Τα Καρκινικά Στίγματα Στους Πνεύμονες Του Πατέρα Μου

Ma

  Πέρασε αρκετός καιρός πια, από τότε που άρχισε ο πατέρας μου να κάνει χημειοθεραπείες, για το είδος του καρκίνου που τον ταλαιπωρούσε και στην τελευταία φορά που επισκεφτήκαμε το ειδικό νοσοκομείο, όπως και τους γιατρούς που τον παρακολουθούσαν, του ζήτησαν αυτοί να μείνει για δύο μέρες μόνον στο νοσοκομείο τους, προκειμένου να του κάνουν νέες εξετάσεις αλλά και να εκτιμήσουν μέσα από αυτές, εκ νέου την πορεία της ασθένειάς του.

  Έμεινε λοιπόν εκεί ο πατέρας μου κι όταν του έκαναν οι γιατροί τα προβλεπόμενα και μελέτησαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων του, έκπληκτοι διαπίστωσαν, ότι εκείνα τα εξ αρχής εντοπισμένα καρκινικά στίγματα δραχμικής ένδειξης στους πνεύμονές του, είχαν  υποχωρήσει και μάλιστα αισθητά.

 Μας μεταβίβασαν βέβαια αυτοί την κατάστασή του, όπως κι ελπίδες μας έδωσαν για την μετέπειτα πορεία του όπως καταλαβαίνετε, αλλά και στο ηθικό του πατέρα μου επέδρασσαν ευνοϊκά οι νέες διαπιστώσεις, οπότε με πολύ υπομονή αυτός και με καλή διάθεση πλέον συμμετείχε στις περεταίρω οδηγίες των γιατρών.

 Είναι αλήθεια, ότι είχε στεναχωρηθεί και πολύ μάλιστα όταν είδε τα μαλλιά του να πέφτουν μετά από τις χημειοθεραπείες κι όπως ήταν ανθρώπινο κι αυτό, άρχισε να χάνει εμφανώς το θάρρος του. Μετά από τα νεότερα όμως, όντως πήρε ενθαρρυντική ανάσα, αλλά εξακολουθούσε να βλέπει δύσπιστα τους γιατρούς, όπως δύσπιστα έβλεπε και το μέλλον της αποθεραπείας του άλλωστε.

 Δικαιολογημένα κατά κάποιον τρόπο κρατούσε αυτήν την δυσπιστία, αφού οι πόνοι που είχε στις γάμπες του, όπως και στην μέση του, στιγμή δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Παραμένοντας ανυποχώρητοι όμως αυτοί, όχι μόνον να τους παραβλέψει δεν μπορούσε, αλλά ούτε και να κινείται πλέον μπορούσε εξαιτίας τους. Αυτός άλλωστε ήταν κι ο λόγος που υποχρεώθηκε να κλειστεί στο σπίτι του στο επόμενο διάστημα και μη έχοντας τι να κάνει εκεί και πώς να περάσει την ώρα του, αναγκαστικά πια αναπολούσε ξαπλωμένος τα περασμένα.

 Ναι, αλλά αυτή η ενασχόλησή του με τα περασμένα δεν ήταν χωρίς συνέπειες γι’ αυτόν, αφού του προκαλούσαν πολύ μεγάλη στεναχώρια κι εξαιτίας τους έκλαιγε συνεχώς, μέρα και νύχτα. Κι εξαιτίας των πόνων του βέβαια έκλαιγε, αλλά η ενθύμηση εκείνων των περασμένων και ξεχασμένων που αναπολούσε, δικαιολογημένα τον έφταναν σ’ αυτήν την κατάσταση.

 Αυτά βέβαια από μόνα τους ήταν τέτοια, που διηγώντας τα και μόνον θα έπρεπε να κλαίει, γι’ αυτό και κάθε τόσο έλεγε στον εαυτό του με πίκρα.

 – Κανείς από όσους βοήθησα σ’ αυτήν την ζωή δεν έρχεται να με δει.

  Αυτά έλεγε πολλές φορές την ημέρα, αλλά και για πολλές μέρες έκανε το ίδιο παράπονο κι αυτό πάλι, για κανέναν από εμάς που τον ακούγαμε δεν ήταν ευχάριστο. Μια μέρα όμως κι από τα ανέλπιστα μάλιστα, έκανε την εμφάνιση του στο σπίτι του πατέρα μου κάποιος από εκείνους τους παλιούς του πελάτες, από αυτούς δηλαδή που συνέβαλαν στην χρεωκοπία του, την οποία θυμήθηκε τότε κι εξαιτίας της έκλαιγε.

 Σας την περιέγραψα βέβαια αυτήν στα προηγούμενα και στα πρώτα μάλιστα από τα κεφάλαια αυτής της αναφοράς κι όπως σας το εξήγησα τότε, υπέστη εκείνη την εποχή την χρεωκοπία του, από το μπακάλικο που διατηρούσαμε στο χωριό μας.

 Αν και ήταν πολύ στεναχωρημένος λοιπόν εξαιτίας αυτής της παλιάς και ξεχασμένης πια χρεωκοπίας, όντως και χάρηκε πολύ όταν είδε επιτέλους κάποιον από τους πελάτες του να έρχεται στο σπίτι του ύστερα από τόσα χρόνια. Κι όπως ήταν αναμενόμενο πια κι αυτό, κράτησε τον επισκέπτη δίπλα του και μαζί του αναπολούσαν χαρούμενοι θα λέγανε τα παλιά και μάλιστα ολόκληρο εκείνο το απόγευμα.

  Αναπολώντας λοιπόν οι δυό τους, έλεγε κι ο επισκέπτης μας την δική του ιστορία και σ’ αυτήν ανέφερε στον πατέρα μου, ότι έφυγε κι αυτός για την Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 60 μαζί με τους υπόλοιπους συγχωριανούς του, αναζητώντας καλύτερη τύχη για τον εαυτό του και την οικογένεια του.

  Κι εφόσον ήρθε για πρώτη του φορά στην πατρίδα μετά από τόσα χρόνια κι έμαθε από τους εναπομείναντες συγχωριανούς του ότι ήταν άρρωστος ο πατέρας μου, πήρε την απόφαση να του κάνει μια επίσκεψη.

  Καλά έκανες και ήρθες του είπε αυτός κι αμέσως άρχισαν να μιλούν ξανά για τα παλιά κι όπως ήταν αναμενόμενο κι αυτό, τους έφερε η κουβέντα τους και σ’ εκείνα τα απλήρωτα χρέη, σ’ αυτά δηλαδή που του άφησαν τόσο ο επισκέπτης του, όσο και οι συγχωριανοί του φεύγοντας για την Γερμανία.

  Του έλεγε τον πόνο του με λίγα λόγια ο πατέρας μου, αφού με την δική του ανοχή, συντήρησαν αυτοί τις οικογένειες τους για περισσότερο από πέντε χρόνια την εποχή που αναφέρομαι, λίγο πριν και λίγο μετά δηλαδή από την δεκαετία του 60. Και το παράπονό του εν προκειμένω ήταν, ότι  κανείς τους δεν θυμόταν ούτε αυτόν, αλλά ούτε και τα απλήρωτα χρέη τους.

 Ακούγοντας αυτήν την αναφορά ο επισκέπτης μας, έλεγε δικαιολογώντας κι αυτός τον εαυτό του.

 – Και στην Γερμανία που βρισκόμαστε Κώστα, δύσκολα τα περνάμε. Όλοι μας το ίδιο κάνουμε κι εκεί. Για το φτωχό μεροκάματο παλεύουμε.

 Αυτά του είπε λακωνικά κι αμέσως σηκώθηκε να φύγει. Βλέποντας την πρόθεσή του ο πατέρας μου, του έλεγε και κάτι σαν υστερόγραφο.

 – Δώσε σε όλους τα χαιρετίσματά μου και πες τους ότι εγώ ξέχασα τα χρέη τους, αφού ο γιος μου από δω, έκαψε εκείνο το μπακαλοτεύτερο με τα χρέη όλων σας κι αφού αυτός το έκαψε, κανείς σας πλέον δεν μου χρωστάει.

 Θα μου έδινε όμως μεγάλη χαρά, αν τους έβλεπα όλους αυτούς εδώ να με επισκέπτονται. Να τους χαιρετίσεις λοιπόν όλους όταν θα πας πίσω και να τους πεις, ότι θα τους περιμένω να έρθουν να με δουν κι αυτοί όταν θα επισκεφτούν την πατρίδα, αν βέβαια ζω ακόμη.

 Αυτά του είπε συγκινημένος και του έφυγε ένα δάκρυ όπως το έβλεπα να κατρακυλά στο ταλαιπωρημένο του πρόσωπο, επηρεασμένος όπως ήταν από την φορτισμένη ατμόσφαιρα που ζούσε.

 Έφυγε ο επισκέπτης του και τότε μόνον έκλαψε ο πατέρας μου ελεύθερα, αφού και πάλι θυμήθηκε τους χαμένους δια παντός κόπους του. Πήγαν στον βρόντο όπως συνήθιζε να λέει κι όπως ήταν λογικό, στεναχωρήθηκε με την αχαριστία όλων αυτών που δήλωναν αδυναμία να θυμηθούν τα χρέη τους.

 Βλέποντάς τον σ’ αυτήν την κατάσταση, αναγκαστικά πια προσπάθησα να τον συμβουλέψω.

 – Πατέρα? Είναι καλύτερα για σένα, να ξεχάσεις όλα αυτά τα χρέη και να κοιτάς μόνον την υγεία σου, γιατί αυτήν δεν θα μπορέσεις να την αγοράσεις, με όσα χρήματα κι αν σου φέρουν αυτοί για την εξόφληση των χρεών τους.

  Το σκέφτηκε αυτός, γι’ αυτό και πάλι έλεγε λυπημένος.

 – Πάλι καλά που ήρθε έστω κι ένας απ’ αυτούς να με δει τώρα που είμαι άρρωστος.

 – Μη δίνεις σημασία σ’ αυτά. Του είπα. Κι έλα να πάμε να περάσουμε πάλι από την επιτροπή, γιατί δεν αναγνωρίζουν οι γιατροί του ΤΕΒΕ λόγους αναπηρίας στην ασθένειά σου κι αυτός είναι ο λόγος που αρνούνται την αίτησή σου για συνταξιοδότηση. Αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος λένε, δεν θα σου δώσουν σύνταξη κι εφόσον δεν έχεις καλύψει το απαραίτητο όριο ηλικίας, άδικα περιμένεις να συνταξιοδοτηθείς.

 Έκανε υπακοή λοιπόν και παραβλέποντας τους πόνους του, όπως και την δυσκολία που είχε να βαδίζει, δέχτηκε να με ακολουθήσει, οπότε τον έβαλα στο αυτοκίνητό μου ένα πρωινό και τον πήγα στα ιατρεία του ΤΕΒΕ.

 Λόγω της κατάστασής του, ζήτησα από τους γιατρούς να μας δεχθούν με ραντεβού βέβαια, αλλά αυτοί δεν το δέχτηκαν κι αφού πήγαμε στα γραφεία τους, με την σειρά μας περιμέναμε την ώρα και την στιγμή που θα μας δεχόταν στην επιτροπή τους.

 Έβλεπαν την δυσκολία που είχε να σταθεί όρθιος, ή να καθίσει σε κάποια καρέκλα έστω, όπως και την δυσκολία του να βρει ανακούφιση από τους πόνους του, ξαπλωμένος πρόχειρα σε κάποιο από τα παγκάκια της αναμονής, αλλά σημασία δεν του έδιναν.

 Όταν πια ήρθε η σειρά του κι εξέτασαν το ιστορικό του, διαβάζοντάς το από τα πιστοποιητικά που τους έδωσα, πάλι απέρριψαν το αίτημά του. Όπως του το τόνιζαν, δεν θεωρείτε σοβαρός ο λόγος να συνταξιοδοτηθεί κανείς, όταν έχει καρκίνο στους πνεύμονές του κι εξαιτίας αυτού, κάνει χημειοθεραπείες.

 Φώναξα εγώ εκεί, μάλωσα με όλους τους γιατρούς της επιτροπής, αλλά τίποτε δεν κατάφερα. Απέρριψαν το αίτημά του, έστω κι αν έβλεπαν πολύ καθαρά πια, ότι ο ασθενής τους ήταν ανήμπορος, όχι να εργαστεί, αλλά ούτε και να αναπνοή να πάρει. Μη μπορώντας λοιπόν να βρούμε κατανόηση από τους γιατρούς του ΤΕΒΕ, έφυγε σε κακό χάλι ο πατέρας μου από την επιτροπή τους.

 Μετά από ένα μήνα και σύμφωνα με το προγραμματισμένο μας ραντεβού, πήγα ξανά τον πατέρα μου στο γνωστό νοσοκομείο, προκειμένου να τον εξετάσουν εκ νέου οι θεράποντες γιατροί, ελπίζοντας να βρουν και νεότερα θετικά αποτελέσματα. Όταν έκαναν λοιπόν τις νέες εξετάσεις τους, του έλεγαν και πάλι με κάποια κατανόηση θα έλεγα.

 – Όλα είναι καλά κύριε Κώστα. Πας πολύ καλά, γι’ αυτό και πρέπει να σου αλλάξουμε την σύνθεση των φαρμάκων που μέχρι τώρα σου δίνουμε. Από εδώ και μετά, θα σου δώσουμε νέο φάρμακο κι όπως το έμαθες πια κι αυτό, σε είκοσι μέρες πάλι θέλουμε να έρθεις εδώ, προκειμένου να δούμε ξανά την αντίδραση του οργανισμού σου.

 Τους άκουσε ο πατέρας μου, αλλά και με αγωνία τους έλεγε τον πόνο του.

 – Τα πόδια μου βρε παιδιά. Τα πόδια μου, πολύ πονάνε. Ησυχία δεν μπορώ να βρω από αυτόν τον πόνο. Ούτε μέρα, αλλά ούτε και νύχτα πια μπορώ κοιμηθώ εξαιτίας του.

 Τον λυπήθηκε κάποιος από τους συμμετέχοντες γιατρούς, έτσι όπως τον άκουσε να εκφράζεται και με τρόπο ζήτησε από τους υπόλοιπους να τον περάσουν από τον αξονικό τομογράφο εκείνη την φορά. Κι αφού δεν είχαν καμιά αντίρρηση αυτοί, τον έστειλαν αμέσως προς την σχετική εξέταση.

 Όταν όμως βγήκαν τα αποτελέσματα, με κάλεσαν στο γραφείο τους οι γιατροί κι αυτά μου έλεγαν ιδιαιτέρως.

 – Ο πατέρας σου γλύτωσε θα λέγαμε από τον καρκίνο που είχε στους πνεύμονές του, αλλά από ότι βλέπουμε εδώ σήμερα, ο καρκίνος του έκανε μετάσταση και πέρασε στα κόκαλά του.

 Του έκανε μάλιστα και μια μεγάλη τρύπα στον πέμπτο σπόνδυλο του, όπως το βλέπουμε στον τομογράφο κι αυτή είναι η αιτία που πονάει τόσο πολύ ο άνθρωπος και δεν μπορεί να ησυχάσει.

 Αφού πέρασε όμως ο καρκίνος στα κόκαλα του, εμείς πλέον τίποτε δεν μπορούμε να του κάνουμε και το μόνο που μένει σε σένα, είναι να εύχεσαι να πεθάνει όσο γίνεται γρήγορα ο πατέρας σου. Αν πάλι αργήσει να γίνει αυτό, τότε θα υποφέρει πολύ.

 Όπως το βλέπουμε όμως κι αυτό, έχει γερό οργανισμό κι εξαιτίας αυτού, θα παλέψει αρκετά με τον καρκίνο του. Όσο θα τον παλεύει όμως, άλλο τόσο και θα υποφέρει από αυτόν. Οι πόνοι του θα μεγαλώνουν από μέρα σε μέρα δηλαδή και θα γίνονται όλο και πιο ανυπόφοροι.

 Δεν μπορούμε όμως να τον αφήσουμε αβοήθητο, γι’ αυτό και θέλουμε να τον φέρνεις εδώ ανά εικοσαήμερο. Θα του κάνουμε βέβαια εμείς τις νέες χημειοθεραπείες, αλλά εσύ να μην περιμένεις και πολλά πράγματα από αυτές.

 Αυτά άκουσα από τους γιατρούς εκείνη την ώρα κι αφού του έκαναν μετά από λίγο την πρώτη αλλαγή του νέου κοκτέιλ όπως το ονόμαζαν κι αφού μετέφερα και στην μητέρα μου τα δυσάρεστα, φύγαμε στεναχωρημένοι από το νοσοκομείο.

 Συνεννοηθήκαμε όμως οι δυό μας, ώστε να μην φανερώσουμε στον πατέρα μου την νέα του εξέλιξη. Για ευνόητους λόγους πάντως, τους επέστρεψα κάπως χαρούμενος θα έλεγα στο σπίτι τους. Όταν φτάσαμε εκεί και τον βολέψαμε στο κρεβάτι του, είναι αλήθεια ότι αρκετά προβληματιστήκαμε συνειδητοποιώντας την νέα του κατάσταση. Έκλαιγε βέβαια κρυφά η μητέρα μου και με το δίκαιό της άλλωστε, γιατί δεν είναι και λίγο πράγμα να μαθαίνει κανείς, ότι θα χάσει τελικά τον άνθρωπό του.

 Αν σκεφτεί δε, ότι μαζί με αυτό, θα καταστραφεί και το υπόλοιπο της δικής του ζωής, τότε αυτό γίνεται ακόμη πιο βασανιστικό. Άφησα λοιπόν την μητέρα μου να κλάψει μόνη της κι όσο ήθελε εκείνη την ώρα, όπως και τις επόμενες μέρες που ακολούθησαν κι αφού έκανα κι εγώ πολλές προσπάθειες να ξεπεράσω το νέο μας πρόβλημα, άρχισα σιγά, σιγά να ετοιμάζω την μητέρα μου ώστε να δεχθεί ψύχραιμα το μοιραίο, όσο κι αν αυτό δεν ήταν καθόλου ευχάριστο ούτε για μένα, αλλά ούτε και γι’ αυτήν.

 Μετά από λίγο καιρό όμως και μετά από πολύ επιμονή του πατέρα μου που τίποτε δεν κατάλαβε και είχε κολλήσει στην δική του γνωμάτευση, με υποχρέωσε να τον πάω σε κάποιον πρακτικό που ήξερε, αν και χωρείς αποτέλεσμα βέβαια. Ακόμη και φυσιοθεραπευτή ζήτησε να του φέρω στο σπίτι, προκειμένου να του κάνει αυτός μασάζ στα πόδια του, δεδομένου ότι νόμιζε πως είχε ισχιαλγία κι ότι μόνον αυτός πια θα μπορούσε να του μαλακώσει τους πόνους.

 Ούτε και με την παρέμβαση του φυσιοθεραπευτή βεβαίως ήταν δυνατόν να του φύγουν οι πόνοι, οπότε εξακολουθούσε να υποφέρει και μάλιστα πολύ από τους πόνους του. Μέχρι να έρθουν τα Χριστούγεννα όμως, πήγαμε άλλες δύο φορές ακόμη στο ειδικό νοσοκομείο κι όπως μας το έλεγαν πια οι γιατροί, ήταν όντως χωρίς αποτέλεσμα οι δικές τους, όπως και οι δικές μας προσπάθειες.

 Την δεύτερη φορά μάλιστα, μου είπαν οι γιατροί ότι δεν χρειαζόταν να τους επισκεφτούμε ξανά, δεδομένου ότι θα ήταν ανώφελη πια κάθε δική τους προσπάθεια. Αφού ούτε οι γιατροί, αλλά ούτε κι εμείς μπορούσαμε να επαναφέρουμε την υγεία του πατέρα μου, τον αφήσαμε να υποφέρει μόνος τους πόνους του κι όπως μας το είπαν οι γιατροί, όντως και κάθε μέρα γινόταν αυτοί πιο δυνατοί και πιο ανυπόφοροι.

 Ούτε και τα σχετικά παυσίπονα που μας έδωσαν από το νοσοκομείο τον έπιαναν πια κι εξαιτίας αυτού, δεν ήξερα με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσα να τον ανακουφίσω, έστω και για λίγο από τους πόνους του. Αυτό σκεπτόμενος λοιπόν, παρατήρησα ότι κάποιο από τα κοινά κι απλά παυσίπονα, από αυτά δηλαδή που τότε μόλις άρχισαν να κυκλοφορούν και ήταν άγνωστα στους περισσότερους, δεν ανάφεραν το όνομα τους πάνω στα χαπάκια.

 Αυτήν την απλή ανωνυμία παρατηρώντας σ’ εκείνα τα άγνωστα ακόμη παυσίπονα, αποφάσισα να κοροϊδέψω κατά κάποιον τρόπο ψυχολογικά τον πατέρα μου κι αυτά του έλεγα μια μέρα με πολύ σοβαρό ύφος.

 – Πατέρα? Μου υποσχέθηκε ένας φίλος, ότι θα μου φέρει από την Βουλγάρικα κάτι νέα χάπια, τα οποία κάνουν πολύ καλό στην δική σου περίπτωση κι όπως μου το βεβαίωσε αυτό, θα σου απαλύνουν κατά πολύ τους πόνους. Τι λες; Θέλεις να σου τα φέρω;

 Όπως σας το ανέφερα κι αυτό στα προηγούμενα, πολλοί ασθενείς όπως κι ο πατέρας μου, εμπιστευόταν περισσότερο από τους δικούς μας, τους Βούλγαρους γιατρούς και τα δικά τους φάρμακα εκείνο το χρονικό διάστημα. Με την ιδέα λοιπόν και μόνον, ότι θα έρθουν καλά φάρμακα επιτέλους από την Βουλγαρία, αμέσως σχεδόν άρχισε να δέχεται την  ψυχολογική βοήθεια που ήλπιζα να του προσφέρω κι έτσι, με υπομονή πλέον αντιμετώπιζε τους πόνους του, αλλά και δεν φώναζε δυνατά όπως έκανε μέρα και νύχτα πριν.

 Ωστόσο όμως, τον πέρασα και πάλι από την επιτροπή του ΤΕΒΕ, έχοντας στα χέρια μου τα νέα δεδομένα, αυτά δηλαδή που έδειχναν ότι είχε κάνει μετάσταση ο καρκίνος στα κόκαλά του. Όταν λοιπόν τα μελέτησαν αυτοί, του αναγνώρισαν επιτέλους 85 τις εκατό αναπηρία κι έτσι, του ενέκριναν τελικά την συνταξιοδότησή του, την οποία, τόσο πολύ περίμενε.

  Ήξερε ενδόμυχα, ότι δεν θα την γλίτωνε από την πάθησή του, γι’ αυτό και με την συνταξιοδότηση που περίμενε, ήθελε να εξασφαλίσει ένα μικρό έστω εισόδημα για την μητέρα μου, έτσι ώστε να ζήσει με αξιοπρέπεια αυτή όσο καιρό θα της ήταν γραμμένο όπως κρυφά μου το έλεγε.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *