ όμως να έρχεται προς την περιοχή μου, ήταν ένα τεράστιο τετραξονικό σιδερένιο βαγόνι κι αυτό ήταν φορτωμένο με σιδηρομεταλλεύματα, το μικτό βάρος του οποίου ήταν πάνω από τους εξήντα τόνους.

 Από πείρας βέβαια το ήξερα αυτό, όπως κι από πείρας ήξερα ότι το συγκεκριμένο βαγόνι, θα κατέληγε προς της ράμπες φορτοεκφόρτωσης, εκεί δηλαδή που καταλήγουν η πρώτη και η δεύτερη γραμμή, πράγμα που ενίσχυσε κατά πολύ πλέον τους φόβους μου.

 Ο λόγος που με έκανε να ανησυχώ αλλά και να φοβάμαι συγχρόνως, ήταν η διάταξη που είδα να έχουν τα πέριξ ψαλίδια, όπως κι αυτό που με συγκρατούσε επίμονα στην ίδια δυσμενή για μένα θέση.

 Όπως το έβλεπα λοιπόν, όποια γραμμή κι αν ακολουθούσε το εν λόγω βαγόνι, οπωσδήποτε θα περνούσε πάνω από την ράγα που βρισκόμουν, όσο κι αν αυτό με τρόμαζε σαν ενδεχόμενο.

 Επικεντρωμένος λοιπόν στο βαγόνι, αλλά και στην διαδρομή πού έστω και νωχελικά αυτό ακολουθούσε, πάγωσα όταν μετά από λίγη ώρα διαπίστωνα, ότι πράγματι κι ερχόταν κατά πάνω μου.

  Υπολογίζοντας το επερχόμενο αποτέλεσμα από την μεταξύ μας άνιση αναμέτρηση, άρχισα και πάλι να τραβώ το πόδι μου προς τα πάνω και προς τα μπρος ελπίζοντας να το ελευθερώσω έστω και την τελευταία στιγμή, αλλά δυστυχώς για μένα τίποτε δεν μπορούσα να κάνω.

 Έψαχνα απεγνωσμένα από τα αριστερά κι από τα δεξιά μου, μήπως δω κάποιον να έρχεται, αλλά ούτε κι αυτό γινόταν. Κανείς δεν έλεγε να φανεί. Μέσα στην απελπισία μου λοιπόν, τα έβαλα και με αυτόν που περίμενα να μου φέρει τις φορτωτικές, αφού ούτε κι αυτός έλεγε να φανεί και μάλιστα τότε πού εγώ είχα ανάγκη από την παρουσία οποιουδήποτε.

  Το βαγόνι είχε τον δικό του σκοπό όμως κι αργά, αργά αλλά σταθερά με πλησίαζε αμείλικτα και κατά την ανεπιθύμητη αυτή συνάντηση, ένα ήταν σίγουρο, ο διαμελισμός μου.

 Με έκοψε κρύος ιδρώτας και έτρεμα από τον φόβο, όταν έβαλα στον νου μου την στιγμή που οι ρόδες του θα με πατούσαν, γι’ αυτό και φώναζα σε βοήθεια ακόμη πιο δυνατά. Απελπισμένος, τρομαγμένος και αβοήθητος, έλεγα στον εαυτό μου ότι ο θάνατος ήταν μάλλον πολύ κοντά.

 Ερχόταν επώδυνος και μάλιστα στα εικοσιπέντε μου χρόνια κι ερχόταν τότε που κανείς δεν τον έβλεπε, ώστε να τον εμποδίσει. Όταν υπάρχει κίνδυνος όμως, η ψυχραιμία είναι απαραίτητη, γι’ αυτό κι αναζήτησα πάλι τον εαυτό μου, αφού ήταν ο μόνος πού είχα κοντά μου κι από αυτόν περίμενα να με βοηθήσει.

 Μάζεψα λοιπόν όση δύναμη μπορούσα να βρω μέσα μου και αποφάσισα ότι μάλλον ήταν καλύτερα να χάσω ένα μέρος του σώματός μου, παρά να χαθώ ολόκληρος, γι’ αυτό και ξάπλωσα στο έδαφος, παίρνοντας κάθετη θέση προς την κατεύθυνση που είχαν οι γραμμές.

 Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, προτίμησα να χάσω το πόδι μου αντί να κοπώ ολόκληρος, γι’ αυτό και ξάπλωσα έτσι ώστε να πατήσουν αυτό οι ρόδες του βαγονιού, ελπίζοντας βέβαια ότι θα μπορούσα να αντέξω τον πόνο που θα ακολουθούσε, όταν η πρώτη ρόδα του άρχιζε να μασάει τις σάρκες του ποδιού μου.

 Το ήλπιζα βέβαια, αλλά και δεν ήταν σίγουρο ότι θα μπορούσα να αγνοήσω τον πόνο, ή ότι θα μπορούσα να κρατήσω το πόδι μου τόσο σταθερά στην θέση του και τόσο τεντωμένο, ώστε να πετύχω τελικά αυτό και μόνον αυτό που σκεφτόμουν και τίποτε περισσότερο.

  Αφού πήρα την απόφαση να δεχθώ το αποτέλεσμα της μόνης λύσης που βρήκα όμως, άρχισα από εκεί και μετά να ετοιμάζομαι ψυχολογικά όπως καταλαβαίνετε, ώστε να αντιμετωπίσω με θάρρος αυτό που ήταν γραφτό να μου συμβεί.

 Κι ενώ κανείς δεν ερχόταν εκεί να με βοηθήσει, όσο κι αν το ήλπιζα, ήρθε τελικά το βαγόνι και ήρθε τόσο κοντά μου μάλιστα, που η πρώτη του ρόδα πλησίασε το πόδι μου, περί τα εξήντα με ογδόντα εκατοστά.

 Και δεν ήρθε βέβαια εκεί να μου κάνει επίσκεψη, αλλά αποφασισμένο να με σχίσει στα δύο, γι’ αυτό κι έριξα μια τελευταία ματιά γύρω μου, σαν να ήθελα να πάρω ότι ήταν δυνατόν μαζί μου, βέβαιος πλέον ότι μάλλον η ζωή μου θα τελείωνε εκεί.

 Μπήκα μέσα μου εκείνη την στιγμή κι από εκεί μέσα έβλεπα ξανά όλα όσα έζησα από την αρχή της ζωής μου κι όλα αυτά που έζησα, κυλούσαν σαν ταινία μπροστά μου.

 Χωμένος εκεί μέσα λοιπόν, θυμήθηκα μαζί με τα άλλα και την σχέση που είχα με τον Θεό και την Παναγία μας. Με αναστάτωσε αυτή η θύμηση, γιατί όντως Τους είχα ξεχάσει και μόλις τότε διαπίστωνα, ότι μέχρι κι εκείνη την στιγμή δεν έκανα καμιά σκέψη για την αναζήτηση Τους.

  Θεώρησα ότι ήταν ασήμαντο εκείνο το συμβάν και καθότι νεαρός και δυνατός εγώ και με εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, υπέθεσα μάλλον ότι θα μπορούσα κι από μόνος μου να δώσω λύση, γι’ αυτό και δεν έκανα καμιά σκέψη να Τους αναζητήσω.

 Αισθάνθηκα μεγάλη ντροπή γι’ αυτό πού έκανα κι ένοιωσα πολύ αμήχανα όταν συνειδητοποίησα, ότι θα μπορούσα να γλιτώσω από όλα αυτά, αν και μόνο Τους έβαζα στο μυαλό μου.

  Έτσι όπως ήμουν στρυμωγμένος όμως, είπα μέσα μου ότι ήταν ήδη πολύ αργά για οποιαδήποτε παρέμβαση Τους, αφού όπως σας είπα, το βαγόνι ήταν εκεί και έτοιμο να με διαμελίσει με τις ρόδες του, γι’ αυτό και αρκέστηκα μόνο, στο να Τους ζητώ συγγνώμη φορτωμένος από ενοχές, για τον λόγο ότι αδικαιολογήτως Τους ξέχασα.

 Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό λοιπόν, έκλεισα τα μάτια μου, έσφιξα τα δόντια μου όσο μπορούσα ποιο δυνατά και περίμενα μετά το μοιραίο, νομίζοντας ότι έτσι και μέσα σε αυτήν την υπερένταση, θα περιόριζα κάπως τον αναμενόμενο πόνο.

 Η απόσταση που με χώριζε από αυτόν βέβαια ήταν μηδενική, αλλά εμένα μου φαίνονταν αιώνας, γι’ αυτό κι απορούσα για τον λόγο που αργούσε τόσο πολύ να έρθει.

  Ήθελα να ανοίξω τα μάτια μου να δω τι γίνεται, αλλά από φόβο μη με βρει ο πόνος με τα μάτια ανοικτά και να βλέπω την όλη διαδικασία, απέφευγα να το κάνω.

 Εκεί λοιπόν που περίμενα να αισθανθώ την πρώτη επαφή, της σιδερένιας ρόδας με το πόδι μου και όλη μου η προσοχή ήταν στραμμένη στο σημείο που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο μου, ένοιωσα την λαβή ενός δυνατού αντρικού χεριού στον ώμο μου, αλλά και το σύρσιμο μου στα χαλίκια.

 Με έσωνε κάποιος όπως καταλάβαινα και από πολύ μεγάλο αδιέξοδο με έβγαζε, αν και δεν μπορούσα να δικαιολογήσω την ευκολία με την οποία το έκανε, αλλά και το πώς έγινε κι ελευθερώθηκε το πόδι μου τόσο εύκολα, όταν μετά από τόσες άκαρπες δικές μου προσπάθειες τίποτε δεν κατάφερνα.

 Σαν πούπουλο με τραβούσε αυτός κάτω από το μπροστινό μέρος του βαγονιού που βρισκόμουν, αλλά και με ταρακουνούσε από τους ώμους ενώ μου έβαζε άγριες φωνές.

 – Εδώ ρε ήρθες να αυτοκτονήσεις; Θέλεις να μας βάλεις όλους σε μπελάδες; Γιατί ρε…….;

 Κάτι ακόμη θα ήθελε να προσθέσει, αλλά μόλις αναγνώρισε αυτόν που τραβούσε, έμεινε άφωνος ο φουκαράς. Αφού με βοήθησε στην συνέχεια να σηκωθώ, έλεγε συνεχώς το ίδιο, ενώ με σκούπιζε από τα χώματα.

 – Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί να θέλεις εσύ να αυτοκτονήσεις;

 Τίποτε δεν μπορούσα να του πω εγώ για τα δικά του ερωτήματα κι έτσι όπως κατέληξε το πράγμα, αλλά κι έτσι όπως ήμουν κουρελιασμένος εγώ από την αγωνία, αυτό μόνον μπορούσα να του ψελλίσω ανακουφισμένος από την ανεπάντεχη σωτηρία μου.

  – Άντε ρε παιδιά. Πού είστε; Τόση ώρα φωνάζω ζητώντας βοήθεια και κανείς σας δεν ακούει.

 Και τι άλλο θα μπορούσα να του πω εκείνη την στιγμή; Ανακουφισμένος από την αργοπορημένη έστω σωτηρία μου, το μόνο που μπορούσα να υπολογίζω για την παρέμβαση του, ήταν ότι μάλλον κάπου εκεί κοντά βρισκόταν αυτός κι ότι ακούγοντας τις φωνές μου, ήρθε να με βγάλει από την δυσμενή και επικίνδυνη για μένα θέση.

 Καθώς ήμουν υποχρεωμένος πλέον απέναντί του, προσπαθούσα στην συνέχεια και με κάθε λεπτομέρεια μάλιστα το έκανα αυτό, προκειμένου να του εξηγήσω τον λόγο που βρέθηκα καθηλωμένος στο ψαλίδι.

 Περιττό όμως είναι να σας πω, ότι όσες προσπάθειες κι αν έκανα γι’ αυτόν τον σκοπό, δεν μπόρεσα να τον πείσω. Επ’ ουδενί μπορούσε να δεχτεί αυτά που του έλεγα. Ότι εγώ δηλαδή, δεν έπεσα πάνω στις γραμμές ελπίζοντας να με πατήσει το βαγόνι, αλλά γλίστρησε το πόδι μου και βρέθηκα εκεί ξαπλωμένος.

 Όσες φορές κι αν του το επανέλαβα αυτό όμως, αυτός δεν το δεχόταν. Το αμφισβητούσε. Και το αμφισβητούσε μάλιστα εντόνως. Και με το δίκαιο του βέβαια το έκανε αυτό, αφού καμιά αντίσταση δεν αισθάνθηκε, όταν σαν πούπουλο με τραβούσε μακριά από τις ρόδες του βαγονιού.

 Αμφισβητούσε αυτά που του έλεγα εγώ κι αυτό ήταν εύκολο να το κάνει. Εκείνο όμως που με τίποτε δεν μπορούσε να αμφισβητήσει, ήταν αυτό που ο ίδιος έζησε και μάλιστα πολύ πριν αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να συμμετάσχει στο δικό μου πρόβλημα.

 Αυτός έφτασε σε μένα, λίγο πριν αισθανθώ εγώ την φρίκη που με περίμενε. Όπως όμως ο ίδιος το επιβεβαίωνε αυτό εκ των υστέρων, από το πρωί εκείνης της ημέρας ήταν καλεσμένος να συμμετάσχει, αλλά και από αρκετά μακριά έφτασε στον σταθμό γι’ αυτόν τον λόγο.

 Και ήρθε να συμπαρασταθεί σε μένα τότε μάλιστα και εκείνη την στιγμή, που κανείς άλλος δεν υπήρχε στον σταθμό, όταν εκεί έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον τριάντα άνθρωποι.

 Και για να μπούμε στο δικό του κάλεσμα, δείτε τι έπαθε ο Νιόνιος και τι έζησε εκείνο το πρωινό, όπως αυτός μου το περιέγραψε λίγο αργότερα μέσα στα κλάματα του, μη μπορώντας να εξηγήσει στον εαυτό του πρώτα αυτά που του συνέβησαν κι έγιναν αιτία, ώστε να γλιτώσει εμένα από τον σίγουρο διαμελισμό μου.

 Ο Νιόνιος; Ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος και ένα μέλος από τα οκτώ που διαθέτει η εργασιακή τους ομάδα, με το κοινό όνομα μανόβρα. Αυτοί;  Έσπρωχναν καθημερινά βαγόνια με την βοήθεια της ντιζελομηχανής τους στις γραμμές του σταθμού, ακολουθώντας τις ρότες εργασίας που τους έδινε ο προϊστάμενος τους.

 Αυτά πάλι, κατέληγαν με την σειρά τους σε προσχεδιασμένες απαιτήσεις του σταθμού, ακολουθώντας την διαδρομή που η ομάδα έδιναν σ’ αυτά, με την συμμετοχή των ιδικών ψαλιδιών στις γραμμές.

 Ο Νιόνιος όμως έλειπε εκείνη την ημέρα, έχοντας ρεπό τριών ημερών κι όπως ήταν φυσικό αυτό για έναν εργαζόμενο, ξεκουράζονταν στο σπίτι του, κάπου στην Τριανδρία της Θεσσαλονίκης.

 Μια περιοχή δηλαδή, που απέχει περί τα πέντε χιλιόμετρα από τον χώρο του Σταθμού κι όπως ήταν λογικό αυτό, κανένας λόγος δεν τον υποχρέωνε να σκέφτεται, το τι θα μπορούσε να συμβαίνει στον σταθμό εκείνη την ημέρα και προπαντός, στο σημείο που εγώ ήμουν ακινητοποιημένος.

 Σηκώθηκε αργά λοιπόν από το κρεβάτι του εκείνο το πρωινό όπως έλεγε κι αφού έφερε κάμποσες βόλτες μέσα στο σπίτι του ανήσυχος, ζήτησε από την γυναίκα του να του κάνει τον καφέ του.

  Όταν ο καφές του ήταν έτοιμος, στρώθηκε στο τραπέζι της κουζίνας τους να τον πιει. Όσο κι αν το προσπάθησε όμως, δεν κατάφερε να το κάνει. Άφησε τον καφέ του να τον περιμένει στο τραπέζι κι κατέβηκε από το σπίτι του να πάρει την εφημερίδα του από το περίπτερο της γειτονιάς τους. Όταν  επέστρεψε από το περίπτερο, ξάπλωσε στον καναπέ τους να περάσει την ώρα του διαβάζοντας τα νέα της ημέρας, αδιαφορώντας για τον καφέ του.

  Μετά από λίγη ώρα, ζήτησε άλλον καφέ από την γυναίκα του, αλλά κι αυτόν δεν μπόρεσε να πιει. Πέταξε και την εφημερίδα του αφού τίποτε δεν καταλάβαινε από όσα διάβαζε κι αρκετά ενοχλημένος από κάτι που τον βασάνιζε, ντύθηκε με σκοπό να πάει στο καφενείο της γειτονιάς του, ελπίζοντας να βρει εκεί διέξοδο στην αναστάτωση πού είχε.

 Πιάστηκε να παίζει χαρτιά με την παρέα του, αλλά ούτε κι έτσι έβρισκε ησυχία κι αυτός ήταν ο λόγος, που τους είπε κάποια στιγμή.

 – Παιδιά, φεύγω. Δεν είμαι καλά σήμερα.

 Αυτά τους είπε και γύρισε στο σπίτι του. Έκανε εντύπωση στην γυναίκα του, το ότι γύρισε αυτός τόσο νωρίς από το καφενείο, γι’ αυτό και του έλεγε.

 – Βρε Νιόνιο; Κάπως παράξενα συμπεριφέρεσαι σήμερα. Πες μου. Τι σου συμβαίνει;

 Αντί να της δώσει κάποια απαντήσει αυτός, ζήτησε να πιει ένα ούζο, αλλά ούτε κι αυτό κατάφερε ν’ αποτελειώσει. Λίγο αργότερα, ζήτησε να φάνε το φαγητό τους, αλλά κι αυτό το άφησε στην μέση.

 Πήρε πάλι την εφημερίδα στα χέρια του και πήγε με αυτήν στο κρεβάτι του, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να την διαβάσει εκεί ξαπλωμένος. Τίποτε όμως και πάλι δεν καταλάβαινε από αυτά που διάβαζε κι όπως ήταν επόμενο αυτό, δεν βρήκε τρόπο να ηρεμήσει.

 Γύρισε από εδώ, γύρισε από εκεί λοιπόν ο Νιόνιος, φύσηξε, ξανά φύσηξε και μην έχοντας τι άλλο να δοκιμάσει, προκειμένου να βρει την ηρεμία του, σηκώθηκε όρθιος και απευθυνόμενος προς τις σκέψεις του  περισσότερο, φώναξε δυνατά.

 – Όχι ρε. Δεν πάω πουθενά. Χθες, σήμερα και αύριο έχω ρεπό. Δεν το κουνάω από εδώ, με τίποτε. Μακάρι να πάρει φωτιά ο σταθμός και να καεί ολόκληρος .

  Τα έχασε η γυναίκα του σαν τον άκουσε να μιλάει μόνος του, γι’ αυτό και ανήσυχη πια τον ρώτησε.

  – Μα τι σου συμβαίνει βρε Νιόνιο; Σήμερα όντως και συμπεριφέρεσαι παράξενα.

 – Τίποτε δεν μου συμβαίνει της απάντησε αυτός ενοχλημένος. Μια σκέψη μόνον με βασανίζει ασταμάτητα από την ώρα που ξύπνησα και συνεχώς μου λέει το ίδιο. Πήγαινε στον σταθμό. Πήγανε στον σταθμό. Με έσκασε. – Βρε Νιόνιο, του είπε η γυναίκα του. Πήγαινε. Μπορεί κάτι να συμβαίνει. – Τι λες τώρα, της απάντησε. Ό, τι κι αν συμβαίνει εκεί, τριάντα άνθρωποι έχουν υπηρεσία και σήμερα. Εμένα χρειάζονται;

 Ντύθηκε όμως χωρίς να το καταλάβει και μηχανικά σχεδόν κατά τις τρεις το μεσημέρι, πήρε το αυτοκίνητο του και βρέθηκε μετά από ένα μισάωρο στον παλιό Σταθμό. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στην πλατεία και πέρασε στο πίσω μέρος των γραφείων, εκεί δηλαδή που μπορεί κανείς να δει ολόκληρο τον χώρο του σταθμού, αλλά και τις σιδηροδρομικές γραμμές που εκείνη την ώρα ήταν όλες κενές από βαγόνια.

 Μπήκε στο γραφείο κίνησης κι επειδή δεν βρήκε κανέναν εκεί, βγήκε έξω από αυτό και στάθηκε μπροστά στον χώρο των γραμμών. Κοίταξε δεξιά. Κοίταξε αριστερά και τίποτε το ανησυχητικό δεν έβλεπε. Όλα ήταν ήσυχα στον σταθμό και κανένας λόγος δεν δικαιολογούσε την ανάγκη της δικής του παρουσίας εκεί, όσο κι αν το έψαχνε.

 Θυμωμένος με τον εαυτόν του λοιπόν, επειδή έβλεπε ότι χάλασε την ημέρα του για το τίποτε, έριχνε μία τελευταία ματιά στον χώρο, έχοντας πάρει την απόφαση να επιστρέψει στο σπίτι του.

 Σταμάτησε όμως το σκεπτικό του, όταν πρόσεξε την παρουσία ενός σορού από ρούχα στο κέντρο περίπου του χώρου των γραμμών διέλευσης βαγονιών κι επειδή δεν δικαιολογούσε τον λόγο να βρίσκονται αυτά κοντά ή πάνω στις γραμμές, τα εξέταζε προσεκτικά.

 Προσέχοντας τα λοιπόν, διαπίστωσε ότι αυτά δεν ήταν ρούχα, αλλά ένας ξαπλωμένος άνθρωπος σε μια γραμμή, πάνω στην οποία κυλούσε έστω και νωχελικά, ένα πολύ βαρύ και μεγάλο βαγόνι.

 Τρόμαξε στην σκέψη που πέρασε από το μυαλό του, αφού όπως και το έβλεπε αυτό, εκείνο το βαγόνι έχει πρόθεση να  διαμελίσει το ξαπλωμένο, αν δεν έκανε κάτι αυτός, ώστε να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο.

 Δεν ήταν σε θέση να ξέρει τον λόγο που υποχρέωσε εκείνον τον άνθρωπο να ξαπλώσει πάνω στην γραμμή, αλλά και χρόνο δεν είχε για περεταίρω σκέψεις, αφού ήδη βρισκόταν κάτω από το βαγόνι και αυτό τον πλησίαζε επικίνδυνα.

 Συγκεντρώνοντας όση ψύχραιμα μπορούσε να διαθέτει εκείνη την στιγμή, άρπαξε το πρώτο από τα ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις φρένα που βρήκε μπροστά του και χωρίς να πει λέξη σε μένα, έτρεξε και στο παρά ένα το έχωσε ανάμεσα στο πόδι μου και στην ρόδα του βαγονιού.

 Εγώ βέβαια τίποτε από όλα αυτά δεν έβλεπα αφού είχα τα μάτια μου κλειστά, αλλά κι έτσι όπως έσφιγγα τα δόντια μου περιμένοντας να με πατήσει το βαγόνι, ούτε και κάποιον θόρυβο άκουσα.

 Είχα το μυαλό μου επικεντρωμένο στο σημείο της πρώτης μου επαφής με τις ρόδες του βαγονιού κι όπως ήταν λογικό αυτό, περίμενα να δεχθώ και την  φρίκη του πόνου που θα ακολουθούσε, γι’ αυτό και τίποτε άλλο δεν μπορούσε να με απασχολεί εκείνη την στιγμή, αλλά κι ο παραμικρός χρόνος πλέον είχε εκπνεύσει.

 Αργούσε όμως να γίνει αυτό που τόσο έντονα περίμενα και εκεί που εγώ είχα παγώσει από την αγωνία, ένιωσα την αρπαγή μου όπως σας είπα, αλλά και το σύρσιμο μου στα χαλίκια.

 Ήταν ανέλπιστη εκείνη η κατάληξη κι όταν συνειδητοποίησα πια το τι ακριβώς μου συνέβαινε, ένα πράγμα μόνον μπορούσα να σκεφτώ για τον Νιόνιο. Ότι μάλλον με είδε, ή ότι άκουσε τις φωνές μου, γι’ αυτό και ήρθε να με γλιτώσει.

 Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορούσα να φανταστώ, ότι σε ένα άλλο σημείο και πέντε χιλιόμετρα μακριά από τον σταθμό, θα μπορούσαν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σ’ αυτόν, που τον υποχρέωσαν να με συμπαρασταθεί και τότε μάλιστα, όταν για μια ώρα και πλέον, χάθηκαν ανεξήγητα από τον σταθμό, όλοι όσοι έπρεπε να ήταν εκεί και είχαν υπηρεσία.

 Κι ο Νιόνιος δυσκολευόταν να το χωνέψει αυτό. Αλλά κι όταν τελικά μπόρεσε να  συνειδητοποιήσει το τι ακριβώς έγινε, από τι κακό γλίτωσε εμένα, αλλά και κάτω από ποιες συνθήκες αναγκάστηκε να συμμετάσχει στο δικό μου πρόβλημα, έκλαιγε ασταμάτητα.

 Έκλαιγε δηλαδή για το κακό που θα γινόταν, αν δεν έκανε τον κόπο να έρθει μέχρι τον σταθμό εκείνη την ώρα, αλλά και για τον τρόπο που υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στο πρόβλημα μου.

 Και συνέχισε να κλαίει αμίλητος, μέχρι που εμφανίστηκαν τελικά αυτοί που χάθηκαν ενώ είχαν υπηρεσία, οι οποίοι μάλιστα απορούσαν με την συμπεριφορά του Νιόνιου, όπως και με αυτά που εγώ τους έλεγα για όσα μου συνέβησαν κατά την απουσία τους.

 Τους μάλωνα κατά κάποιο τρόπο εκείνη την στιγμή, γιατί απουσιάζοντας αυτοί, χρειάστηκε να επέμβει από αρκετά μακριά ο Νιόνιος. Με μάλωναν και αυτοί όμως, για το ότι δεν συμμορφωνόμουν με τις νουθεσίες τους, όταν πολλές φορές μου έλεγαν να μην παίζω βαδίζοντας επάνω στις γραμμές.

 Παρόλα αυτά όμως, όντως και απορούσαν με όσα μεσολάβησαν και όπως έλεγαν, δεν ήταν όλοι μαζί κάπου και πουθενά δεν ήταν ξαπλωμένοι όπως νόμιζε ο περιπτεράς. Από μια περίεργη σύμπτωση όμως, όλοι τους βρισκόταν σε δουλείες του σταθμού, αλλά μακριά από τα γραφεία τους, ώστε να μη μπορούν να με δουν, ή να ακούν τις δικές μου φωνές.

 Ωστόσο; Μετά από τις προς αλλήλους εξηγήσεις, πήγαμε όλοι μαζί στο σημείο που πιάστηκε το πόδι μου στο ψαλίδι κι αφού απομάκρυναν αυτοί το βαγόνι από την θέση που βρισκόταν σταματημένο, πολλές φορές δοκιμάσαμε να πετύχουμε το σφήνωμα του παπουτσιού μου στο ψαλίδι, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορέσαμε να το πετύχουμε.

 Βλέποντας αυτήν την αδυναμία ταύτισης του περιστατικού, έλεγαν τα δικά τους όλοι αυτοί για το τι μπορεί να έγινε εκεί κι αφού εκ των υστέρων ήρθαν στον σταθμό, δεν ήταν δυνατόν να δεχθούν αυτά που τους εξηγούσα εγώ, αλλά και δεν μπορούσαν να παραβλέψουν την όντως περίεργη συμμετοχή του Νιόνιου στο δικό μου πρόβλημα.

 Όταν δε ζητούσαν από αυτόν να τους δώσει περισσότερες εξηγήσεις, ένα λόγο μόνον τους έλεγε αυτός συνεχώς κι αυτός ήταν ίδιος.

 – Ο Θεός παιδιά. Ο Θεός. Αυτός τα έκανε όλα και για τους δικούς του λόγους. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου το ενδεχόμενο να βρεθώ εγώ στον σταθμό, κάτω από τέτοιες συνθήκες. Έτσι όπως έγινε το πράγμα όμως, μόνον αυτό μπορώ να σας πω. Ο Θεός.

 Ψάξτε το κι εσείς και θα δείτε, ότι Αυτός επέτρεψε να γίνει όλο αυτό το σκηνικό και σίγουρα δεν ξέρω τον λόγο. Ο Θεός λοιπόν. Ο Θεός.

 Αυτά τους έλεγε ο Νιόνιος κι αφού σταμάτησε πια να κλαίει, πήρε μετά από λίγο το αυτοκίνητο του από την πλατεία του σταθμού κι έφυγε αρκετά προβληματισμένος για το σπίτι του.

 Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν κι εγώ προβληματίστηκα με το περιστατικό που έζησα και δεν σας κρύβω ότι αρκετές φορές εκ των υστέρων προσπάθησα να επαναλάβω και μόνος μου το σφήνωμα μου στην κλειστή γωνία του ψαλιδιού, αλλά ήταν αδύνατον να το πετύχω.

 Εξ αυτού λοιπόν, έμεινα κι εγώ σκεπτικός και μην έχοντας τι άλλο να κάνω, ή να πω για όσα μου συνέβησαν, ευχαριστούσα τον Θεό και την Παναγία μας φυσικά, που φρόντισαν να στείλουν αυτόν τον άνθρωπο από κει που ξεκουραζόταν, προκειμένου να συμπαρασταθεί στο πρόβλημα μου.

 Τους ευχαριστούσα δε και για τον τρόπο που επέλεξαν να θυμίσουν σε μένα, ότι όντως και με βλέπουν διαρκώς, ότι ποτέ δεν με ξεχνούν κι ότι βεβαίως και δεν θυμώνει ο  Θεός, όταν για κάποιους λόγους Τον ξεχνούν τα παιδιά Του, όπως έκανα εγώ.

 Ταρακουνήθηκα αρκετά από όσα μου συνέβησαν και για κάμποσο καιρό μετά, παρέμενα προβληματισμένος. Ωστόσο; Μέσα από αυτήν την ταραχή που πήρα, εδραιώθηκε περισσότερο και η δική μου πίστη, γιατί ακόμη μια φορά και χωρίς εγώ να το έχω ζητήσει, δέχτηκα μια τόσο δυνατή όσο και ανεξήγητη παρέμβαση του Θεού στην ζωή μου, ώστε να μη μπορώ εγώ, αλλά ούτε και κανείς άλλος να την αμφισβητήσει, όσο και αν θα ήθελε να το προσπαθήσει.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *