Όλα για έναν απλό λογισμό γίνονται

  Του Αγίου Αντωνίου είναι σήμερα κι εγώ θυμήθηκα να σας αναφέρω κάτι από την δική του ζωή, στην προσπάθειά μου να τονίσω και μέσα από τις ενέργειες αυτού του μεγάλου Αγίου, την επίδραση που έχουν στο μυαλό μας οι λογισμοί που το κατακλύζουν, είτε επιζήμια κι εχθρικά, είτε φιλικά κι ευεργετικά.

Ως άνθρωπος λοιπόν κι ο Άγιος Αντώνιος, ήταν πάρα πολύ πλούσιος. Και πολύ νέος ήταν βέβαια κι από τον πατέρα του κληρονόμησε την μεγάλη του περιουσία. Μεγάλωσε όμως με καλές αρχές πρέπει να πούμε κι εμπλουτισμένος καθώς ήταν από αυτές, είχε αρκετά ελεγχόμενη την ψυχική, όπως και την διανοητική του κατάσταση.

Ήταν Χριστιανός κατά τα θρησκευτικά του ιδεώδη, αλλά κι αυτό, από κάποια απόσταση θα λέγαμε ότι το αντιμετώπιζε. Δεν ήταν δηλαδή θρησκόληπτος. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν να τον ακολουθούν, μπήκε μια μέρα σε κάποια εκκλησία της περιοχής του και την στιγμή που μπήκε, στο ευαγγέλιο βρισκόταν η λειτουργεία κι από μια σύμπτωση μάλιστα, στην παραβολή εκείνου του νεαρού που αυτοδικαίωνε τον εαυτό του αφιερωνόταν το ανάγνωσμα.

Στο σημείο δηλαδή που ρωτούσε ο συγκεκριμένος νεαρός τον Χριστό να του πει, τι περισσότερο έπρεπε να κάνει προκειμένου να κληρονομήσει την βασιλεία των ουρανών, αφού όλα όσα επέβαλε ο νόμος της καλής συμπεριφορά των Ευρέων τα έκανε και μάλιστα από την παιδική του ηλικία.

Αφού κρατάς τον νόμο του είπε ο Χριστός και κανέναν δεν αδικείς, ούτε συκοφαντείς και καθώς πρέπει τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου, τότε, ένα μόνον σου μένει για να είσαι τέλειος. Πούλησε τα υπάρχοντά σου κι αφού τα μοιράσεις στους φτωχούς, έλα κι ακολούθα πίσω μου.

Ακούγοντας αυτός την υπόδειξη του Χριστού, περίλυπος έγινε όπως αναφέρετε στο κείμενο κι αμέσως αποχώρισε από κοντά Του, γιατί αυτά που του παρότρυνε να κάνει, δεν ήταν εύκολο να πραγματοποιηθούν.

Και πράγματι δεν του ήταν εύκολο να κάνει αυτό που άκουσε, γιατί και κανείς άλλος από αυτούς που ήξερε δεν θα ήθελε να στερηθεί, ή και να αποχωριστεί από μια τόσο μεγάλη περιουσία. Αλλά ούτε και να την μοιράσει σε άλλους μπορούσε να δεχθεί, σκεπτόμενος μάλιστα και το ενεχόμενο να ζει κι αυτός σαν τον Χριστό, περπατώντας ξυπόλητος δηλαδή.

Αυτά σκεπτόμενος λοιπόν ο νεαρός, με το δίκαιό του θα λέγαμε έφυγε στεναχωρημένος. Ο Χριστός όμως συνέχισε την ομιλία Του κι αναφερόμενος στην λύπη που κατέκλεισε το μυαλό του πλούσιου νεαρού, έλεγε προς τους παραβρισκόμενους, ότι ποιο εύκολα περνάει μια καμήλα μέσα από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος από την πόρτα του παραδείσου.

Και δεν το είπε αυτό, γιατί θα έβαζε Αυτός κάποιον εκεί να του εμποδίσει την είσοδο, λόγω της πρώην εύρωστης οικονομικής του κατάστασης, αλλά γιατί αυτός δεν θα έχει τα δεδομένα να ζήσει σε έναν διαφορετικό χώρο, από αυτόν που είχε συνηθίσει να ζει, μη μπορώντας να αποχωριστεί από αυτήν την ζωή, την επίδραση που είχαν τα χρήματα στην ψυχοσύνθεση του.

Αυτά περίπου ειπώθηκαν μετά την αποχώριση του νεαρού, αλλά ο Άγιος Αντώνιος δεν κάθισε να αφουγκραστεί περισσότερο, τις έννοιες που μετέφεραν οι λόγοι του ευαγγελίου. Μόλις άκουσε δηλαδή, το αν θέλεις να γίνεις τέλειος, το μόνο που σου μένει είναι να πουλήσεις τα υπάρχοντά σου και να τα μοιράσεις στους φτωχούς, αυτό πήγε να κάνει.

Όλα όσα είχε στην κατοχή του λοιπόν τα πούλησε κι όλα τα μοίρασε, εκτός από μια σημαντική περιουσία που άφησε στην αδελφή του να ζει με άνεση. Αυτός όμως, τίποτε δεν κράτησε για τον εαυτό του.

Έβαλε λίγα παξιμάδια μέσα έναν τορβά μια μέρα κι όπως το σκέφτηκε, πήγε να ζήσει στην έρημο, όπου κι έγινε ο πατέρας της μοναχικής ζωής, ως πρώτος διδάξας και πολλά υπέφερε εκεί από τους δαίμονες και τους λογισμούς, που συνεχώς του φύτευαν αυτοί στο μυαλό του.

Έτσι ζώντας εκεί λοιπόν, πολύ τον παίδεψε μια μέρα ένα λογισμός, ο οποίος και τον ανάγκασε κατά κάποιον τρόπο να πει προς τον Θεό, κάτι που ήταν και αλήθεια θα μπορούσαμε να πούμε για την περίπτωσή του. Κι αυτό που του έλεγε βασισμένος στην ειλικρίνειά του, ήταν να του πει δηλαδή ο Θεός, αν υπήρχε άλλος άνθρωπος στην γη, που να τον αγαπάει περισσότερο από αυτόν.

Άκουσε ο Θεός τον λογισμό του και θέλοντας να τον προστατέψει μάλλον από τον λάκκο της υπερηφάνειας που του ανοίχτηκε, αλλά και να τον ενισχύσει περισσότερο στον πνευματικό του αγώνα, πολύ καθαρά του είπε, ότι όχι εσύ, αλλά ένας τσαγκάρης κάποιου χωριού που του ανέφερε, αυτός με αγαπάει περισσότερο από εσένα.

Παραξενεύτηκε είναι αλήθεια ο Άγιος Αντώνιος από την ανακοίνωση του Θεού, αλλά και θέλοντας να επιβεβαιώσει την αγάπη του τσαγκάρη, αμέσως ξεκίνησε να τον βρει. Ήλπιζε ωστόσο να μάθει από αυτόν και τον τρόπο που έκανε κάτι τέτοιο.

Αν μπορούσε μάλιστα, υποσχέθηκε στον εαυτό του να μιμηθεί τον τσαγκάρη, αλλά και να κάνει τα πάντα στην συνέχεια, ώστε και να τον ξεπεράσει σε αγάπη, αν κατάφερνε να εντοπίσει τον τρόπο του.

Μέχρι να τον βρει όμως, όλο και μελετούσε το θέμα, συγκρίνοντας την δική του μοναχική προσφορά, με αυτήν του ανθρώπου που με την οικογένειά του ζούσε στο χωριό του και σε καμιά περίπτωση, δεν μπορούσε να συγκριθεί η δική του πνευματική κατάσταση, με αυτήν που επιτηδευμένα και δοκιμασμένα μάλιστα διέθετε ο Άγιος Αντώνιος, μετά ειδικά, από τόσα που τράβηξε ζώντας μόνος κι έρημος στην ξενιτιά της ερήμου και μάλιστα, χωρίς να διαθέτει το παραμικρό βοήθημα για την επιβίωσή του.

Αυτά μελετώντας λοιπόν, αμέσως μόλις έφτασε στο χωριό του τσαγκάρη φρόντισε να μάθει ποιο ήταν το σπίτι του και που είχε το τσαγκάρικό του, ώστε, όχι μόνον να τον βάλει στο στόχαστρό του από το πρωί, αλλά και στα σίγουρα να μάθει, με ποιόν τρόπο αγαπούσε περισσότερο τον Θεό, αυτός απλοϊκός άνθρωπος.

Κι αφού αυτό ήθελε να μάθει, κάθε κίνηση του παρακολουθούσε από απόσταση, ώστε τίποτε να μην του ξεφύγει. Είδε λοιπόν τον άνθρωπο να κάνει τρεις φορές τον σταυρό του όταν βγήκε από το σπίτι του κι άλλους τρείς να κάνει, πριν ανοίξει το τσαγκάρικό του όταν έφτασε εκεί.

Αυτά μόνο έκανε δηλαδή κι αφού κάθισε στην καρέκλα του μετά, αμέσως άρχισε να επιδιορθώνει τα παπούτσια που ήταν πάνω στον πάγκο του και περίμεναν την σειρά τους.

Απόρησε πάλι ο Άγιος με όσα έβλεπε να συγκρίνονται με την δική του προσφορά και μη βλέποντας να γίνεται κάτι άλλο στην συνέχεια, όρμησε θα λέγαμε στο τσαγκάρικο και με το δίκαιό ρωτούσε τον άνθρωπο να του πει, τι άλλο κάνει στην ζωή του, εκτός από τους έξη μετρημένους σταυρούς που έκανε μέχρι να πιάσει δουλειά κι εξαιτίας αυτού, αγαπούσε περισσότερο τον Θεό από αυτόν.

Τα έχασε ο τσαγκάρης βλέποντας τον πασίγνωστο Άγιο μπροστά του κι ακόμη ποιο πολύ τρόμαξε, από την ερώτησή που του έκανε, γι’ αυτό και με κάποια δυσκολία του έλεγε απαντώντας τον, ότι το μόνο που κάνει είναι να παίρνει λίγα χρήματα για την δουλειά του κι από αυτά να κρατά μόνον όσα είναι αρκετά να ζήσει την οικογένειά του. Τα υπόλοιπα είπε, ότι τα μοιράζει σε φτωχούς που γνωρίζει.

Απορώντας και πάλι ο Άγιος με τα αναφερόμενα, με κάποια δύναμη στην φωνή του έλεγε στον έντρομο άνθρωπο. Ξέρεις άνθρωπέ μου πόσες χιλιάδες σταυρούς κάνω, μέρα και νύχτα εγώ; Ξέρεις πόσα μοίρασα σε φτωχούς, για την αγάπη του Θεού; Κι εσύ μας λες τώρα, ότι μόνον με αυτά τα λύγα που κάνεις, αγαπάς τον Θεό περισσότερο από εμένα;

Πες λοιπόν τί άλλο κάνεις, γιατί αυτά που μας λες, δεν συγκρίνονται με τα δικά μου. Πιεσμένος κι ο τσαγκάρης, έβγαλε από μέσα εκείνη την στιγμή και κάτι κρυφό που διατηρούσε στο μυαλό του και σε κανέναν δεν το φανέρωνε. Να, έλεγε με κάποιο φόβο στην φωνή του. Εδώ που κάθομαι, λέω μέσα μου, ότι όλοι οι άνθρωποι καλοί είναι κι ότι όλοι θα σωθούν, εκτός από εμένα, αφού σε τίποτε δεν τους μοιάζω.

Αυτά μόνον είπε δηλαδή και σταμάτησε να μιλά, γιατί πράγματι δεν είχε να προσθέσει κάτι άλλο. Ακούγοντας ο Άγιος την κρυφή απάντησή του τσαγκάρη, όλα τα κατάλαβε, γι’ αυτό και τον συνέστησε να συνεχίσει αυτό που είχε στο μυαλό του και βεβαιωμένος πια, ότι αυτό ήταν που έκανε τον Θεό να θεωρεί ως ανώτερη την αγάπη του τσαγκάρη από την δική του, πήγε να συνεχίσει την δική του προσπάθεια στην ερημιά της επιλογής του.

Μια κι αναφέρομαι όμως σ’ αυτόν τον τόσο μεγάλο Άγιο, επιτρέψτε μου να σας αναφέρω κι έναν ακόμη λογισμό που αντιμετώπισε αισίως. Στην ερημιά όπως είπαμε ζούσε και το μόνο που έτρωγε εκεί ήταν ένα ξερό παξιμάδι βρεγμένο σε νερό κι από αυτό μάλιστα, μια φορά τον μήνα έπινε, αφού η πυγή από όπου το έβρισκε ήταν πολύ μακριά και δεν του ήταν εύκολο να την επισκέπτεται συχνά.

Για την ακρίβεια, τριών ημερών δρόμος με τα πόδια τον χώριζε από την πυγή. Όταν έφτανε εκεί, έπινε βέβαια νερό, αλλά όταν επέστρεφε μετά από τρεις μέρες, πάλι έπρεπε να κάνει την ίδια διαδρομή και για τον ίδιο λόγο.

Αυτό σκεπτόμενος λοιπόν μια μέρα, πήρε την απόφαση να πάει κοντά στην πηγή κι εκεί να εγκατασταθεί, για να μη κάνει τόσο δρόμο κάθε φορά για να πιεί το νερό που χρειαζόταν. Κι αφού αυτό σκέφτηκε, αυτό έκανε. Πήγε να ζήσει κοντά στην πηγή δηλαδή.

Έκανε μια καλαμένια καλύβα λοιπόν όταν έφτασε εκεί και μέσα της ζούσε ήσυχος πλέον, ότι αυτόν τον κόπο τουλάχιστον τον γλύτωσε. Μετά από λίγες μέρες όμως, κάποιος πετούσε πέτρες στην σκεπή του. Απορώντας για το ενδεχόμενο να υπάρχει κι άλλος άνθρωπος σ’ εκείνη την ερημιά, βγήκε έξω να τον δει, αλλά και να του πει να καθίσει φρόνημα.

Αντί για άνθρωπο όμως, ένα γνωστό, κοντό, μαυριδερό, και αρκετά μαλλιαρό ανθρωποειδές έβλεπε μπροστά του να τον κοιτά με αναίδεια και να ετοιμάζεται μάλιστα, ώστε να του ρίξει κι άλλη πέτρα.

Ασφαλώς και ήξερε ποιος ήταν, αλλά του έκανε την σχετική ερώτηση, για να μάθει τον λόγο που τον ενοχλούσε. Ποιος είσαι του είπε και γιατί πετάς πέτρες στην καλύβα μου; Καθόλου δεν άργησε το μαυριδερό υποκείμενο να του δώσει την απάντησή του. Εγώ είμαι αυτός, που σε έδιωξα από εκεί που ήσουν πριν. Αλλά κι από εδώ που ήρθες θα σε διώξω.

Πω? Πω? Έλεγε κι Άγιος Αντώνιος στον εαυτό του. Για λίγο νερό που ήθελα να πίνω χωρίς πολύ κόπο, περίγελος των δαιμονίων έγινα. Αυτό μόνον είπε κι αμέσως αναχώρησε για την προηγούμενη καλύβα του, όπου και συνέχισε να ζει με τον γνωστό τρόπο.

Έκανε ότι και πριν δηλαδή, για να μην επιτρέπει στα δαιμόνια να τον ενοχλούν, ποντάροντας στην ευκολία που καλοπροαίρετα, αλλά και λογικά σκέφτηκε να βάλει, στην ούτως ή άλλως δύσκολη ζωή του.

Εμείς οι απλοί άνθρωποι όμως, δεν κάνουμε κάτι παρόμοιο άραγε, ώστε να απαλλαγούμε από τις προσωπικές μας δυσκολίες; Κι αν το κάνουμε για ένα μόνον, δεν τρέχουμε να το επαναλάβουμε, στην προσπάθειά μας να γλυτώσουμε κι από άλλα που μας ενοχλούν;

Ασφαλώς και το κάνουμε κι επειδή έχει μαυρίσει πια ο πίνακας της συνείδησής μας, μάλλον δεν το υπολογίζουμε και τόσο κι αφού μας την κοιμίζει κι ο δαίμονας αυτήν για τους δικούς του λόγους, γιατί να μας ξυπνήσει; Και γιατί να μας δείξει την πανταχού παρουσία του;

Μιχάλης Αλταλίκης

Δημοσιεύθηκε στην Χωρίς κατηγορία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *