Το Παλιό Κονιάκ

mixail-150x1501Ένα Κυριακάτικο πρωινό, μας έκαναν μια τέτοια επίσκεψη τα πεθερικά μου και πριν ακόμη τους σερβίρουμε τον καφέ που ήρθαν να πιούν μαζί μας, έκανε την εμφάνιση της η αδελφή του πεθερού μου, που κι αυτή μας επισκέφτηκε για τον ίδιο λόγο. Όταν ήπιαν τον καφέ τους όμως, είπε ο πεθερός μου.

– Με σκέτο καφέ ρε θα μας ξεγελάσεις;

– Τι θέλετε του είπα να σας κάνω τέτοια ώρα;

– Κέρασε μας τουλάχιστον ένα κονιάκ.

Του άρεσε να πίνει, αλλά ήταν πρωί ακόμη και δεν ήταν ώρα για τόσο βαριά ποτά, γι’ αυτό και του είπα ότι δεν ήταν κατάλληλη η ώρα.

– Φέρε εσύ το κονιάκ είπε και άσε τα λόγια.

Έφερα λοιπόν ένα σφραγισμένο μπουκάλι κονιάκ που είχαμε στον μπουφέ και τους το έβαλα στα ποτηράκια που τους έδωσε η γυναίκα μου. Τους έφερε αυτή και κάτι να τσιμπήσουν αφού ήταν άδεια τα στομάχια τους κι έτσι σιγά σιγά, πίνοντας και λέγοντας, δεν κατάλαβαν πότε άδειασαν το μπουκάλι.

Ο πεθερός μου και η αδελφή του, είχαν ένα τυπικό όμως. Όταν έπιναν αρκετά, θυμόταν τα βάσανα που πέρασαν μαζί στην κατοχή, γι’ αυτό κι αγκαλιασμένοι ύστερα έκλαιγαν. Δεν ενοχλούσαν βέβαια κανέναν με το δικό τους τυπικό, αλλά εγώ ανησυχούσα. Ανησυχούσα γιατί όταν έκλαιγαν αυτοί, δεν τελείωνε το πράγμα εκεί αλλά μόλις άρχιζε κι εγώ δεν είχα άλλο απόθεμα σε κονιάκ. Αυτός ήταν κι ο λόγος που μ’ έκανε να σκέπτομαι το που θα πάω να το βρω ώστε να καλύψω τις ανάγκες τους.

– Τι σκέφτεσαι ρε τόση ώρα; Φέρε μας λίγο κονιάκ ακόμη είπε ο πεθερός μου και θα φύγουμε.

– Δεν έχω άλλο του είπα και δεν θέλω να φύγετε. Καθίστε να φάμε μαζί και είναι καλύτερα να πιούμε κρασί.

– Δεν θέλουμε κρασί είπε αυτός, κονιάκ θέλουμε.

– Ήπιαμε αρκετά έλεγε η πεθερά μου. Καλύτερα να φύγουμε κι αφού ήδη φάγαμε αρκετά, δεν μπορούμε να φάμε περισσότερο.

Για τον πεθερό μου το είπε αυτό, αφού αυτή όπως κι εγώ, μόνον ένα ποτηράκι ήπιε. Ο πεθερός μου με την αδελφή του κατέβασαν το υπόλοιπο κονιάκ σαν νερό και μου ζητούσαν κι άλλο.

– Δεν έχω άλλο τους έλεγα, αλλά αυτοί νόμιζαν ότι του κορόιδευα.

– Έχω ένα μπουκάλι ακόμη τους είπα στο τέλος, αλλά αυτό δεν θέλω να σας το δώσω. Δέκα χρόνια το είχαμε στο μαγαζί του πατέρα μου. Από κει και μετά το κρατώ εδώ, έτσι για ενθύμιο. Είναι επτά αστέρων αυτό και δεν πρέπει να πίνεται μετά από τόσα χρόνια που εμφιαλώθηκε.

– Δεν μας πειράζει είπε ο πεθερός μου. Φέρε το μπουκάλι εδώ και μη σε νοιάζει, εμείς θα το πιούμε.

Αφού δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, τους το έδωσα λοιπόν και μόνοι τους γέμισαν τα ποτηράκια τους κι όπως ήταν επόμενο, έβαλαν και στο δικό μου ποτήρι, όπως και στης πεθεράς μου.

Είπαν στην υγειά μας οι επισκέπτες μας και σηκώνοντας τα ποτήρια τους τα τσούγκρισαν με το δικό μου, πίνοντας στην συνέχεια όπως κι εγώ την πρώτη τους γουλιά. Ήταν ευχαριστημένοι αυτοί αφού βρέθηκε κονιάκ έστω και παλιό, γι’ αυτό και συνέχιζαν να πίνουν ακάθεκτοι. Μετά από λίγο όμως, αν και δεν έβαλα εγώ δεύτερη γουλιά στο στόμα μου, αισθανόμουν πολύ βαρύ το στομάχι μου. Άφησα γι’ αυτόν τον λόγο τους επισκέπτες στο σαλόνι να κλαίνε μόνοι τους κι εγώ βγήκα έξω απ’ αυτό, ελπίζοντας ότι θα αισθανθώ καλύτερα, κάνοντας βόλτες στο χολ.

Μερικές βόλτες πρόλαβα να κάνω εκεί και είδα την πεθερά μου να κλαίει κι αυτή για τους δικούς της λόγους, αν και δεν ήπιε πολύ από το ποτηράκι της. Δεν πέρασε πολύ ώρα όμως κι όλοι μαζί γίναμε σούπα από το μεθύσι.

Ενώ έκλαιγαν αυτοί αγκαλιασμένοι και σουρωμένοι από το παλιό κονιάκ, έψαχνα εγώ να βρω, το πως μπήκαν μέσα στο στομάχι μου τα φίδια, αυτά που αισθανόμουν ότι στριφογύριζαν μέσα μου. Ο πεθερός μου και η αδελφή του ήταν γερά ποτήρια βέβαια, γι’ αυτό και ποτέ δεν μεθούσαν. Αυτό που έβαλαν μέσα τους όμως από το δεύτερο μπουκάλι, αν και δεν ήταν παραπάνω από δύο γουλιές, δεν ήταν συνηθισμένο ποτό, γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να το παλέψουν. Αφού είδαν ότι μάλλον δεν μπορούσαν να συνεχίσουν, σηκώθηκαν με πολύ κόπο κι αφού μπήκαν όλοι μαζί στο ίδιο αυτοκίνητο, τους πήγε ο πεθερός στο σπίτι τους.

Εγώ φοβόμουν ότι δεν θα φτάσουν ποτέ εκεί με τέτοια σούρα που είχε ο πεθερός μου, γι’ αυτό κι έβαλα την γυναίκα μου να τηλεφωνεί συνέχεια στο σπίτι τους, έως ότου αυτοί μας απαντήσουν. Μέχρι να βεβαιωθούμε ότι έφτασαν σώοι, εγώ συνέχιζα να κάνω βόλτες στο χολ και μόλις μας απάντησαν έτρεξα προς την τουαλέτα, με σκοπό να απαλλαγώ από το βαρύ φορτίο που είχα στο στομάχι μου. Δεν πρόλαβα όμως να μπω μέσα γιατί ξεφόρτωσα το φορτίο μου πάνω στην πόρτα, πριν ακόμη προλάβω να μπω μέσα και κρεμασμένος από το πόμολο της, σωριάστηκα στο  πάτωμα. Με μια γουλιά από αυτό το ποτό, έχασα τον έλεγχο του εαυτού μου και έβαλα σε δύσκολη θέση την έγκυο γυναίκα μου, που με πολλή δυσκολία με έσυρε μέχρι στο καναπέ, όπου και κοιμήθηκα έως αργά το απόγευμα.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *