Οι Ιταλοί Συνταξιδιώτες Μας Και Οι Εύζωνοι Με Τις Μαύρες Γάτες

 Την τέλεια οργάνωση των Ιταλικών σιδηροδρόμων βέβαια θαυμάζαμε κι όταν ακόμη μπήκαμε στο τρένο που θα μας πήγαινε στην Βενετία, αλλά και μελαγχολικοί παραμέναμε, σκεπτόμενοι την αδυναμία που είχαν οι δικοί μας σιδηρόδρομοι να κάνουν το ίδιο. Ακολουθώντας τις οδηγίες των εισιτηρίων μας πάντως, εύκολα βρεθήκαμε στις θέσεις μας, όπως και στο ίδιο κουπέ συνταξιδιώτες με δύο πολύ χαρούμενους Ιταλούς παππούδες, οι οποίοι αμέσως σχεδόν μας έκαναν να αλλάξουμε την διάθεσή μας.

Πιάνοντας κουβέντα μαζί τους στην συνέχεια, διαπιστώσαμε ότι κι αυτοί στην Βενετία πήγαιναν για τους δικούς τους λόγους κι όπως ήταν λογικό πια κι αυτό, επεκτείναμε και αρκετά μάλιστα την κουβέντα μας. Εγώ βέβαια έκανα τον διερμηνέα όπως πάντα, αν και δεν ήξερα να μιλώ καμιά ξένη γλώσσα καλά κι επειδή είχα έμφυτη την ευχέρεια, τα λύγα Ιταλικά που ήξερα, ήταν αρκετά, ώστε να συνεννοηθώ απταίστως μ’ εκείνους τους δύο παππούδες.

Όταν συστηθήκαμε όμως τελικά κι άκουσαν οι άνθρωποι ότι ήμαστε Έλληνες, έγινε χαμός μέσα στο κουπέ. Άρχισαν ξαφνικά να μάλωναν οι παππούδες μεταξύ τους κι ο ένας επέμενε να λέει τον άλλον φασίστα, ενώ εκείνος δυσανασχετούσε φανερά με την στάση του συμπατριώτη του.

Πάνω λοιπόν που άρχισε να γίνεται πιο έντονος ο καυγάς τους, μπήκε στο κουπέ μας ο ελεγκτής του συρμού κι αφού μάλωσε τους δύο παππούδες για την φασαρία που έκαναν, έβαλε να καθίσουν δίπλα τους δύο κοπέλες, τις οποίες βρήκαν να κάθονται σε λάθος κουπέ όπως μας εξήγησαν.

Χαμογέλασαν βέβαια οι παππούδες τον ελεγκτή, όπως και τις δύο νεοφερμένες κοπέλες, αλλά μόλις απομακρύνθηκε αυτός, άρχισαν και πάλι να μαλώνουν. Προκειμένου να ησυχάσουμε όμως από την φασαρία τους, αναγκάστηκα να παρακολουθήσω την κουβέντα τους, μήπως και λύσω την μεταξύ τους διαφορά. Γεμάτος απορίες κι ο συνοδός μου όπως καταλαβαίνετε, ρωτούσε να του πω τι έγινε και γιατί μάλωναν.

– Τι έγινε, ρε; Γιατί μαλώνουν; Και τι λένε οι αυτοί οι παππούδες;

Για τους ίδιους λόγους βέβαια και οι κοπέλες με κοιτούσαν. Ζητούσαν κι αυτές εξηγήσεις όπως κατάλαβα από το ύφος τους. Κι αφού αυτό έπρεπε να κάνω, άρχισα να εξηγώ στον συνοδό μου, πρώτα.

– Μιλούν την τοπική τους διάλεκτο, γι’ αυτό και δεν μπορώ να καταλάβω πολλά από αυτά που λένε, αλλά και πολύ γρήγορα μιλούν. Από αυτά που πιάνω πάντως, κατάλαβα ότι ο ένας αποκαλεί τον άλλον φασίστα κι ως τέτοιον, τον θεωρεί υπεύθυνο, μαζί μ’ εκείνον τον αρχιφασίστα Μουσολίνι όπως τον αποκαλεί, ο οποίος τον ανάγκασε τότε να πάει στον πόλεμο με την Ελλάδα κι εξαιτίας αυτού, βρέθηκε να ταλαιπωρείται στα βουνά της Αλβανίας. Έτρεχα του λέει από βουνό σε βουνό επιστρέφοντας και πάντα με τον φόβο να βρεθώ σκοτωμένος ή αιχμάλωτος, σε έναν πόλεμο που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έγινε.

Αυτά έλεγα στον συνοδό μου κι αμέσως μετά άρχισα να εξηγώ και στις κοπέλες τον λόγο που καυγάδιζαν οι δύο παππούδες κι αφού βάλαμε κι αυτές στην κουβέντα μας, μου ανάφεραν ότι ήταν τουρίστριες κι από το Περού ερχόμενες κι ότι ταξίδευαν με το ίδιο τρένο, έχοντας για προορισμό τους κι αυτές την Βενετία.

Δεδομένου δε, ότι κι ο προορισμός των διακοπών τους ήταν αυτή, μου ζητούσαν να τις δείξω στον χάρτη που κρατούσαν, σε ποιο σημείο της Βενετίας θα κατέληγε το τρένο, θεωρώντας μάλλον ότι κι αυτό θα ήξερα να τους πληροφορήσω. Όση ώρα όμως μιλούσα εγώ με τις δύο κοπέλες, στιγμή δεν σταμάτησαν να μαλώνουν οι παππούδες, οπότε έλεγε κι ο συνοδός μου φωναχτά πια τις σκέψεις.

– Ώ ρε συ, πολύ μεγάλο μπέρδεμα έχουμε σήμερα.

Θέλοντας λοιπόν να βάλω ένα τέρμα στην έντονη κουβέντα που άνοιξαν μεταξύ τους οι παππούδες, τους σταμάτησα όπως καταλαβαίνετε κι όσο μπορούσα πιο προσεκτικά, τους εξηγούσα, ότι ο φίλος μου, όπως και οι δυό κοπέλες που καθόταν δίπλα τους, φοβούνται ότι αν δεν σταματήσουν τώρα κιόλας την κουβέντα τους, θα μαλώσουν στα σίγουρα μετά από λίγο.

Έκοψαν αυτοί τον καυγά τους και χαμογελαστοί πια μου έλεγαν, ότι φίλοι από παιδιά είναι κι ότι ποτέ και για τίποτε δεν θα μαλώσουν μεταξύ τους. Απλώς, ο ένας από τους δύο, δεν συγχωρούσε τον άλλον, γιατί ηθελημένα τότε εντάχτηκε με τους φασίστες.

Αυτά λοιπόν μας είπαν ως δικαιολογία για την μεταξύ τους διένεξη κι αφού έκανα τον διερμηνέα πια για κάμποση ώρα κι επεκτάθηκε αρκετά η κουβέντα όλων μας, ξεθάρρεψε εκείνος ο δύσκολος παππούς και μου είπε με κάποιο φόβο στην φωνή του.

– Θέλω να μου εξηγήσεις κάτι όμως. Αλλά πρώτα, θέλω να σου πω την δική μου ιστορία. Για να μη μιλάμε μόνοι μας βέβαια, αυτά που θα σου λέω, θέλω να τα μεταβιβάζεις στον φίλο σου και στα δυό κορίτσια. Μαζί με αυτούς, θέλω να ακούει αυτά που θα σου πω κι αυτός εδώ ο φασίστας, ο οποίος, δεν ήρθε μαζί μας τότε στην Αλβανία. Άκου λοιπόν.

Μας είπαν που λες ένα πρωινό αυτοί οι φασίστες, ότι είμαστε καλεσμένοι σε ένα γλέντι που θα γίνει στην Ελλάδα και ότι θα μέναμε εκεί για μερικούς μήνες. Μας είπαν μάλιστα, ότι έπρεπε να πάρουμε μαζί μας κι ότι όργανα θέλαμε, γιατί το κρασί που είχαν εκεί ήταν πολύ καλό και ότι θα χρειαζόταν να λέμε μαζί με τα δικά τους και τα δικά μας τραγούδια.

Πήρα λοιπόν εγώ την κιθάρα μου στον ώμο κι όπως καταλαβαίνεις, πήγα να μπω μαζί της στο πρώτο φορτηγό που είδα να μπαίνουν και άλλοι σαν κι εμένα λάτρεις της καλής παρέας. Με σταμάτησε όμως ένας φασίστας λοχαγός πριν ανέβω στην καρότσα του φορτηγού και εκείνη την στιγμή μου έλεγε αυστηρά, αυστηρά. Πού είναι το όπλο σου; Τι να το κάνω του είπα κι εγώ, αφού όπως μας είπατε, σε γλέντι θα πάμε.

Ναι, έλεγε εκείνος, αλλά εμείς είμαστε στρατιώτες. Πως θα εμφανιστούμε εκεί μόνον με τις κιθάρες; Πήγαινε λοιπόν να πάρεις και το όπλο σου και με αυτό στα χέρια να μπεις στο φορτηγό. Αφού λοιπόν έτσι ήθελε αυτός να κάνω, πήγα και πήρα το όπλο μου κι αφού το κρέμασα κι αυτό στον ώμο μου, μπήκα τελικά στο φορτηγό.

Ξεκινήσαμε αμέσως σχεδόν και ακολουθώντας τα υπόλοιπα φορτηγά με τους στρατιώτες, φτάσαμε το ίδιο απόγευμα κιόλας στην Αλβανία. Όταν φτάσαμε εκεί όμως, μας χώρισαν σε πολύ μεγάλες ομάδες κι αμέσως μετά σχεδόν, μας σκόρπισαν στα βουνά της, ακολουθώντας για κάποιο λόγο που δεν μας έλεγαν, διαφορετικές κατευθύνσεις.

Ρωτούσαμε εμείς να μας πουν, γιατί να πάμε στο γλέντι με τα πόδια και μέσα από τα βουνά, αφού και δρόμοι υπάρχουν και αυτοκίνητα υπάρχουν, αλλά κανείς από κείνους τους φασίστες δεν μας απαντούσε. Δεν πειράζει λέγαμε κι εμείς, ίσως να είναι κοντά η Αθήνα, αφού εκεί άκουσα να λένε ότι θα πηγαίναμε. Εγώ βέβαια, όπως και οι υπόλοιποι από τους στρατιώτες δηλαδή, δεν ήξερα που ακριβώς βρισκόταν η Αθήνα, αλλά ούτε και που ακριβώς βρισκόμασταν εκείνη την ώρα ξέραμε.

Μετά από αρκετό περπάτημα όμως σ’ εκείνα τα βουνά, στρατοπεδεύσαμε τελικά κάπου, προκειμένου να βγάλουμε την νύχτα όπως μας είπα και πριν καλά, καλά, ξεκουραστούμε έστω και για λίγο από τον ποδαρόδρομο, άρχισαν να πέφτουν πάνω μας και από το πουθενά οβίδες.

Στην αρχή, νομίσαμε ότι ήταν βαρελότα, από αυτά που κι εμείς ρίχνουμε στις γιορτές μας κι επειδή αυτά ήταν πολύ δυνατά σε σχέση με τα δικά μας, έλεγα μέσα μου. Μπράβο? Από τα βαρελότα που έχουν αυτοί εδώ, από πολύ μακριά φαίνεται, ότι θα περάσουμε καλά σ’ αυτές τις γιορτές.

Ύστερα από λίγη ώρα όμως, έσκασε δίπλα μου μια οβίδα κι αυτή σήκωσε το μισό βουνό στον αέρα και μαζί με αυτό, σκόρπισαν σε πολλά κομμάτια άνθρωποι και πράγματα. Από τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που έχαναν τα πόδια, ή τα χέρια τους, κατάλαβα ότι σε πόλεμο πέσαμε, αλλά και δεν μπορούσα να καταλάβω, γιατί έγινε αυτό. Όλη τη νύχτα όμως μας σφυροκοπούσε το πυροβολικό τους και ανάσα δεν μας άφηνε να πάρουμε.

Πολλές φορές κατουρήθηκα επάνω μου, αφού δεν μπορούσα να κουνηθώ μέσα από την τρύπα που βρήκα και χώθηκα κι ακόμη περισσότερες φορές έκανα το ίδιο από φόβο μη σκοτωθώ, αφού από πουθενά δεν φαινόταν, ότι θα ζούσα για πολύ ώρα ακόμη.

Όταν πια το πρωί σταμάτησε το πυροβολικό τους να μας βομβαρδίζει, ήλπιζα να τους έχουν τελειώσει οι οβίδες, ώστε να φεύγαμε ανενόχλητοι από εκεί που είχαμε καθηλωθεί, γιατί έτσι κι άρχιζαν να μας βομβαρδίζουν ξανά, δεν θα έμενε κανείς από μας ζωντανός. Και οι υπόλοιποι στρατιώτες μας βέβαια, το ίδιο μ’ εμένα ήλπιζαν, αλλά και κανένας δεν κουνιόταν από την θέση του, αφού όλοι φοβόταν, μην τυχόν κι αρχίσουν πάλι να ρίχνουν τα κανόνια τους κι αν φεύγαμε από τις θέσεις μας, που αλλού θα μπορούσαμε να κρυφτούμε;

Εκεί λοιπόν που κουβαριασμένοι πια καθόμασταν όλοι μαζί μέσα στα λαγούμια μας και περιμέναμε κάποια διαταγή έστω που να μας λέει τι να κάνουμε, ακούσαμε να μας πλησιάζουν πολύ δυνατές ανθρώπινες φωνές.

Δεν ξέραμε ποιοι ήταν και γιατί φώναζαν έτσι, γι’ αυτό και πολλοί σαν κι εμένα σήκωσαν τα κεφάλια τους να δουν τι γίνεται. Όταν όμως είδαμε αυτό που γινόταν εκεί, βγήκαμε αμέσως έξω από τις θέσεις μας και τρέχαμε να γλυτώσουν, όχι από τις οβίδες πλέον, αλλά από αυτούς που ερχόταν κατά πάνω μας τρέχοντας και φωνάζοντας μια λέξη. Αέρα.

Πω, πω έλεγα κι έτρεχα να γλυτώσω, αφού αυτό που έβλεπα, ακόμη δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δεν μπορείς να το πιστέψετε, αλλά ερχόταν κατά πάνω μας κάτι πανύψηλοι άνθρωποι, οι οποίοι φορούσαν για κάποιο λόγο άσπρα φουστάνια όπως έβλεπα και πάνω στα παπούτσια τους, είχαν όλοι τους δεμένες μαύρες γάτες.

Δεν ήξερα γιατί έλεγαν, αέρα, αλλά αυτό το φώναζαν πολύ δυνατά κι έτσι όπως έτρεχαν, πηδούσαν πάνω από τα δένδρα. Ήταν πολύ ψηλοί αυτοί όπως σου είπα και τα χέρια τους ήταν τόσο μεγάλα, που οι ξιφολόγχες τους ήταν εδώ και αυτοί ερχόταν ύστερα. Από τον φόβο που πήρα λοιπόν βλέποντας τους, δεν κάθισα να σκεφτώ εκείνη την ώρα, που βρήκαν αυτοί τόσες πολλές μαύρες γάτες και για ποιο λόγο τις έδεσαν στα παπούτσια τους.

Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, έκανα ότι και οι υπόλοιποι. Έτρεχα κι εγώ να γλιτώσω την ζωή μου κι ακόμη τρέχω. Και δεν γύρισα τότε να δω τι γινόταν πίσω μου, φοβούμενος μην αντικρίσω ξανά το ίδιο θέαμα. Σταμάτησα να τρέχω, όταν πια και μετά από δύο μέρες επιβιβάστηκα μαζί με όλους τους άλλους στα καράβια, αυτά δηλαδή που μας έστειλαν αυτοί εδώ οι φασίστες να μας παραλάβουν, από ένα λιμάνι στην θάλασσα της Αδριατικής.

Ούτε το όπλο μου πήρα μαζί μου τρέχοντας, αλλά ούτε και την κιθάρα μου πήρα. Πως να μη βρίζω λοιπόν, όλους αυτούς τους φασίστες, που μας πήγαν σε ένα πόλεμο απροετοίμαστους και μας είπαν ψέματα, ότι δήθεν θα παίρναμε μέρος σε κάποιο πολυήμερο γλέντι, το οποίο θα έκαναν για εμάς όπως μας είπαν οι Έλληνες, επειδή μας αγαπούσαν.

Παράτησα την κιθάρα μου τότε και πολύ θα ήθελα να πάω εκεί και να την πάρω τώρα, αν βέβαια την βρω πουθενά, αλλά φοβάμαι να το κάνω, μη τυχόν και συναντήσω ξανά εκείνους τους ανθρώπους με τα άσπρα φουστάνια και τις γάτες στα παπούτσια τους. Μια και βρήκα εσένα όμως σήμερα, πες μου σε παρακαλώ. Υπάρχουν ακόμη εκεί στην Ελλάδα τέτοιοι άγριοι άνθρωποι, που δένουν ζωντανές τις γάτες στα παπούτσια τους; Και είναι ακόμη τόσο μεγάλοι αυτοί, όπως τους είδα να είναι τότε;

Άκουσα την ιστορία του λοιπόν και την άκουσα με πολύ προσοχή, αλλά και τι μπορούσα να πω εγώ σε έναν παππού, που όλα του τα χρόνια ζούσε τόσο έντονα, αυτό που έζησε σε μια άλλη εποχή και κάτω από τις συνθήκες που μου διηγήθηκε; Για να μην τον αφήσω αναπάντητο όμως, αλλά και για να μην απορεί ακόμη ο άνθρωπος, τι να ήταν άραγε αυτό που είδε, του έλεγα σιγά, σιγά και προσεκτικά.

– Εκείνους που είδες τότε με τα άσπρα φουστάνια, ήταν μια επίλεκτη στρατιωτική μονάδα της εποχής, με το όνομα Εύζωνοι. Παρόμοια της οποίας και τώρα έχουμε βέβαια, για να τιμούμε εκείνους τους στρατιώτες.

Δεν ήταν όμως τόσο μεγάλοι όπως μας είπες, ούτε μπορούσαν να πηδήξουν πάνω από τα δένδρα. Η ψυχή τους ήταν μεγάλη κι αυτήν είδες να τρέχει με ορμή καταπάνω σας.

Τέτοιους ανθρώπους είναι αλήθεια ότι και σήμερα έχουμε και είναι τόσοι πολλοί αυτοί, που ούτε και οι ίδιοι ξέρουν ότι ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία. Αν κι όταν ποτέ χρειαστεί όμως, θα δείξουν πάλι την καταγωγή τους, αλλά και οι ίδιοι θα απορούν με τον εαυτό τους, πως και δεν έβλεπαν τόσα χρόνια, αυτό που ήταν και το αγνοούσαν.

Θα φωνάζουν κι αυτοί αέρα, όπως οι πρόγονοι τους και δεν θα χρειάζεται να φορούν άσπρα φουστάνια, ούτε να δένουν μαύρες γάτες στα παπούτσια τους, όπως είδες να κάνουν τότε, αφού τώρα δεν φορούν πια τέτοιες στολές. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τον λόγο μου όμως και με έκοψε ο παππούς.

– Δεν ξέρω τι λες εσύ, αλλά εγώ τους είδα αυτούς τους ανθρώπους και τους φοβήθηκα και δεν μπορώ να τους ξεχάσω, γιατί ήταν όντως ψηλοί και πηδούσαν όντως πάνω από τα δένδρα. Θέλω να έρθω στην Ελλάδα, όπως θέλω να πάω και στα βουνά της Αλβανίας, αλλά φοβάμαι ακόμη μη τους συναντήσω. Θέλω όμως να μου εξηγήσεις μια και σε βρήκα, γιατί και για ποιό λόγο έδεναν τις γάτες στα παπούτσια τους, αλλά και που έβρισκαν τόσες πολλές;

– Δεν ήταν γάτες αυτά που έβλεπες και δεν θα ήταν δυνατόν να βρουν τόσες πολλές. Φούντες ήταν. Πολλές μαύρες κλωστές δηλαδή, οι οποίες ήταν έτσι δεμένες μεταξύ τους, που να διακοσμούν τα παπούτσια τους, τα οποία ονόμαζαν τσαρούχια.

Είναι αλήθεια βέβαια, ότι πολλές φορές προσπάθησα να του εξηγήσω, τι ακριβώς ήταν εκείνες οι φούντες που διακοσμούσαν το τσαρούχια των Ευζώνων μας, αλλά αυτός δεν μπορούσε να το καταλάβει και συνεχώς έλεγε τα ίδια.

– Όχι. Γάτες ήταν αυτά που είδα εγώ και ήταν όλες τους ζωντανές. Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω όμως όπως σου είπα, είναι, γιατί τις έδεναν στα παπούτσια τους.

Γελάσαμε με όσα επέμενε να λέει ο παππούς, μόνον που δεν πρόλαβα να του αλλάξω το σκεπτικό του, γιατί φτάσαμε εν τω μεταξύ στην Βενετία κι έπρεπε να κατεβούμε. Κι αφού χώρισαν οι δρόμοι μας, τον άφησα κι εγώ να θυμάται, ότι αυτός ήθελε να έχει στην μνήμη του, από την εμπειρία που απέκτησε τότε και στον πόλεμο του σαράντα.

Αφότου φύγαμε όμως κι εμείς από τον σταθμό και περάσαμε σ’ εκείνον τον σαν νησί χώρο και διαπιστώσαμε από την όψη της ότι ήταν η πασίγνωστη Βενετία, αρχίσαμε να περιφερόμαστε στα σοκάκια και στις πλατείες τις όπως καταλαβαίνετε.

Θέλαμε να δούμε όλη εκείνη την μαγεία που εκπέμπει, όπως ακούγαμε να μας λένε οι εκάστοτε επισκέπτες της, αλλά, είτε γιατί ήμασταν τυχαία εκεί, είτε γιατί δεν είχαμε την κατάλληλη παρέα, είτε γιατί τόσα χρόνια φουσκώναμε την εικόνα της στο μυαλό μας, δεν είδαμε τίποτε από όσα είχαν εγκατασταθεί στο μυαλό μας. Απορώντας κι ο συνοδός μου, για όσα έβλεπε εκεί και δεν ήταν όπως του τα περιέγραφαν, έλεγε σ’ εμένα.

– Απορώ, αλλά και δεν μπορώ να καταλάβω, για ποιο λόγο έρχονται οι άνθρωποι στην Βενετία; Είναι βέβαια ένα άλλο μέρος, αλλά αν ήξερα τι ακριβώς είχα να δω εδώ, δεν θα έκανα αυτό το ταξίδι με τίποτε.

– Μη κάνεις έτσι βρε αδελφέ. Του έλεγα. Εδώ έρχονται ερωτευμένοι άνθρωποι κι αυτοί βλέπουν άλλα πράγματα από όσα βλέπεις τώρα εσύ εδώ μαζί με μένα. Όταν όμως έρθεις με την γυναίκα σου εδώ, σίγουρα θα αλλάξεις γνώμη. Πάμε τώρα να την γυρίσουμε και μη κάνεις σχόλια. Πάρε αυτό που σήμερα σου δίνει αυτή κι όταν έρθεις με άλλη παρέα, ίσως πάρεις αυτό που τώρα δεν βλέπεις.

Αυτά του έλεγα λοιπόν, αλλά είναι αλήθεια ότι ούτε κι εγώ έχω να θυμηθώ κάτι ξεχωριστό από την επίσκεψη μου στην Βενετία. Είδα κάτι ασυνήθιστο βέβαια, αλλά αυτό και μόνον αυτό. Δεν ήμουν και σε καλή ψυχολογική κατάσταση, αφού ακόμη θυμόμουν πόσο με στεναχώρησε ο κουνιάδος του και ίσως να μην έβλεπα με καθαρό μάτι γύρο μου.

Αφού τελείωσε όμως ο χρόνος που είχαμε στην διάθεσή μας για εκείνη την τυχαία έστω επίσκεψη στην Βενετία, πήραμε το τρένο της επιστροφής προς το Μιλάνο και την επομένη το πρωί, αφού πήγαμε στο αεροδρόμιο, πήραμε το αεροπλάνο για την Αθήνα, από όπου το ίδιο βράδυ φτάσαμε στην έδρα μας.

Επιστρέφοντας από την Ιταλία στα καθημερινά μας, ο φίλος και πελάτης μου δυσαρεστημένος μαζί μου για όσα του αρνήθηκα, δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στην μέχρι τότε καλή μας σχέση. Ο πατέρας του πάλι, ευχαριστημένος μαζί μου, που δεν συμφώνησα με όσα ο γιος του με πίεζε να κάνω, με συνεχάρη και ήλπιζε ότι έτσι όπως κατέληξε το σκεπτικό του γιου του, θα αναγκαζόταν να αφοσιωθεί στην δουλειά τους πλέον και ότι έτσι θα έπαυε στο εξής να ψάχνει, που αλλού να βρει χώρο να αποδείξει, ότι κι αυτός αξίζει.

Όπως συμβαίνει όμως κι έτσι γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, ήταν κι αυτοί εγκλωβισμένοι σε πολύ μεγάλο μεταξύ τους μπέρδεμα. Και σ’ αυτό το οικογενειακό τους μπέρδεμα, ο καθένας ξεχωριστά κι από μόνος του προσπαθούσε να κάνει, ότι νόμιζε ως δικαίωμα του, αδιαφορώντας για την ψυχική υγεία του διπλανού του.

Σκεπασμένη δε η ψυχική τους υγεία, από τόνους εγωισμού που ο καθένας χωριστά κι όλοι μαζί την φόρτωναν, δεν ήταν δυνατόν να επανέρθει στα φυσιολογικά της κι έτσι, όλοι μαζί ήταν ψυχικά ασθενείς και δεν ήθελαν να το καταλάβουν.

Ο φίλος και πελάτης μου δηλαδή, ήταν παντρεμένος τότε και είχε ένα παιδί. Έμενε μαζί με την γυναίκα του όπως όλοι οι παντρεμένοι και στο σπίτι που τους παραχώρησε πολύ φυσιολογικά ο πατέρας της, για να ζουν πολύ άνετα, μέσα στα διακόσια πενήντα τετραγωνικά του μέτρα. Ήταν πολύ μεγάλο βέβαια για μια μικρή οικογένεια, αλλά και αντάξιο της οικονομικής επιφάνειας του πεθερού του ήταν, ο οποίος, ως ψυχικά ασθενής ενεργώντας, αδιαφορούσε παντελώς για το οικονομικό αδιέξοδο που προκαλούσε στον γαμπρό του.

Διέθετε δηλαδή κι ένα μηνιαίο χαρτζιλίκι στην κόρη του, το οποίο όμως ήταν κατά πολύ πιο πάνω, από τα όρια και των ποιο υψηλά αμειβόμενων ανθρώπων, με την δικαιολογία ότι δεν έπρεπε να στηρίζεται η κόρη του στις οικονομικές δυνατότητες του άντρα της. Και για να μην αφήσει κανένα περιθώριο στον γαμπρό του, ώστε να βγει πάνω από τις δικές του οικονομικές δυνατότητες, δώρισε στην κόρη του κι ένα πολύ ακριβό αυτοκίνητο, τα έξοδα του οποίου βεβαίως πλήρωνε ο ίδιος.

Ο φίλος μου πάλι, ήταν μεν αρκετά ευκατάστατος, αφού ήταν γιος εργοστασιάρχη, αλλά μπροστά στον πεθερό του ήταν ψείρα, την οποία πατούσε εκείνος όπου κι αν την έβρισκε και γελούσε μάλιστα πίσω από την πλάτη του, ικανοποιημένος από τον άρρωστο εγωισμό του, αφού μπορούσε και ήταν ασύγκριτα πλουσιότερος, από τον όντως πολύ φτωχό εργοστασιάρχη γαμπρό του.

Δεν δίσταζε δε και να τον εκμηδενίζει ακόμη μπροστά στην κόρη του, για να έχει αυτός την αίσθηση του υπερβολικά εύπορου οικογενειάρχη, ο οποίος αποδεδειγμένα μπορούσε να εξασφαλίζει την πλούσια ζωή των κοριτσιών του. Κι αφού δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτε αυτά, όταν ο μπαμπάς φρόντιζε να είναι εκεί για όλα, γιατί να στηρίζονται οι κόρες του στους φτωχούς γαμπρούς του;

Δύο γαμπρούς δηλαδή είχε αυτός ο άρρωστος άνθρωπος, στους οποίους το ίδιο ωμά συμπεριφερόταν. Στήριζε απροκάλυπτα δηλαδή τις κόρες του και τις στήριζε εξεπιτούτου πλουσιοπάροχα, έτσι ώστε επιλεγμένα να μηδενίζεται κι εντελώς μάλιστα η ύπαρξη του άντρα στις ζωές των κοριτσιών του.

Για τον δεύτερο γαμπρό δεν γνωρίζω τι έκανε και πως αντιμετώπιζε την συμπεριφορά του πεθερού του, αλλά ο φίλος μου, όντως και δεν μπορούσε να συντηρήσει το παιδί του και την γυναίκα του, έτσι όπως αυτή έμαθε να ζει κάτω από την επίβλεψη του πατέρα της. Αυτό πάλι, ήταν κάτι που σίγουρα δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει, δεδομένου ότι και φτωχός ήταν μπροστά της και αδούλευτος ήταν κι ωμός ήταν, αφού ποτέ του δεν χρειάστηκε να μπει κι αυτός στην βιοπάλη.

Κι ο δικός τους πατέρας το ίδιο λάθος έκανε αν και με άλλον τρόπο αφού κι αυτός μπορούσε να εξασφαλίσει την ζωή του γιού του, τον οποίο ποτέ δεν υποχρέωσε να πάρει την ζωή του σοβαρά, γι’ αυτό κι έπαιζε στην Ιταλία σπουδάζοντας αφού ο πατέρας πλήρωνε, όπου και γνώρισε την γυναίκα του. Λανθασμένα λοιπόν ενεργώντας κι ο πατέρας του κακώς περίμενε από τον απαίδευτο και κακομαθημένο γιο του να κάνει ότι έκανε ο ίδιος, τότε που ήταν φτωχός και με πολύ σκληρή δουλειά, έγινε μεγάλος εργοστασιάρχης.

Ζώντας λοιπόν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο συμπληγάδες πέτρες ο φίλος μου, στον υπέρ ευκατάστατο πεθερό του δηλαδή και στον επιτυχημένο εργοστασιάρχη πατέρα του, συνθλίβονταν ψυχολογικά και ως γιος και ως γαμπρός και δεν ήταν εύκολο σ’ αυτόν να τις προσπεράσει, αφού αυτές φάνταζαν μπροστά του σαν τον Όλυμπο ψηλές.

Κι επειδή δεν μπορούσε να αντέξει και την δική του μηδαμινότητα, αφού ο εγωισμός του δεν του επέτρεπε να προσγειωθεί, γονάτισε μπροστά στην δυσκολία που αντιμετώπιζε. Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε, που έψαχνε να βρει αλλού κι έξω από το γνωστό του περιβάλλον την αναγνώριση που δεν είχε, νομίζοντας ότι στο άγνωστο θα ήταν πιο συμβατά και πιο εύκολα γι’ αυτόν τα πράγματα.

Δεν έκανε τίποτε όμως από αυτά που φανταζόταν κι αφού δεν μπορούσε να αποχωριστεί τον πατέρα του και το εργοστάσιό τους, μάλλον έμεινε εκεί που τον άφησα. Δίπλα από τον πατέρα του δηλαδή. Κράτησε όμως την υπόσχεσή του και καμιά δουλειά δεν μου έδωσε μετά από την άδοξη επιστροφή μας από την Ιταλία κι ως εκ τούτου, δεν τον είδα ποτέ ξανά, ούτε ως φίλο, ούτε ως πελάτη μου, γι’ αυτό και δεν ξέρω από πρώτο χέρι τι απέγινε με αυτόν.

Έμαθα όμως αργότερα, ότι χώρισε με την γυναίκα του, την οποία είδα μετά από λίγα χρόνια να περπατά σαν χαμένη στους δρόμους της πόλης μας. Όσο για το εργοστάσιο τους, έμαθα ότι το ανέλαβε ο γαμπρός του από υποχρέωση προς τον ασθενή πλέον πεθερό του, αν και για τους δικούς του λόγου όπως πολύ καλά ήξερα δεν το ήθελε και από παλιά το απέφευγε.

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *